IMVarlaam

15ἐ­πι­βλη­τι­κός της βρά­χος, πο­λύ κον­τά καί ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό βρά­χο τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἀλ­λά ἀρ­κε­τά μι­κρό­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τόν σέ ἔ­κτα­ση στό πλά­τω­μά του, κα­τοι­κή­θη­κε, κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση, τό ΙΔ΄ αἰ­ώ­να γιά πρώ­τη φο­ρά, πρίν ἐ­ξα­κό­σια χρό­νια, ἀ­πό τό σύγ­χρο­νο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη ἀ­σκη­τή-ἀ­να­χω­ρη­τή Βαρ­λα­άμ, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο πῆ­ρε καί τήν ὀ­νο­μα­σί­α του τό μο­να­στή­ρι.

Τό με­γα­λό­πρε­πο ση­με­ρι­νό κα­θο­λι­κό, πού τι­μᾶ­ται στή μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των, ἔ­κτι­σαν στά 1541/42, ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν οἱ σχε­τι­κές ἐ­πι­γρα­φές καί ἄλ­λες ἀρ­χεια­κές πη­γές, οἱ Γι­αν­νι­ῶ­τες ἀ­δελ­φοί ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Θε­ο­φά­νης (+ 17 Μα­ΐ­ου 1544) καί Νε­κτά­ριος (+ 7 Ἀ­πρ. 1550) οἱ Ἀ­ψα­ρά­δες. Φαί­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό κτί­σι­μο τοῦ κα­θο­λι­κοῦ εἶ­χε χον­δρι­κά μό­νο τε­λει­ώ­σει κα­τά τό 1541/42, ἐ­νῶ οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες τῶν οἰ­κο­δο­μι­κῶν καί ἄλ­λων ἐρ­γα­σι­ῶν τοῦ να­οῦ καί τοῦ νάρ­θη­κα συ­νε­χί­στη­καν μέ­χρι τό Μά­ϊ­ο τοῦ 1544, ὅ­πως συμ­πε­ραί­νει κα­νείς ἀ­πό τό ὑ­πό­μνη­μα τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Κασ­σια­νοῦ, προ­η­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Σί­μω­νος Πέ­τρας, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θά­να­το τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Θε­ο­φά­νη. Σύμ­φω­να μέ τό κεί­με­νο αὐ­τό, ὁ Θε­ο­φά­νης, κα­τα­πο­νη­μέ­νος ἀ­πό βα­ριά δε­κά­μη­νη ἀ­σθέ­νεια, πέ­θα­νε στίς 17 Μα­ΐ­ου τοῦ 1544, ἡ­μέ­ρα Σάβ­βα­το (ξη­με­ρώ­νον­τας Κυ­ρια­κή τοῦ Τυ­φλοῦ).

Τίς τε­λευ­ταῖ­ες του λοι­πόν στιγ­μές, λί­γο πρίν πε­θά­νει, συγ­κέν­τρω­σε ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις, βγῆ­κε ἀ­πό τό κελ­λί του καί στη­ρι­ζό­με­νος στή βα­κτη­ρί­α του ἔ­φθα­σε μέ λα­χτά­ρα μέ­χρι τό να­ό, πού μό­λις τό­τε εἶ­χε τε­λει­ώ­σει. Μπῆ­κε μέ­σα καί ἔκ­θαμ­βος ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά καί τή λάμ­ψη του δο­ξο­λό­γη­σε καί εὐ­χα­ρί­στη­σε τό Θε­ό καί τούς Ἁ­γί­ου Πάν­τας, στή μνή­μη τῶν ὁ­ποί­ων καί τόν ἀ­φι­έ­ρω­σε. Στή συ­νέ­χεια εὐ­λό­γη­σε ὅ­λο τό πα­ρευ­ρι­σκό­με­νο ἐ­κεῖ τε­χνι­κό συ­νερ­γεῖ­ο ἀ­δελ­φῶν τῆς μο­νῆς –λα­τό­μους, οἰ­κο­δό­μους, κτί­στες καί λε­πτουρ­γούς (ξυ­λο­γλύ­πτες)-, πού ἐρ­γά­στη­καν γιά τήν ἀ­πο­πε­ρά­τω­ση καί τόν καλ­λω­πι­σμό τοῦ να­οῦ, καί βα­θιά ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος καί συγ­κι­νη­μέ­νος ἐ­πέ­στρε­ψε στό κελ­λί του, ὅ­που ἤ­ρε­μα καί γα­λή­νια πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του στα χέ­ρια τοῦ Πλά­στη του:

