IM

7 ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΣΤΑΓΩΝ είναι μία από τίς παλαιότερες καί γνωστότερες, πού άναφέρεται σταθερά σε όλες τίς εκκλησιαστικές τάξεις των μητροπόλεων καί επισκοπών τοΰ Οικουμενικού Θρόνου, ήδη άπό τίς άρχές τοΰ Γ αιώνα, τίς λεγάμενες Notitiae Episcopatuum, με τόν καθιερωμένο λατινικό όρο.
Γιά τήν ακριβή θέση της μεσαιωνικής πολίχνης τών Σταγών διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις κατά τό παρελθόν. Όπως όμως άποδεικνύουν άρχαιολογικά ευρήματα, επιγραφές κυρίως καί άλλα λείψανα, καί όπως έχει γίνει γενικότερα δεκτό άπό τούς ειδικούς, οί Σταγοί άποτελοΰν τή συνέχεια στην ίδια θέση, κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, τής γνωστής άρχαίας πόλεως τής Έστιαιώτιδος τής Θεσσαλίας, τού Αιγινίου, τό όποιο ό Στράβων (c. 64 π.Χ. - 19 μ.Χ.), στό γνωστό έργο του, τά Γεωγραφικά (Σ', 9) άποκαλεΐ πόλη τών Τυμφαίων, «όμορον Αιθικία καί Τρίκκη».
Τό Αίγίνιο, λόγω τής ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας τής θέσεώς του, στό πέρασμα πρός τά στενά πού ένώνουν τή Θεσσαλία μέ τήν Ήπειρο καί τή Μακεδονία, θεωρούνταν πόλη μέ ξεχωριστή σπουδαιότητα γιά τήν περιοχή, κατά τους αρχαίους χρόνους. Μετά τή μάχη της Πύδνας, τό 168 π.Χ. (22 Ίουν.), πού σήμανε τήν κατάλυση τοΰ Μακεδονικού Κράτους καί τήν υποταγή τής Ελληνικής Μακεδονίας στους Ρωμαίους, τό Αίγίνιο άρνήθηκε περήφανα υποταγή στον Ρωμαίο ύπατο Παΰλο Αιμίλιο, τοΰ οποίου όμως oi σιδερόφραχτες λεγεώνες κατέλαβαν τελικά διά τής βίας τή μικρή αυτή πόλη καί τή λεηλάτησαν.
Τή ζωή του άρχαίου Αίγινίου συνεχίζει κατά τή βυζαντινή περίοδο ή μεσαιωνική κωμόπολη των Σταγών. Άγνωστο είναι, πότε άκριβώς τό Αίγίνιο μετονομάστηκε σε Σταγούς. 'Οπωσδήποτε όμως πριν άπό τόν Θ' αιώνα.
Δέν έχει επίσης λυθεί Οριστικά τό ζήτημα τής πραγματικής έτυμολογίας τοΰ ονόματος Σταγοί, παρά τίς προσπάθειες καί τίς διάφορες άπόψεις πού διατυπώθηκαν, ηδη άπό τόν περασμένο αίώνα άπό πολλούς έρευνητές καί περιηγητές σχετικά μέ τήν προέλευση τής ονομασίας αυτής.
Έτσι, ό γνωστός πολυγραφότατος Γάλλος λόγιος καί άρχαιόφιλος Fr. Pouqueville. ό όποιος έμεινε γιά μιά ολόκληρη δεκαετία (1805-1815). ώς πρόξενος τής Γαλλίας, στά Γιάννενα τής εποχής τοΰ Άλή Πασά καί συνέδεσε τό όνομά του μέ τήν Ελλάδα καί τήν πολιτιστική της κληρονομιά, στό περίφημο περιηγητικό σύγγραμμά του ετυμολογεί τούς Σταγούς άπό τή συνεκφορά τής αιτιατικής πληθυντικού τοΰ επιθέτου άγιος μέ τήν πρόθεση είς : είς τούς αγίους, στούς αγίους, στ’ άγιούς· καί άπό τήν αιτιατική αύτή θεωρεί προερχόμενη τήν ονομαστική οί Σταγοί.
Προσπαθεί δέ νά δικαιολογήσει τήν άποψή του αύτή υποστηρίζοντας ότι στά κοιλώματα καί στις σπηλιές τών μετεωρίτικων βράχων έγκαταβιοϋσαν άσκητές καί άναχωρητές όσιοι, τούς όποιους ό λαός τής περιοχής θεωρούσε καί κατονόμαζε αγίους.
