IMRousanou

7 Μονή Ρουσάνου βρίσκεται ἀνάμεσα στίς μονές Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ καί Βαρλαάμ, στό δρόμο ἀπό τό χωριό Καστράκι πρός τά Μετεώρα. Εἶναι κτισμένη πάνω σέ ἐντυπωσιακό κατακόρυφο στύλο καί τό κτιριακό της συγκρότημα καλύπτει ὁλόκληρο τό πλάτωμα τῆς κορυφῆς τοῦ ἀπότομου βράχου, τοῦ ὁποίου φαίνεται σάν ἀπόληξη φυσική.

Ὁ προσκυνητής καί ἐπισκέπτης, ἀπό ’κεῖ ψηλά, ἀπολαμβάνει ὅλη τή μεγαλοπρέπεια καί μαγεία τοῦ ἀνεπανάλητου μετεωρίτικου τοπίου καί ὁ πιστός χριστιανός νιώθει, πρός στιγμήν, μεταρσιωμένος καί ἀνεβασμένος στά οὐράνια, ὅπου βρίσκονται καί ἀγάλλονται οἱ ψυχές τῶν ὁσίων ἀναχωρητῶν καί ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἀσκητική βιοτή καί τίς πράξεις τους καθαγίασαν τούς εὐλογημένους αὐτούς βράχους. Στ’ ἀνατολικά ἀντικρύζει κανείς τή Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Στεφάνου λίγο πιό μακριά, δυτικά τή Μονή Βαρλαάμ καί τοῦ Μεγάλου Μετεώρου πιό πέρα. Ὁλόγυρα ἁπλώνεται τό πέτρινο δάσος τῶν ἀμέτρητων καί γιγάντιων βράχων καί στό βάθος οἱ ὀρεινοί ὄγκοι τοῦ Κόζιακα καί τῆς Πίνδου.

Ἡ ἀνάβαση στή μονή, πού παλιότερα γινόταν μέ ἀνεμόσκαλα, σήμερα γίνεται ἄνετα μέ σκαλοπάτια ἀπό τσιμέντο καί δύο μικρές στερεές γέφυρες, πού κατασκευάστηκαν τό 1930 μέ δωρεά τῆς καστρακινῆς Δάφνως Γ. Μπούκα, ἐπί Μητροπλίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Πολυκάρπου [Θωμᾶ]. Ἤδη ἀπό τό 1868, γιά τήν εὐκολότερη καί ἀσφαλέστερη ἀνάβαση στή μονή, ἐπί ἡγουμένου Γεδεών, εἶχε κατασκευαστεῖ ξύλινη γέφυρα, πού ἀντικατέστησε τίς ἐπικίνδυνες ἀνεμόσκαλες.

Ἡ Μονή Ρουσάνου, μετά τήν πρόσφατη, κατά τή δεκαετία τοῦ 1980, ριζική ἀνακαίνιση καί ἀναστήλωσή της ἀπό τήν ἁρμόδια Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία τῆς περιοχῆς (7η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων), λειτουργεῖ ὡς γυναικεῖο μοναστήρι.  Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας ἡ μονή εἶχε ἀρχίσει νά ἐγκαταλείπεται καί νά ἐρημώνεται. Ἐπί 20 σχεδόν χρόνια, καί μέχρι τό 1971 πού πέθανε, ζοῦσε ἐκεῖ μόνη της ἡ εὐλαβική γερόντισσα ἀπό τό Καστράκι Εὐσεβία.

Ἡ αἰτία τῆς ἐπωνυμίας τῆς Μονῆς Ρουσάνου δέν εἶναι ἐξακριβωμένη. Διάφορες ἑρμηνεῖες ἔχουν προταθεῖ, οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀνταποκρίνονται στά πράγματα. Πιθανότατα, ἡ ἐπωνυμία αὐτή ὀφείλεται στόν πρῶτο οἰκιστή τοῦ βράχου ἤ στόν κτίτορα τοῦ παλαιοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ (ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.). Ἡ Μονή Ρουσάνου ἀναφέρεται μέ τό ὄνομα αὐτό σέ ἐπίσημα ἔγγραφα καί κείμενα ἀπό τήν Τρίτη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα, πράγμα πού σημαίνει ὅτι καί παλαιότερα ὁ βράχος ἦταν γνωστός μέ τήν ὀνομασία αὐτή.