«Ἐ­πί ἔ­τους ζνβ΄ [7052-5508=1544], κα­τά τόν μῆ­να Μά­ϊ­ον, τῇ αὐ­τοῦ ιζ΄, Σαβ­βά­του λα­χού­σης τῆς ἡ­μέ­ρας, ὥ­ρᾳ δέ ἐ­νά­τῃ, ἐ­τε­λει­ώ­θη ὁ πάν­σε­πτος καί πε­ρι­καλ­λής να­ός σύν τῷ νάρ­θη­κι, ἐ­πά­νω τῆς ἱ­ε­ρᾶς πέ­τρας τοῦ Βαρ­λα­άμ, διά συν­δρο­μῆς, κό­πων τε καί ἐ­ξό­δων τῶν πα­νο­σι­ω­τά­των καί αἰ­δε­σι­μω­τά­των πα­τέ­ρων, τῶν καί αὐ­τα­δέλ­φων κυ­ροῦ Νε­κτα­ρί­ου καί κυ­ροῦ Θε­ο­φά­νους, τῶν μα­κα­ρί­ων ἀν­δρῶν. Ἐν τῷ­δε τῷ και­ρῷ ἠ­σθέ­νη­σεν ὡ­σεί μῆ­νας δέ­κα ὁ μα­κά­ριος Θε­ο­φά­νης καί το­σού­τῳ δα­μα­σθείς ὑ­πό τῆς πολ­λῆς ἀ­σθε­νεί­ας, ὅ­τι σχε­δόν ἐγ­γί­σας ἕ­ως τῶν πυ­λῶν τοῦ θα­νά­του˙ ἀ­πό δέ τοῦ πό­θου, οὖ­περ εἶ­χεν πρός τόν να­όν, ἐ­γερ­θείς προ­θύ­μως καί πε­ρι­χα­ρής, οἷ­α καί ἦν ἀ­σθε­νής στη­ρι­ζό­με­νος ὑ­πό τῆς ῥά­βδου αὐ­τοῦ, ἔν­δον εἰ­σελ­θών καί ἰ­δών τήν τε­λεί­ω­σιν τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ καί ὑ­ψώ­σας τάς χεῖ­ρας εἰς τόν οὐ­ρα­νόν καί τό ‘δό­ξα σοι ὁ Θε­ό­ς’ ἐ­πει­ών, τούς δέ Ἁ­γί­ους Πάν­τας εὐ­χα­ρι­στή­σας ἐκ πό­θου –οὕ­τω γάρ τῷ να­ῷ τῷ κοι­νῷ οὗ­τος προ­ση­γο­ρεύ­σα­το-, ὁ­μοί­ως οὗν εὐ­χό­με­νος καί εὐ­λο­γῶν καί πάν­τας τούς ἀ­δελ­φούς, λα­τό­μους καί οἰ­κο­δό­μους, κτί­στας τε καί τούς λε­πτουρ­γούς, ἐ­πί­σης ἐ­δε­ξι­ώ­σα­το καί υ­πε­ρηυ­χή­σα­το ἡ ἡ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή. Εἶ­τα πά­λιν ἐ­στρά­φη τοῖς ἰ­δί­οις πο­σί πο­ρευ­ό­με­νος ἐν τῷ κελ­λί­ῳ αὐ­τοῦ καί, σχη­μα­τι­σά­με­νος ἑ­αυ­τόν τῷ τύ­πῳ τοῦ ζω­ο­ποι­οῦ σταυ­ροῦ, κα­τέ­θε­το τό ἱ­ε­ρόν σκῆ­νος ἐ­πί τήν στρω­μνήν αὐ­τοῦ, ὁ­ρῶν πρός ἀ­να­το­λάς…» (κώδ. 180 καί 275 Μ. Βαρ­λα­άμ).