Όμως, άνεξάρτητα άπό τήν ορθότητα ή μή τοΰ προτεινόμενου γραμματικού σχηματισμού, υπέρ τής άπόψεως αυτής δέν συνηγορεί τό γεγονός ότι ή ονομασία Σταγοί πρέπει νά άναχθεϊ σε χρόνους παλαιότερους καί άπό τόν Θ' αιώνα, Οπότε γιά τήν πρώιμη αυτή έποχή δέν υπάρχουν μαρτυρίες ούτε καί ενδείξεις ότι υπήρχε καν άσκητικός βίος στους λίθους τών Μετεώρων. Άς σημειωθεί έδώ ότι τή γνώμη τοϋ Pouqueville συζητεΐ, χωρίς καί νά τήν άπορρίπτει ή νά τήν αποδέχεται ρητά, ό σοφός  
βυζαντινολόγος-νεοελληνιστής καί ειδικός μελετητής τής Ιστορίας τής μοναχοπολιτείας τών Σταγών Νίκος Βέης (t 1958).
Ό έλληνομαθής καί φιλίστορας Ρώσος άρχιμανδρίτης Πορφύριος Uspenskij, μετέπειτα επίσκοπος (|19 Απριλίου 1885), πού τόν Απρίλιο τοϋ 1859 περιηγήθηκε τίς μετεωρικές μονές καί τή γύρω περιοχή καί πολλά μελέτησε μέ έμβρίθειτια καί άντέγραψε έπί τόπου, άλλά καί πολλά, χωρίς θρησκευτική συνείδηση καί σεβασμό, άπέσπασε καί συναπεκόμισε φεύγοντας γιά τήν πατρίδα του (σπαράγματα κωδίκων καί κώδικες ολόκληρους)7, επιχειρώντας κι αυτός νά έξηγήσει τήν προέλευση τοϋ ονόματος Σταγοί, συσχετίζει καί συνδέει τή λέξη, χωρίς όμως καί νά δικαιολογεί περαιτέρω τή γνώμη του, μέ τίς ομόηχες λέξεις στάζω, σταγών, στάγμα.
Ό βυζαντινολόγος καθηγητής Ιωάννης Βογιατζίδης θεωρεί τήν ονομασία προερχόμενη άπό τή λέξη σταγός, ή όποια χρησιμοποιεΐται στήν Εύβοια καί σημαίνει θημωνιά σταριοϋ  ή μέρος τοϋ άλωνιοϋ όπου τοποθετείται ή θημωνιά. Κατά την  άποψη λοιπόν αύτή oi Σταγοί έχουν τήν ετυμολογική αφετηρία τους στίς λέξεις σταγός-σιταγωγός. Όμως οί Σταγοί δέν είναι ή μόνη σιτοπαραγωγός περιοχή τής Θεσσαλίας, αλλά ούτε καί ή σύνδεση μέ τό λεκτικό ιδίωμα τής Εύβοιας είναι ευεξήγητη.
Τέλος, ό Θεσσαλός καί Ακάματος θεσσαλογράφος άρχαιολόγος-ίστορικός Νικόλαος Γιαννόπουλος (1866 - 28 Νο- εμ. 1945) Απορρίπτει όλες τίς προαναφερθεϊσες έρμηνεΐες καί θεωρίες καί Αντιπροτείνει ότι ή ονομασία Σταγοί οφείλει τήν Αρχή της στή σλαβική λέξη στάγια πού σημαίνει δωμάτια ή κοιλώματα βράχων καί σπηλαίων. Έτσι, κατά τή γνώμη του, οί Σλάβοι πού έπέδραμαν στήν περιοχή κατά τόν ΣΤ / Ζ' αιώνα, εντυπωσιασμένοι άπό τά κοιλώματα των μετεωρίτικων βράχων, μετονόμασαν  
τό άρχαϊο Αιγίνιο σέ Στάγια καί οί Βυζαντινοί, μέ τή σειρά τους, τό εξελλήνισαν σέ Σταγούς. 'Όμως δέν έχουμε ούτε τέτοιας έκτασης ούτε μόνιμες σλαβικές εποικίσεις καί εγκαταστάσεις εδώ, ώστε νά δικαιολογείται καί νά στηρίζεται ώς συνέπεια μιά τέτοια μετονομασία.