Ὁ ἱερομόναχος Πολύκαρπος Ραμμίδης, πρώην ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στήν ἱστορία του γιά τά Μετέωρα (1882) γράφει ὅτι ὁ βράχος τοῦ Ρουσάνου κατοικήθηκε γιά πρώτη φορά τό 1388 ἀπό κάποιον Ἱερομόναχο Νικόδημο, συνοδευόμενο ἀπό τό συνασκητή του Βενέδικτο. Οἱ πληροφορίες ὅμως αὐτές δέν στηρίζονται σέ καμιά ἱστορική μαρτυρία καί πηγή, καί γι’ αὐτό δέν μποροῦν νά ληφθοῦν ὑπόψη.

Τή σημερινή οἰκοδομική του μορφή πῆρε τό μοναστήρι κατά τήν Τρίτη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα. Ἡ μονή ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα τριώροφο συγκρότημα, μέ τό καθολικό καί κελλιά στό ἰσόγειο καί μέ δωμάτια ὑποδοχῆς, τό ἀρχονταρίκι καί ἄλλα κελλιά καί βοηθητικούς χώρους στούς ὀρόφους.

Ἐπίσημο καί μοναδικό ντοκουμέντο γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί τή γενικότερη ἱστορία τῆς Μονῆς Ρουσάνου εἶναι ἡ διαθήκη τῶν κτιτόρων της, τῶν αὐταδέλφων ἱερομονάχων ἀπό τά Γιάννενα Ἰωάσαφ καί Μαξίμου. Πρόκειται γιά τό ὑπ’ ἀριθ. 1465 εἰλητό τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν, γραμμένο σέ περγαμηνή (διαστ. 0,47 x 0,40 μ.), τό ὁποῖο κατά τό ἔτος 1882, μαζί μέ ἄλλα μετεωρικά χειρόγραφα, εὐτυχῶς ὄχι πολλά, κατ’ ἐντολήν τῆς τότε Κυβερνήσεως, ἀφαιρέθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί μεταφέρθηκε στήν Ἀθήνα.

Τό κείμενο παρουσιάζει πρός τό τέλος μικρά χάσματα λόγῳ φθορᾶς τῆς περγαμηνῆς. Γι’ αὐτό εἶναι ἐλλιπής ἡ χρονολογία, ἡ ὁποία ὅμως συμπληρώνεται μέ βεβαιότητα ἀπό ἄλλα ἐσωτερικά στοιχεῖα τοῦ κειμένου. Ἔτσι, συνδυάζοντας κανείς τήν ἀναγραφόμενη γ΄ ἰνδικτιώνα μέ τόν μνημονευόμενο ὡς μακαρίτη πιά, ὅταν γραφόταν ἡ διαθήκη, μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα, ἀφοῦ αὐτός ἀναφέρεται ὡς «ἀρχιερατεύων τότε», συμπληρώνει τή χρονολογία καί καταλήγει μέ ἀσφάλεια στό ἔτος 1545 (ζνγ΄ = 7053 ἀπό κτίσεως κόσμου). Ὁ ἀναφερόμενος ἐδῶ Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης καί ἐπίτροπος τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν, ἡ ὁποία ἐχήρευε τότε, ταυτίζεται ἀναμφίβολα μέ τόν Βησσαρίωνα Β΄, τό γνωστό ἅγιο ἱεράρχη καί κτίτορα τῆς Μονῆς Δουσίκου, πού ἐκλέχτηκε μητροπολίτης Λαρίσης τό Μάρτιο τοῦ 1527 καί πέθανε στίς 13 Σεπτεμβρίου 1540.