Τό κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ εἶ­ναι ἕ­να τυ­πι­κό κομ­ψό κα­θο­λι­κό ἁ­γι­ο­ρει­τι­κοῦ τύ­που, μέ δι­κι­ό­νιο σταυ­ρο­ει­δή ἐγ­γε­γραμ­μέ­νο τόν κυ­ρί­ως να­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά φέ­ρει τίς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές ἀ­θω­νι­κές κόγ­χες, δη­λα­δή τούς χο­ρούς. Τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ προ­η­γεῖ­ται εὐ­ρύ­χω­ρος ἐ­σω­νάρ­θη­κας (λι­τή) μέ ὡ­ραῖ­ο τροῦλ­λο στό κέν­τρο του, ἀ­νά­λο­γο μέ ἐ­κεῖ­νο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, στη­ρι­ζό­με­νο σέ τέσ­σε­ρις πεσ­σούς.

Ὁ κυ­ρί­ως να­ός, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ ἐ­πι­γρα­φή του (στό νό­τιο τοῖ­χο), τοι­χο­γρα­φή­θη­κε τό 1548. Δέν ἀ­να­γρά­φε­ται τό ὄ­νο­μα τοῦ ζω­γρά­φου, ὅ­μως ἡ τε­χνι­κή, τό χρῶ­μα, οἱ κι­νή­σεις καί ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν μορ­φῶν καί τῶν σκη­νῶν, καί γε­νι­κό­τε­ρα τά τε­χνο­τρο­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν αὐ­τῶν, πού εἶ­ναι ἴ­δια μέ ἐ­κεῖ­να τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου στή Μο­νή τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας (στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος), τό ὁ­ποῖ­ο ἁ­γι­ο­γρά­φη­σε (σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή του) στά 1560 ὁ Θη­βαῖ­ος ζω­γρά­φος Φράγ­κος Κα­τε­λά­νος, ἀ­πο­δί­δουν μέ βε­βαι­ό­τη­τα τήν ἁ­γι­ο­γρά­φη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ στόν ἴ­διο δι­ά­ση­μο καλ­λι­τέ­χνη. Στό Φράγ­κο Κα­τε­λά­νο ἀ­πο­δί­δε­ται ἐ­πί­σης, μέ βά­ση τε­χνο­τρο­πι­κά πά­λι κρι­τή­ρια, καί ἡ ἱ­στό­ρη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς τοῦ Ὁ­σί­ου Νι­κά­νο­ρα στή Ζά­βορ­δα τῶν Γρε­βε­νῶν.

Στόν τροῦλ­λο ἐ­πά­νω εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ­ται ὁ Παν­το­κρά­το­ρας ὡς Δί­και­ος Κρι­τής, στό τύμ­πα­νο ἡ τι­μη­τι­κή χο­ρεί­α τῶν προ­φη­τῶν καί ἀγ­γέ­λων, στά σφαι­ρι­κά τρί­γω­να οἱ τέσ­σε­ρις εὐ­αγ­γε­λι­στές, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ὁ Λου­κᾶς πα­ρι­στά­νε­ται νά «ἱ­στο­ρεῖ» τήν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου. Στίς δύ­ο πλευ­ρι­κές κόγ­χες, τούς χο­ρούς, τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί ἅ­γιοι, ἐ­νῶ οἱ ψη­λό­τε­ρες ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν τοί­χων εἶ­ναι κα­τά­γρα­φες μέ πο­λυ­πρό­σω­πες συν­θέ­σεις, παρ­μέ­νες ἀ­πό τή ζω­ή καί τό πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί ἀ­πό τό πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί ἀ­πό τό ἑ­ορ­το­λό­γιο γε­νι­κό­τε­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο, πά­νω ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο, ἡ κα­θι­ε­ρω­μέ­νη πα­ρά­στα­ση τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου˙ στό κέν­τρο δε­σπό­ζουν τό ἄ­ψυ­χο σῶ­μα τῆς Πα­να­γί­ας πά­νω στή νε­κρι­κή κλί­νη καί ὁ Χρι­στός πού κρα­τά­ει τρυ­φε­ρά τήν ἀ­μό­λυν­τη ψυ­χή τῆς πά­να­γνης μη­τέ­ρας του˙ ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά ἄγ­γε­λοι, οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί ἱ­ε­ράρ­χες. Θαυ­μά­σια ἡ ἀ­πό­δο­ση καί με­μο­νω­μέ­νων μορ­φῶν ἁ­γί­ων, ὅ­πως τῶν γλυ­κύ­φθογ­γων με­λω­δῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Ἰ­ω­άν­νη Δα­μα­σκη­νοῦ καί Κο­σμᾶ τοῦ Μα­ϊ­ου­μᾶ.