Γενικά, καμιά άπό τίς προταθεΐσες ερμηνείες, όσο κι αν φαίνονται ελκυστικές η εύλογοφανεΐς, δέν κρίνεται ικανοποιητική καί πειστική, κατά τή γνώμη μας, καί έξακολουθεΐ έτσι νά παραμένει Αβέβαιη καί Αδιευκρίνιστη ή πραγματική ετυμολογία τής ονομασίας τής Ιστορικής πόλης καί έπισκοπής των Σταγών.
Πιθανότερη θεωρώ τήν ετυμολογία πού μοϋ πρότεινε (’Άθως, 12-12-1998) ό Αγαπητός φίλος, λόγιος Ιερομόναχος, π. Αθανάσιος Άγγελάκης ό Σιμωνοπετρίτης, δόκιμος καί καταξιωμένος Ύμνογράφοςτής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, δυτικοθεσσαλός τήν καταγωγή. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν άποψή του. όταν άκόμη σωζόταν καί χρησιμοποιούνταν ή παλαιά ονομασία τής πόλεως Αιγίνιον, oi κάτοικοι τής περιοχής, θέλοντας νά δηλώσουν πού σκοπεύουν νά κατευθυνθούν, στήν προκειμένη περίπτωση «εις τό Αιγίνιον», καί χρησιμοποιώντας τήν επιτόπια θεσσαλική προφορά, συγκόπτοντας τά τελικά φωνήεντα, θά έλεγαν «στ’ Άγίν’», έξ ού οί «Σταγοί», μέ τή συνεκφορά άρθρου καί ουσιαστικού. Ή προτεινόμενη ετυμολογία έχει τό πλεονέκτημα ότι συντηρεί τήν ιστορική συνέχεια της άρχικής ονομασίας της πόλεως: Αίγίνιον <στ Άγίν’ Σταγοί.
Τό όνομα Σταγοί διατηρήθηκε πάντως καί χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα διά μέσου των αιώνων καί μέχρι σήμερα ώς ή επίσημη ονομασία τής έπισκοπής-Μητροπόλεως τώρα-, ενώ η πόλη, ήδη άπό τούς τελευταίους βυζαντινούς χρόνους είχε μετονομασθεΐ σέ Καλαμπάκα. Σέ έπίσημο τουρκικό άπογραφικό κατάστιχο των έτών 1454/55 ή πολίχνη των Σταγών (Istagos») άναφέρεται παράλληλα καί έπεξηγεΐται ώς ή «φημησμένη Qualabaqqaya, ονομασία πού στά τουρκικά σημαίνει ό βράχος μέ τίς κουκούλες των μοναχών.
Φαίνεται λοιπόν ότι ή ονομασία Καλαμπάκα χρησιμοποιήθηκε ήδη άπό τήν έποχή τού σουλτάνου Βαγιαζίτ Α' (1389 – 1402) . μετά τήν τουρκική κατάκτηση τής Θεσσαλίας (1393/94). Επομένως δέν είναι σωστή ή άποψη πού διατυπώθηκε παλαιόττέρα καί έπικρατοϋσε ώς σήμερα ότι ή βυζαντινή πόλη των Σταγών μετονομάστηκε σέ Καλαμπάκα στούς τελευταίους αιώνες τής Τουρκοκρατίας, ίσως στό ΙΗ', άπό τίς τούρκικες πάλι λέξεις Καλέ-μπάκ, πού σημαίνουν …φρούριο θεατό.
Ή παλαιότερη άσφαλής μνεία τής έπισκοπής, άρα καί της πόλεως των Σταγών, άπαντά στήν «Διατύπωσιν» τών έπισκόπών καί μητροπόλεων τού βυζαντινού αύτοκράτορα Λέοντα τού Σοφού (886-912), πού συντάχτηκε μεταξύ τών 901 καί 907, έπί τού οικουμενικού πατριάρχη Νικολάου Α' τοΰ Μυστικοΰ (α΄ 901, Μαρτ. 1 -907, Φεβρ. β' 912, Μαίου 15 -925 Μαΐου 15).
Έκτοτε σταθερά καί άνελλιπώς άναγράφεται ή επισκοπή Σταγών σε όλες τίς τάξεις πρωτοκαθεδρίας των μητροπόλεων τοΰ οικουμενικού θρόνου (Notitiae Episcopatuum), ώς υποκείμενη, δέκατη, κατά τό πλεΐστον, στή σειρά, στόν «Μητροπολίτην Λαρίσης, ύττέρτιμον καί έξαρχον Δευτέρας Θετταλίας καί πάσης Ελλάδος», όπως ήταν τότε ό τίτλος του.