Μετά τό ἔτος 1540, πού πέθανε ὁ Λαρίσης Βησσαρίων Β΄, γ΄ ἰνδικτιών ἀντιστοιχεῖ στό ἔτος 1545 καθώς καί στό 1560 (δέν ὑπολογίζομε τά παρακάτω ἔτη, 1575 κἑξ.). Ἐπειδή, σύμφωνα μέ τή σχετική ἐπιγραφή, τό Νοέμβριο τοῦ 1560, πού τέλειωσε ἡ τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς, ἡγούμενος ἦταν ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος, πρέπει νά δεχτοῦμε ὅτι τό ἔτος αὐτό δέν ζοῦσαν οἱ κτίτορες τοῦ μοναστηριοῦ Ἰωάσαφ καί Μάξιμος. Ἑπομένως μόνο τό ἔτος 1545 ἀπομένει ὡς ἡ ἀναμφισβήτητη χρονολογία κατά τήν ὁποία συντάχτηκε ἡ διαθήκη τους.

Ὡς ὑπόδειγμα γιά τό κείμενο τῆς διαθήκης τους ἔλαβαν τήν ἀνάλογη διαθήκη (τοῦ ἔτους 1541/42) τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, Νεκταρίου καί Θεοφάνη τῶν Ἀψαράδων, τήν ὁποία ἀντέγραψαν σχεδόν αὐτούσια, ἀφοῦ βέβαια τήν προσάρμοσαν, ὅπου χρειαζόταν, στά δεδομένα καί στήν οἰκοδομική ἱστορία τῆς Μονῆς Ρουσάνου.

Πότε πέθανε ὁ καθένας ἀπό τούς δύο ἀδελφούς ἱερομονάχους, μετά τή σύνταξη τῆς διαθήκης τους (1545) καί πρίν ἀπό τό ἔτος 1560, δέν εἶναι γνωστό.

Ἔτσι λοιπόν οἱ Γιαννιῶτες ἀδελφοί ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καί Μάξιμος, μιμούμενοι τό παράδειγμα τῶν συμπατριωτῶν τους ἱερομονάχων Νεκταρίου καί Θεοφάνη τῶν Ἀψαράδων, οἱ ὁποῖοι ἀπό τό 1510/11 εἶχαν ἤδη ἐγκατασταθεῖ στή λιθόπολη τῶν Σταγῶν, ζήτησαν καί ἔλαβαν τήν ἄδεια ἀπό τόν τοποτηρητή τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα Β΄ καί ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου νά ἐγκατασταθοῦν καί νά μονάσουν σέ κάποιο ἀπό τούς βράχους τῶν Μετεώρων. Τούς παραχωρήθηκε τότε ὁ λίθος τοῦ Ρουσάνου. Αὐτό συνέβη μετά τό Μάρτιο τοῦ 1527 καί πρίν ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1529, διότι μόνο κατά τό μικρό αὐτό χρονικό διάστημα ὁ Βησσαρίων Β΄ Λαρίσης ἀσκοῦσε παράλληλα καί τά καθήκοντα τοῦ τοποτηρητῆ τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Ὁ καθορισμός τοῦ χρόνου ἀνόδου στό βράχο τοῦ Ρουσάνου τῶν ἱερομονάχων Ἰωάσαφ καί Μαξίμου ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἱστορία καί τή χρονολόγηση τοῦ καθολικοῦ καί τῶν ἄλλων κτισμάτων τῆς Μονῆς.