Στούς ἀ­να­το­λι­κούς πεσ­σούς, στά πλά­για τοῦ τέμ­πλου, εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι ἀ­ρι­στε­ρά ἡ Πα­να­γί­α καί δε­ξιά ὁ Χρι­στός, πού μέ τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί πλού­σια δι­α­κο­σμη­μέ­να φω­το­στέ­φα­νά τους θυ­μί­ζουν ἔν­το­να φο­ρη­τές εἰ­κό­νες, ὅ­πως συμ­βαί­νει καί μέ ἄλ­λες με­μο­νω­μέ­νες μορ­φές ἁ­γί­ων καί ἀρ­χαγ­γέ­λων (Ἰ­ω. Προ­δρό­μου, Ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ήλ κ.ἄ.). Στούς δυ­τι­κούς πεσ­σούς ἱ­στο­ροῦν­ται οἱ κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς μέ τή μο­να­χι­κή τους πε­ρι­βο­λή, γε­μά­τοι εὐ­λά­βεια καί τα­πεί­νω­ση, ἀ­ρι­στε­ρά κά­τω ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α ὁ Θε­ο­φά­νης, κρα­τών­τας, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται, καί προ­σφέ­ρον­τας πε­ρί­τε­χνο ὁ­μοί­ω­μα τοῦ κτί­σμα­τός τους, καί δε­ξιά κά­τω ἀ­πό τό Χρι­στό ὁ Νε­κτά­ριος.

Στήν κόγ­χη τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἐν­τυ­πω­σιά­ζει ἡ ἐ­πι­βλη­τι­κή πα­ρά­στα­ση τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας τῶν Οὐ­ρα­νῶν μέ τή λάμ­ψη τοῦ χρυ­σοῦ καί τῶν ἄλ­λων χρω­μά­των της καί τή γλυ­κύ­τη­τα στήν ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που της. Πιό κά­τω ἡ γε­μά­τη ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια καί μυ­στι­κή κα­τά­νυ­ξη πα­ρά­στα­ση τῶν ἀγ­γέ­λων ὡς λει­τουρ­γῶν τοῦ Ὑ­ψί­στου.

Ἡ λαμ­πρή τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ ἔ­χει ὅ­λα τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς εἰ­κο­νο­γρα­φί­ας τοῦ Φράγ­κου Κα­τε­λά­νου, τήν ἀ­φη­γη­μα­τι­κή λε­πτο­μέ­ρεια καί ἀ­νά­λυ­ση τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των στίς εἰ­κο­νο­γρα­φού­με­νες συν­θέ­σεις ἀ­πό τό ἕ­να μέ­ρος, καί τόν ἔν­το­νο ρε­α­λι­σμό ἀ­πό τό ἄλ­λο, δά­νει­ο ἴ­σως καί ἐ­πί­δρα­ση τῆς ἰ­τα­λι­κῆς τέ­χνης. Ὁ Φράγ­κος Κα­τε­λά­νος δέν μπό­ρε­σε βέ­βαι­α νά ἀ­πο­φύ­γει ἐν­τε­λῶς τήν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ με­γά­λου Κρη­τι­κοῦ ζω­γρά­φου Θε­ο­φά­νη, ἀλ­λά, ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἀ. Ξυγ­γό­που­λος, «τό ἔρ­γον του θά ἠ­δύ­να­το νά χα­ρα­κτη­ρι­σθῇ ὡς μί­α ἀν­τί­δρα­σις εἰς τόν γε­νι­κόν θαυ­μα­σμόν καί τήν, κα­τά τι­να τρό­πον, ὑ­πο­δού­λω­σιν εἰς τήν τέ­χνην τοῦ με­γά­λου Κρη­τός καλ­λι­τέ­χνου.