 

Για την Επισκοπή Σταγων, κατά ευτυχή συγκυρία, μάς έχουν σωθεί ώς σήμερα παλαιά επίσημα έγγραφα, της μεσοβυζαντινής καί υστεροβυζαντινής εποχής, πού κατοχυρώνουν τά δίκαιά της, άνανεώνουν την ίσχΰ παλαιότερων αύτοκρατορικών χρυσοβούλλων, άποφάσεων καί καταγραφών καί καθορίζουν μέ άκρίβεια καί κάθε λεπτομέρεια τά όριά της κατά τούς χρόνους έκείνους, τα όποια άρχιζαν έξω άπό τά Τρίκαλα καί εκτείνονταν ώς την ήπειροθεσσαλική κορυφογραμμή τής Πίνδου. Στά ίστορικά αύτά ντοκουμέντα καταγράφονται συστηματικά καί διεξοδικά τά χωριά τής περιοχής πού άνήκουν στήν έπισκοπή Σταγων, τά κτήματά της καί άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα μονύδρια καί οι έκκλησιές πού υπάγονται σ’ αύτήν, ήδη κατά τήν πρώιμη εκείνη εποχή, άκόμη καί οί άνθρωποί της που τήν ύπηρετοϋν καί τής άνήκουν, κατά τρόπο φεουδαρχικο θά έλεγε κανείς, «κληρικοπάροικοι», «πάροικοι» καί «προσκαθήμενοι», οί όποιοι άναφέρονται ονομαστικά καί μέ τά εκκλησιαστικά τους, ώς επί τό πλεϊστον, όφφίκια (κληρικός,ιερεύς, πρωτοπαπάς, διάκονος, άρχιδιάκονος, άναγνώστης, σκευοφύλαξ, πρωτέκδικος, δομέστικος, ίερομνήμων, δευτερευων, χαρτοφύλαξ, πρωτοψάλτης, οικονόμος, δεποτάτος, λαοσυνάκτης, νομικός).

Θά πρέπει νά τονισθεΐ εδώ ότι οί Σταγοί αποτελούν μοναδική ένδεχομένως περίπτωση επισκοπής, γιά τήν όποια  έχουν διασωθεί τόσα καί τόσο παλαιά έπίσημα κείμενα (Αυτοκρατορικά καί πατριαρχικά), άναφερόμενα άπ’ ευθείας καί άμεσα στήν υπόσταση καί τά δίκαιά της. Τό γεγονός δεικνύει τή σπουδαιότητα ϊσως τής έπισκοπής, συνάμα όμως καί τόν δραστήριο ρόλο καί τήν προσωπική άξια καί δυναμικότητα των ιεραρχών πού τήν έποίμαιναν θεοφιλώς και οί όποιοι, μέ τό κύρος τους έπιζητοΰσαν καί πετύχαιναν την έκδοση τέτοιων αύτοκρατορικών καί πατριαρχικών πράξεων

 

Τά έγγραφα αυτά άποτελοϋν πολύτιμες πηγές γιά τήν πρώιμη καί γενικότερη επισκοπική Ιστορία των Σταγών, καθώς καί γιά τά εκκλησιαστικά άξιώματα καί θεσμούς της εποχής καί τόν κυριαρχικό καί άποφασιστικό ρόλο τής Εκκλησίας.

1. Τό πρώτο έγγραφο είναι ένα διεξοδικότατο πρακτικό («διάγνωσις») άναγραφής των ορίων, τών κτημάτων καί δικαιωμάτων γενικότερα τής έπισκοπής Σταγών, πού, κατ’ άπαίτηση τού τότε επισκόπου της, συντάχτηκε καί έκδόθηκε τόν Απρίλιο τού έτους 1163 άπό τούς άναγραφεΐς ’Ιωάννη Άθανασόπουλο καί Θεόδωρο τόν Π (ή συμπλήρωση τού έπωνύμου αύτοΰ δέν μπορεί νά γίνει μέ άσφάλεια), κατ’ έντολή τού αύτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνοϋ (1143-1180).'Ένα τμήμα τού εγγράφου αύτοΰ, τοϋ όποιου τό συνολικό μήκος έφτανε τά 3 περίπου μέτρα, βρίσκεται σήμερα στήν Εθνική Βιβλιοθήκη τοΰ Παρισιού (περί τά τέλη τού περασμένου αιώνα πρέπει νά άφαιρέθηκε άπό τή Μονή Βαρλαάμ τών Μετεώρων όπου φυλασσόταν). Τό υπόλοιπο καί μεγαλύτερο τμήμα φυλάσσεται, σέ κακή όμως κατάσταση, μέ πολλές φθορές άπό τό χρόνο καί τήν υγρασία, στό αρχείο τής Μονής Βαρλαάμ.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στό εν λόγω πρακτικό τοϋ 1163 μνημονεύονται διάφορα παλαιγενη γράμματα, αύτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ορισμοί καί προστάγματα, καθώς καί προγενέστερα πρακτικά, πού είχαν έκδοθεΐ υπέρ τής έπισκοπής Σταγών ή σχετίζονταν καθ’ όποιονδήποτε τρόπο μέ τήν έπιχειρούμενη άναψηλάφηση καί νέα αναγραφή καί κατοχύρωση τών ορίων, κτημάτων καί δικαιωμάτων της.