Σύμφωνα μέ τά ἀναγραφόμενα στό κείμενο τῆς διαθήκης τους, μόλις ἐγκαταστάθηκαν στό στύλο τοῦ Ρουσάνου, οἱ δύο ἀδελφοί ἱερομόναχοι ἀνέπτυξαν ἐκεῖ ἰδιαίτερη οἰκοδομική δραστηριότητα. Ἀνέκτισαν ἀπό τά θεμέλιά του τό ἐρειπωμένο καί ἀφανισμένο ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου καί τήν ἐγκατάλειψη παλαιό καθολικό τῆς μονῆς (πιθανότατα τοῦ ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.), τό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, καί τοῦ ἔδωσαν τή μορφή πού ἔχει σήμερα. Οἰκοδόμησαν κελλιά γιά τούς μοναχούς καθώς καί ἄλλους βοηθητικούς χώρους, ἐφοδίασαν τό μοναστήρι τους μέ ἱερά σκεύη, ἄμφια, χειρόγραφα βιβλία καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά κειμήλια, τοῦ ἐξασφάλισαν κτηματική περιουσία. Ὀργάνωσαν τή μονή σέ αὐστηρό κοινόβιο, τίς τυπικές διατάξεις τοῦ ὁποίου περιέλαβαν στή διαθήκη τους, καθόρισαν τέλος τίς σχέσεις καί ὑποχρεώσεις τῆς μονῆς καί τῶν μοναχῶν πρός τόν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο Σταγῶν καί πρός τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁ ὁποῖος θά εἶχε μόνο πνευματική δικαιοδοσία καί ἐποπτεία στή μονή. Ὅλοι οἱ ρουσανίτες μοναχοί ἦσαν ὑποχρεωμένοι, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τῆς διαθήκης, νά τηροῦν ἀπαρέγκλιτα τούς ὅρους τῆς ἱσοπολιτείας, τῆς κοινοκτημοσύνης καί τῆς ἀκτημοσύνης. Ἀκόμη καί συγγενεῖς τῶν κτιτόρων, ἐάν κατέφευγαν νά μονάσουν ἐκεῖ, δέν θά εἶχαν καμία ἀπολύτως ἰδιαίτερη καί προνομιακή μεταχείριση.

Παραθέτομε αὐτούσια χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τό ἐνδιαφέρον κείμενο τῆς διαθήκης τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Ρουσάνου:

«Ὅθεν τῇ τε τοῦ τόπου ἐρημικώδει ζωῇ καί τῇ τῶν ἐνασκουμένων κἀν τούτῳ ἐναρέτων καί θείων ἀνδρῶν θελχθέντες ἀγγελικῇ πολιτείᾳ, μένειν ἐντός τῆς σκήτεως αὐτῆς ᾠήθημεν, ἰδιαζόντως λίθον τε λαβεῖν κἀν τούτῳ σεβάσμιον οἰκοδομῆσαι ναόν καί κέλλας καί τά λοιπά τά μοναχοῖς ἁρμόδια. Τοῦ δέ κατά καιρόν θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Σταγῶν πρό χρόνων πολλῶν τό κοινόν λειτουργήσαντος χρέος καί τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς ὑστερημένης οὔσης πνευματικοῦ ποιμένος καί προστάτου, ὁ τῆς Λαρισαίων ἀρχιερατεύων τότε ἁγιωτάτης μητροπόλεως, ὁ πανιερώτατος μητροπολίτης κύρ Βησσαρίων, ταύτην δεσποτικῶς ἐκυβέρνει τε καί διίθυνε. Ἔνθεν τοι καί γνώμῃ αὐτοῦ, ἐκδόσει τε καί βουλῇ καί τοῦ τότε ὁσιωτάτου καθηγουμένου τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς τοῦ Μετεώρου μονῆς, τόν τοῦ Ῥουσάνου λίθον ἐλάβομεν καί κατά δεσποτείαν ἔχειν τοῦτον συνεχωρήθημεν. Ἐπεί δέ κἀν τούτῳ καί πρότερον σεβάσμιος ναός ᾠκοδόμητο, ἐπί τῷ τοῦ Κυρίου καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀνόματι τιμώμενος, τῇ πολυετίᾳ δέ φθαρείς ἤδη καί τῇ τῶν ἀνθρώπων ἐρημώσει τῷ παντελεῖ ἀφανισμῷ ἐκδοθείς, ὡς ἴχνος καί μόνον ἐκ τούτου σώζεσθαι, τοῦτον πάλιν ἐκ βάθρων θεμελίων ἠγείραμέν τε καί ἀνεκτίσαμεν, κόπους καί ἱδρῶτας οὐ τούς τυχόντας ἐν τούτῳ ἐνδείξαντες. Συναντιλαμβανομένου δέ ἡμῖν καί τοῦ τά πάντα τελειοῦντος Θεοῦ ἡμῶν, ἐν τούτῳ καί κέλλας ἐπήξαμεν, κύκλῳ διαφανεῖς καί πλείστας, πρός ἀνάπαυσιν τῶν ἐνασκουμένων μοναχῶν καί τῶν ἄλλων πως παρατυγχανόντων, καί λοιπάς οἰκοδομάς καί ἀνακτίσεις ἐβελτιώσαμεν αὐτήν τήν μονή καί ηὐξήσαμεν. Ἔτι δέ καί σκεύη καί βιβλία καί ἱερά παντοῖα καί ἱερέων καί διακόνων ἀλλαγάς κατεπλουτήσαμεν αὐτήν εἰς αἶνον καί δόξαν Θεοῦ. Πρός τοῖς δέ καί κτήματα παντοῖα, ἀμπελῶνας τε καί ἀγρούς, κήπους τε καί παραδείσους καί μετόχια καί μύλωνας καί ζεύγη βοῶν καί ἵππους καί ἡμιόνους καί ἕτερα διάφορα ἐν αὐτῇ ἀφιερώσαμεν καί πάντα ὅσαν ἦν ὑπό τήν ἡμετέραν δύναμιν ἐκτησάμεθα ἐν ταύτῃ, τοῦ εἶναι ἀνελλιπῆ καί ἀδεᾶ τῶν χρειωδῶν αὐτῇ˙ καί μοναχούς ἱκανούς συνηθροίσαμεν καί ἱερεῖς καί διακόνους ἐν αὐτῇ κατεστήσαμεν,  ὅπως ὑμνῶσί τε καί εὐλογῶσι μέν τόν Θεόν,  μνημονεύωσι δέ καί ἡμᾶς τούς κατά δύναμιν κοπιάσαντες, ἔτι δέ καί τούς πρό ἡμῶν καί μεθ’ ἡμῶν κοπιάσαντας ἤ κοπιάσοντας. Εἶτα κατεστήσαμεν ταύτην κοινόβιον εἰλικρές τε καί ἄδολον εἶναί τε ὁμοῦ καί ὀνομάζεσθαι καί πράττεσθαι καί φυλάττεσθαι πάντα τά νόμιμα αὐτοῦ ὡς ἐν τῷ Μετεώρῳ καί τοῖς λοιποῖς ἄλλοις καθαροῖς καί ἀδόλοις κοινοβίοις τοῖς εὑρισκομένοις κυκλόθεν αὐτοῦ. Ἔχειν δέ τούς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῇ κοινά πάντα˙ κοινῇ ὧι τῇ τραπέζῃ, κοινῇ τοῖς ἐνδύμασί τε καί ὑποδήμασι,  κοινῇ τῇ βουλῇ, κοινῇ τῇ οἰκήσει … μηδενός ἔχοντος ἴδιόν τι ἤ ὀνομάζοντος ἐντός τῆς μονῆς ἤ ἐκτός οὔτε μικρόν οὔτε μέγα, ἀλλ’ ἔστωσαν ἅπαντες συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ τε καί ἀληθείᾳ ὡς μία ψυχή ἐν πολλοῖς σώμασιν… Πρός τούτοις εὐλάβειαν ἐνδείκνυσθαι καί εὐπείθειαν τῷ κατά καιρούς ἡγουμενεύοντι τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς τοῦ Μετεώρου μονῆς ἐντελλόμεθα, ὥς γε καί ἡμεῖς εἰρηνικῶς καί ἀσκανδαλίστως διήγομεν μετ’ αὐτοῦ ἀεί καί διά παντός. Ἔχειν δέ καί αὐτόν τόν ὁσιώτατον καθηγούμενον πνευματικήν στοργήν πρός αὐτούς καί ἐπιμέλειαν καί ἐπίσκεψιν καί ἀγάπην οὐ τήν τυχοῦσαν, οὐ μήν δέ ἐξουσιαστικήν χεῖρα ἤ ἀρχικήν… Ὁ δέ γε τούτων ποτέ φωραθησόμενος ἰδιορρυθμίᾳ ταττόμενος ἤ μᾶλλον εἰπεῖν νοσηλευόμενος καί ταύτην κακοῖς ἐπιτηδεύον τρόποις, τρέφων ἰόν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ ὡς ὁ δαίμων οἶδεν αὐτόν διδάσκειν, ἱερωμένος ὤν ὁ τοιοῦτος ἤ καί ἁπλῶς μοναχός ἤ καί ὁ τήν προστάσίαν τῆς μονῆς κεκτημένος, ἐκκοπτέσθω τῆς μονῆς αὐτῆς καί διωκέσθω τῆς ἀδελφότητος ὡς μέλος ὄζον καί σεσηπός… Λαμβάνειν δέ ἐκ τῆς ἡμετέρας μονῆς καί τόν ῥηθέντα θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον Σταγῶν κηροῦ λίτραν μίαν ἕνεκεν ὑποταγῆς καί εὐπειθείας τῆς εἰς αὐτόν καί ἔχειν τό παρρησιῶδες αὐτοῦ καί διηνεκές μνημόσυνον καί τήν προσήκουσαν παρά τῶν μοναχῶν τιμήν καί εὐλάβειαν… Ἔτι δέ οὐδένα τῶν ἡμετέρων συγγενῶν που τυχόν τό θεῖον περιβαλόμενον σχῆμα καί εἰς τήν μονήν συνταχθέντα ἐξῆν προτιμᾶσθαι τῶν ἄλλων ἤ προκρίνειν καί ἐξουσιάζειν τά ἀπαρέσκοντα τῇ κοινότητι, ἡμᾶς προβαλλόμενος βοήθημα, ἀλλ’ εἰς κἀκεῖνον τῶν λοιπῶν τῆς μονῆς λογιζέσθω καί ὡς τῇ κοινότητι δόξει τά περί αὐτοῦ, οὕτω καί γενήσεται…».