 

Άναφέρονται έτσι τά έξής προγενέστερα σχετικά έγγραφα τά όποια καί επικαλούνται οί άναγραφεΐς κατά τή σύνταξη του πρακτικού τους.

α. Ο λεγόμενος <<κοινός χρυσόβουλλος λόγος>> του Μανουήλ Α' Κομνηνού που απολύθηκκε τον Φεβρουάριοριο του 1148. Πρόκειται γιά τό χρυσόβουλλο τό γνωστό καί ύπό τό όνομα «ιατήρ», πού άπάλλασσε τις κτήσεις όλων των έπισκοπών καί έκκλησιών άπό τίς φορολογικές άπαιτήσεις τοϋ κράτους, ύπό τόν όρο όμως ότι oi εκκλησιαστικές αρχές θά διέθεταν καί θά έπιδείκνυαν, σέ κάθε ζήτηση, έπίσημους καί έγκυρους τίτλους των Ιδιοκτησιών τους.

β. «Θειον καί βασιλικόν προσκυνητόν πρόσταγμα» τοΰ ίδιου αύτοκράτορα Μανουήλ A' «πρόw σύστασιν πάντων τών διαφερόντων πάσες ταΐς τοϋ Θεοϋ άγιωτάταις έκκλησίαις καί προς χειραγωγίαν καί καθόλου ελευθερίαν τών έν αύταις άρχιερέων».

γ. «Έπικυρωτικά προστάγματα» (μετά τό 1148), πάλι του Μανουήλ Α'.

Τά πιό πάνω αύτοκρατορικά έγγραφα δέν άφοροΰσαν βεβαια είδικά τήν έπισκοπή Σταγών, άλλά άναφέρονταν, οπως δηλώνει τό περιεχόμενό τους, σέ γενικότερα ζητήματα .. θέματα όλων τών έπισκοπών τής Αυτοκρατορίας.

Αντίθετα, τά παρακάτω έγγραφα, πού μνημονεύονται π γης στήν «διάγνωσιν» (πρακτικό άναγραφής) τοΰ 1163,

αφοροϋσαν άποκλειστικά καί μόνο τήν έπισκοπή Σταγών, της οποίας επιβεβαίωναν καί κατοχύρωναν τά δίκαια καί τίς κτήσεις. Κανένα άπό τά έγγραφα αυτά, πού παρουσιάζουν ιδιαίτερο ένδιαφέρον καί σπουδαιότητα γιά τήν έπισκοπή Σταγών, δέν έχει διασωθεί.

α Χρυσόβουλλο τοΰ αύτοκράτορα Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτη (1078-1081)21.

β. Χρυσόβουλλο τοϋ αύτοκράτορα Αλεξίου Α' Κομνηνοΰ (1081-1118)22.

γ 'Ορισμός (μετά τό 1148) τοΰ Μανουήλ Α' Κομνηνοΰ, πού άφοροΰσε τήν «έξκουσεία», δηλαδή τή φορολογική απαλλαγή, των 36 κληρικοπαροίκων τής έπισκοπής Σταγών.