Ἀφοῦ λοιπόν οἱ ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καί Μάξιμος ἀνέβηκαν στό βράχο τοῦ Ρουσάνου μεταξύ τῶν ἐτῶν 1527 (μετά τό Μάρτιο) καί 1529 (πριν ἀπό τόν Αὔγουστο), θά πρέπει νά δεχτοῦμε ὅτι γύρω στά 1530 ἔκτισαν τό σημερινό καθολικό καί ὁρισμένα κελλιά καθώς καί ἄλλους χώρους τῆς μονῆς. Γιατί, φθάνοντας ἐκεῖ ἐπάνω, δέν βρῆκαν παρά μόνο ἐρείπια καί χαλάσματα, ὅπως οἱ ἴδιοι ἀφηγοῦνται στή διαθήκη τους, καί ἔτσι ἦσαν ὑποχρεωμένοι καί ναό νά ἀνεγείρουν ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα, γιά τίς λειτουργικές τους ἀνάγκες, καί κελλιά νά κτίσουν γιά τή στέγαση καί τή διαμονή τους. Γι’ αὐτό πιστεύομε πώς δέν εἶναι σωστή ἡ ἄποψη πού γινόταν ὥς σήμερα δεκτή, ὅτι δηλαδή τό καθολικό τῆς μονῆς κτίστηκε λίγο πρίν ἀπό τό 1545, τή χρονολογία πού συντάχθηκε ἡ διαθήκη τῶν κτιτόρων. Ἄλλωστε καί ἀπό τό ἴδιο τό κείμενο τῆς διαθήκης συνάγεται ὅτι εἶχε ἤδη περάσει μακρό χρονικό διάστημα ἀπό τήν ἐγκατάσταση τῶν δύο ἀδελφῶν ἱερομονάχων στό βράχο, γιατί, ὅταν ἀναφέρονται στίς μέχρι τότε ἀγαθές σχέσεις τους μέ τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, σημειώνουν: «ὥς γε καί ἡμεῖς εἰρηνικῶς καί ἀσκανδαλίστως διήγομεν μετ’ αὐτοῦ ἀεί καί διά παντός», «καθώς βέβαια καί οἱ δικές μας σχέσεις μ’ αὐτόν ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν καί πάντοτε εἰρηνικές καί χωρίς σκάνδαλα».

Τό καθολικό καί ἐδῶ εἶναι ἁγιορειτικοῦ τύπου, ὅπως καί τῶν περισσοτέρων ἄλλων μετεωρικῶν μονῶν. Ὁ κυρίως ναός εἶναι σταυροειδής δικιόνιος, μέ τροῦλλο στό κέντρο καί τίς δύο πλευρικές κόγχες, τούς χορούς, ἀριστερά καί δεξιά. Ὁ τροῦλλος εἶναι πολυγωνικός, μέ μονόλοβα παράθυρα, καί δεσπόζει μέ τό ὕψος του σέ ὅλο τό κομψό μοναστηριακό συγκρότημα. Τό ἱερό, γιά λόγους πού ἐπέβαλλε ἡ διαμόρφωση τοῦ βράχου, εἶναι στραμμένο πρός βορρᾶν. Ὁ ἐσωνάρθηκας (λιτή), πρίν ἀπό τόν κυρίως ναό, καλύπτεται ὁλόκληρος μέ μεγάλο ἑνιαῖο θόλο.

Ὁ ναός εἶναι ἀφιερωμένος στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ὅμως στή μονή ἐδῶ μέ ἰδιαίτερη μεγαλοπρέπεια καί εὐλάβεια τιμᾶται καί πανηγυρίζεται καί ἡ μνήμη (4 Δεκ.), τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, μέ ἀθρόα συρροή τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς.

Ἡ τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ ἔγινε ἐπί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἀρσενίου, μέ δικά του ἔξοδα, τό ἔτος 1560 (΄ζξθ΄= 7069 ἀπό κτίσεως κόσμου), σχεδόν 30 ὁλόκληρα χρόνια μετά τήν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐπιγραφή στόν κυρίως ναό, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο πού ὁδηγεῖ ἀπό τό νάρθηκα πρός αὐτόν καί κάτω ἀπό τήν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου:

+ ΙΣΤΟΡΙΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΚΑΙ Θ(ΕΟ)Υ ΚΑΙ Σ(ΩΤΗ)Ρ(Ο)Σ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ˙ / ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ/  ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΡΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ˙ ΕΠΙ ΕΤ(ΟΥΣ) ..... ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Κ΄˙ ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝ)ΟΣ ΔΗΣ.

Ἡ ἐπιγραφή δέν παραδίδει τό ὄνομα τοῦ ζωγράφου, ὁ ὁποῖος ὅμως πρέπει νά ἦταν πολύ ἀξιόλογος, ἀφοῦ ἡ ἁγιογράφηση τοῦ κυρίως ναοῦ καί τοῦ νάρθηκα τῆς μονῆς αὐτῆς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά λαμπρότερα τοιχογραφικά σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς κατά τό β΄ μισό τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα. Οἱ τοιχογραφίες αὐτές τεχνοτροπικά ἀνήκουν στήν Κρητική Σχολή. Τόσο ὁ νάρθηκας ὅσο καί ὁ κυρίως ναός εἶναι κατάγραφοι.