δ. Πρακτικό τοϋ «μεγαλοδοξοτάτου χαρτουλαρίον» Βασιλείου Τζιντζιλούκη, άναγραφέως τοϋ θέματος Σερβίων Με τό πρακτικό αύτό, πού κατοχύρωνε τά όρια καί τά δίκαια τής επισκοπής Σταγών, παραχωροϋνταν στήν επισκοπή 36 κληρικοπάροικοι καί γή χιλίων μοδίων στό χωριό Κοβέλτζι (=Θεόπετρα) τής Καλαμπάκας. Ή σύνταξη τού πρακτικού πρέπει νά έγινε μεταξύ των ετών 1148 καί 1163

Είναι λοιπόν προφανής ή μεγάλη σημασία τού σπουδαίου αύτοϋ Ιστορικού ντοκουμέντου, τού άπογραφικοΰ πρακτικού τού 1163, γιά τήν έπισκοπική ιστορία των Σταγών, άλλά καί γιά τή γενικότερη ιστορία των θεσμών τής Εκκλησίας καί τής θέσεώς της στό Βυζαντινό Κράτος κατά τόν ΙΒ' αιώνα.

Τόν Μάρτιο τού 1336 ό αύτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' ό Παλαιολόγος (1328 - 15 Ίουν. 1341), μέ χρυσόβουλλό του, άνανεώνει τήν ισχύ καί τό κύρος τών παλαιοτέρων χρυσοβούλλων, τών σχετικών μέ τά προνόμια καί τά δίκαια τής επισκοπής Σταγών. Τό ίδιο επαναλαμβάνει άργότερα, τόν Μάρτιο τού 1393, μέ σιγίλλιό του, καί ό οικουμενικός πατριάρχης Αντώνιος Δ' (α' 1389,Ίαν. 12- 1390, Αύγουστος- β' 1390, Μάρτιος - 1397, Μάιος).
Καί τά δύο αύτά έγγραφα, βασικές καί θεμελιώδεις πηγές γιά τήν ίστοοία τής επισκοπής Σταγών έχουν αντιγραφει προφανώς λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητάς τους, στο βορινό τοίχο του εσωνάρθηκα του ιστορικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, ο οποίος ήταν επί αιώνες ο καθεδρικός ναός της επισκοπής.

Τα δύο  αυτά παλαιγενή έγγραφα, άντιγραμμένα έκεϊ, σέ εμφανές σημείο τοΰ σεβάσμιου ναοϋ, άποτελοΰν τήν αδιαμφισβήτητη μαρτυρία τοΰ παρελθόντος καί της Ιστορίας καί διατρανώνουν καί κατοχυρώνουν τά άπαράγραπτα δίκαια καί προνόμια της Ιστορικής επισκοπής διά μέσου των άτελεύτητων αιώνων.

Ή αντιγραφή τοΰ αύτοκρατορικοϋ χρυσοβούλλου, καθώς καί τοΰ πατριαρχικού σιγιλλίου στόν τοίχο τής λιτής τοΰ ναοϋ τής Παναγίας τής Καλαμπάκας έγινε άσφαλώς στό 3 μισό τοΰ ΙΣΤ' αιώνα, τότε πού πραγματοποιήθηκαν oi με άλες άνακαινίσεις καί μετασκευές τοΰ κτιρίου τής έκκλησίας. με τήν ολοκλήρωση τής τοιχογράφησής της τό 1573 άπό τό μοναχό Νεόφυτο καί τό συνεργείο του τό γιό τοΰ μεγάλου Κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη Μπαθά.

Τοΰ χρυσοβούλλου τοΰ Ανδρονίκου δεν σώζεται τό πρωτότυπο, ένώ τοΰ πατριαρχικού σιγιλλίου έχομε τό πρωτότυπο στό άρχεϊο τής Μονής Βαρλαάμ, σέ περγαμηνή, πολύ κατεστραμμένη όμως καί συρρικνωμένη άπό τό χρόνο, σέ σημείο πού ή άνάγνωση τοΰ κειμένου καθίσταται δύσκολη καί προβληματική.

Ή μεταφορά καί διάσωση των ιστορικών εγγράφων (πρακτικό τοΰ 1163, σιγίλλιο τοΰ 1393) τής έπισκοπής Σταγών στή μετεωρική Μονή Βαρλαάμ δέν είναι τυχαία. ’Οφείλεται . ασφαλώς στό λόγιο καί φιλίστορα επίσκοπο Σταγών (Μάρτ. 1751 26 Μαρτ. 1784) Παρθένιο ό όποιος υπήρξε άδελφός τής Μονής, άλλά καί μέγας δωρητής καί άνακαινιστής της. Ό Παρθένιος δώρισε στή Μονή τήν πολύτιμη βιβλιοθήκη καί τ άρχεϊο του, μέ παλαιά έντυπα καί χειρόγραφα, ορισμένα των οποίων φέρουν καί ιδιόγραφα κτητορικά του σημειώματα

 

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............

 

 

 

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