Τόν βορεινό τοῖχο τοῦ νάρθηκα, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο πρός τόν κυρίως ναό, καλύπτει ἡ ἐπιβλητική καί πολυπρόσωπη σύνθεση τῆς Δευτέρας Παρουσίας˙ πάνω ἡ Ἑτοιμασία τοῦ Θρόνου μέ τόν Πρόδρομο καί τήν Παναγία γονατισμένους ἀριστερά καί δεξιά καί τόν Χριστό στήν κορυφή˙ κάτω στό κέντρο τρεῖς ἄγγελοι, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεσαῖος κρατεῖ τό ζυγό τῆς δικαιοσύνης καί ὁ πρῶτος τρίαινα. Στό θόλο ἱστορεῖται ὁ Παντοκράτορας καί γύρω του τόν περιβάλλουν «νεανίσκοι καί παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων», πού τόν ὑμνολογοῦν καί τόν δοξάζουν. Τίς μεγάλες ἐπιφάνειες τῶν ἄλλων τοίχων τοῦ νάρθηκα καλύπτουν τά συνηθισμένα μαρτύρια ἁγίων (Γεωργίου, Δημητρίου, Νέστορα, Εὐγενίου, Μαρδαρίου κ.ἄ.), καθώς καί ὁλόσωμες μορφές ἁγίων, ἀσκητῶν καί ἐρημιτῶν.

Στόν κυρίως ναό, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο, εἰκονίζεται ἡ πολυπρόσωπη παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς πύλης στέκουν, φρουροί ἄγρυπνοι, ὁλόσωμοι καί ἐπιβλητικοί, οἱ Ἀρχάγγελοι τῶν Ἄνω Δυνάμεων Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Στόν τροῦλλο, ὅπως εἶναι καθιερωμένο, ἱστορεῖται ὁ Παντοκράτορας. Στίς πλευρικές κόγχες τῶν χορῶν, ὑψηλά, εἰκονίζονται ἡ Μεταμόρφωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ πιό κάτω ὁλόσωμοι στρατιωτικοί ἅγιοι. Οἱ ὑπόλοιπες ἐπιφάνειες τῶν τοίχων εἶναι κατάγραφες μέ τίς παραστάσεις τοῦ Δωδεκάορτου καί μέ σκηνές ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ἀνάμεσα στοούς ἄλλους εἰκονιζόμενους ἁγίους διακρίνονται καί οἱ μεγάλοι μελωδοί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, «ἡ Θεόπνευστος κινύρα (=κιθάρα) τοῦ πνεύματος», καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἡ εὔλαλος ἀηδών».

Στά μέσα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα πρέπει νά λειτούργησε ἐδῶ, στή Μονή Ρουσάνου, βιβλιογραφικό ἐργαστήριο, μέ κύριο γνωστό κωδικογράφο, γύρω στά 1565, τό ρουσανίτη ἱερομόναχο Παρθένιο. Οἱ ἄλλοτε (μέχρι τό 1909) 50 περίπου κώδικες τῆς μονῆς ἔχουν ἐνταχθεῖ καί ἀνήκουν σήμερα στή συλλογή τῶν χειρογράφων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Κατά καιρούς ἡ μονή χρησίμευσε ὡς καταφύγιο καί ἄσυλο κατατρεγμένων ἀτόμων καί οἰκογενειῶν κατά τίς διάφορες ἱστορικές περιπέτειες τοῦ Ἔνθους. Ἔτσι, σύμφωνα μέ ἐνθύμηση τοῦ ἔτους 1757, στή μονή αὐτή κατέφυγαν τότε πολλοί Τρικαλινοί, τούς ὁποίους κατεδίωκε ὁ Τοῦρκος πασᾶς. Ἀλλά καί στά 1897, μετά τόν ἄτυχο ἑλληνοτουρκικό πόλεμο, πολλές οἰκογένειες τῆς Καλαμπάκας καί τοῦ Καστρακίου ζήτησαν ἄσυλο καί βρῆκαν θαλπωρή καί ἀσφάλεια στή φιλόξενη στέγη τῆς Μονῆς Ρουσάνου.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