Δε­κα­ο­χτώ χρό­νια με­τά με­τά τήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, στά 1566, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­πί­ση­μες ἐ­πι­γρα­φι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, τοι­χο­γρά­φη­σαν τό νάρ­θη­κα (λι­τή)˙ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, μέ ἔ­ξο­δα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Βελ­λᾶς Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἀν­τω­νί­ου Ἀ­ψα­ρᾶ, οἱ αὐ­τά­δελ­φοι Θη­βαῖ­οι ἁ­γι­ο­γρά­φοι, ὁ Γε­ώρ­γιος ἱ­ε­ρέ­ας καί σα­κελ­λά­ριος Θη­βῶν καί ὁ Φράγ­κος. Οἱ δύ­ο αὐ­τοί ἀ­δελ­φοί ζω­γρά­φοι, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ουν οἱ κτι­το­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές ἐκ­κλη­σι­ῶν στά χω­ριά τῆς Ἠ­πεί­ρου Κρά­ψη καί Κλη­μα­τιά ἤ Βελ­τσί­τσα, ἔ­φε­ραν τό ἐ­πώ­νυ­μο Κον­τα­ρῆς. Τό να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τῆς Κρά­ψης ἁ­γι­ο­γρά­φη­σαν ἀ­πό κοι­νοῦ οἱ ἀ­δελ­φοί Κον­τα­ρῆ­δες στά 1563, ἐ­νῶ τό να­ό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος τῆς Κλη­μα­τιᾶς μό­νος ὁ Φράγ­κος Κον­τα­ρῆς στά 1568.

Στήν κο­ρυ­φή τοῦ τρούλ­λου τοῦ νάρ­θη­κα κυ­ρια­ρχεῖ ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Παν­το­κρά­το­ρα. Στόν ἀ­να­το­λι­κό τοῖ­χο ἡ πο­λυ­πρό­σω­πη σύν­θε­ση τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας μέ ὅ­λες τίς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές σκη­νές τῆς ἀ­δέ­κα­στης ἐ­κεί­νης Κρί­σης. Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο ἡ ἐν­τυ­πω­σια­κή ἀλ­λη­γο­ρι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ ὅ­σιου ἀ­σκη­τῆ Σι­σώ­η, ὁ ὁ­ποῖ­ο θρη­νεῖ πά­νω ἀ­πό τόν ἀ­νοι­κτό τά­φο μέ τό γυ­μνό σκε­λε­τό τοῦ ἔν­δο­ξου στρα­τη­λά­τη καί κο­σμο­κα­τα­κτη­τῆ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρουμ συμ­βο­λί­ζει τή φι­λο­σο­φί­ας τῆς μα­ται­ό­τη­τας τῶν ἐγ­κο­σμί­ων καί τήν ἀ­δυ­σώ­πη­τη καί ἀ­να­πό­φευ­κτη μοί­ρα τοῦ θα­νά­του γιά κά­θε ἄν­θρω­πο ἀ­νε­ξαί­ρε­τα: «Πάν­τα μα­ται­ό­της τά ἀν­θρώ­πι­να ὅ­σα οὐχ ὑ­πάρ­χει με­τά θά­να­τον˙ οὐ πα­ρα­μέ­νει ὁ πλοῦ­τος, οὐ συ­νο­δεύ­ει ἡ δό­ξα˙ ἐ­πελ­θών γάρ ὁ θά­να­τος, πάν­τα ταῦ­τα ἐ­ξη­φά­νι­σται…».

Στό ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα τοῦ νό­τιου τοί­χου εἰ­κο­νί­ζον­ται πά­νω ἀ­πό τόν τά­φο τους οἱ ὅ­σιοι κτί­το­ρες Νε­κτά­ριος καί Θε­ο­φά­νης, κρα­τών­τας ἀ­πό κοι­νοῦ ὁ­μοί­ω­μα τοῦ να­οῦ˙ τά αὐ­στη­ρά ἀ­σκη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί ἡ ὑ­περ­κό­σμια γα­λή­νη το­νί­ζον­ται ἰ­ο­δι­αί­τε­ρα στίς ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νες μορ­φές τους. Στούς ἀ­να­το­λι­κούς πεσ­σούς, ἀ­ρι­στε­ρά ἡ Πα­να­γί­α ἡ Με­σί­τρια καί Προ­στά­τις τῶν Χρι­στια­νῶν καί δε­ξιά ὁ Χρι­στός. Ὅ­λες οἱ λοι­πές ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν τοί­χων εἶ­ναι κα­τά­γρα­φες μέ σκη­νές μαρ­τυ­ρί­ων, ὁ­λό­σω­μους ἁ­γί­ους, ὅ­σιους ἀ­σκη­τές κ.ἄ.

Ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν τοι­χο­γρα­φί­α τῆς Πα­να­γί­ας στό νάρ­θη­κα, ἀ­ρι­στε­ρά, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι «ἐν ἔ­τει δέ Χρι­στοῦ ᾳψπ΄ [=1780] καί ᾳψπβ΄ [=1782] ἀ­νε­και­νί­σθη ἅ­πα­σα ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἁ­γί­ου βή­μα­τος τοῦ κα­θο­λι­κοῦ καί νάρ­θη­κος τού­του διά συν­δρο­μῆς καί δα­πά­νης τοῦ τα­πει­νοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Παρ­θε­νί­ου εἰς μνη­μό­συ­νον καί ψυ­χι­κήν αὐ­τοῦ σω­τη­ρί­αν». Πρό­κει­ται γιά τό γνω­στό λό­γιο καί δρα­στή­ριο ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν Παρ­θέ­νιο (Μάρτ. 1751 - + 26 Μαρτ. 1784), ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πῆρ­ξε ἀ­δελ­φός τῆς μο­νῆς καί με­γά­λος εὐ­ερ­γέ­της καί δω­ρη­τής. Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων δώ­ρι­σε στή μο­νή καί τό ἀ­ξι­ό­λο­γο προ­σω­πι­κό του ἀρ­χεῖ­ο κα­θώς καί τή βι­βλι­ο­θή­κη του. Μέ προ­σω­πι­κά του ἔ­ξο­δα ἔ­κτι­σε τόν ἐ­ξω­νάρ­θη­κα τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λοῦ­σε στο­ά μέ κα­μά­ρες σέ δι­πλή σει­ρά, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται καί πε­ρι­γρά­φε­ται στό στι­χούρ­γη­μα τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­τη (1786). Ὁ ἐ­ξω­νάρ­θη­κας αὐ­τός δι­α­τη­ρή­θη­κε, φαί­νε­ται, ὥς τό 1857, ὁ­πό­τε, ὅ­πως ἔ­δει­χνε ἐν­τοι­χι­σμέ­νη ἐ­πι­γρα­φή, ἀ­να­και­νί­στη­κε ἤ ἀ­να­κτί­στη­κε στό ἴ­διο σχέ­διο, καί τε­λι­κά ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε ἀ­πό τό ση­με­ρι­νό ἐ­ξω­νάρ­θη­κα μέ τόν ξε­νώ­να στόν ἐ­πά­νω ὄ­ρο­φο, ἐ­πί μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης καί Στα­γῶν Πο­λυ­κάρ­που [Θω­μᾶ] καί ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς Χρι­στο­φό­ρου Μά­η, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ μαρ­μά­ρι­νη ἐν­τοι­χι­σμέ­νη πλά­κα τοῦ ἔ­τους 1930.

Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο γιά τή λε­πτή καί πε­ρί­τε­χνη ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α του εἶ­ναι τό ξυ­λό­γλυ­πτο ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­νο τέμ­πλο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, κα­θώς καί ὁ ἡ­γου­με­νι­κός θρό­νος καί τά δύ­ο ἀ­να­λό­για μέ πλού­σια καί ὡ­ραί­α δι­α­κό­σμη­ση ἀ­πό φίλ­ντι­σι˙ ἐ­πι­γρα­φή στό ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι κα­τα­σκευ­ά­στη­καν ἐ­πί ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου (τοῦ Κλει­νο­βί­τη, 1784-1808) καί ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς Ἀ­να­το­λί­ου.

Σή­με­ρα ἡ Μο­νή Βαρ­λα­άμ δι­α­θέ­τει πλού­σια καί ἀ­ξι­ό­λο­γη συλ­λο­γή χει­ρο­γρά­φων, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­νέρ­χον­ται σέ 290. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­π’ αὐ­τά πα­ρου­σιά­ζουν ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν πο­λύ­χρω­μη καλ­λι­τε­χνι­κή τους δι­α­κό­σμη­ση (λί­γες μι­κρο­γρα­φί­ες, πολ­λά δι­α­κο­σμη­τι­κά πρω­το­γράμ­μα­τα καί ἐ­πί­τι­τλα). Ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἐ­δῶ, στά τέ­λη τοῦ ΙΣΤ΄ καί στίς ἀρ­χές του ΙΖ΄ αἰ­ώ­να, λει­τούρ­γη­σε τό πιό ὀρ­γα­νω­μέ­νο βι­βλι­ο­γρα­φι­κό ἐρ­γα­στή­ριο τῶν με­τε­ω­ρι­κῶν μο­νῶν, ὅ­που ἐρ­γά­ζον­ταν με­θο­δι­κά καί ἐν­τα­τι­κά εἰ­δι­κευ­μέ­νοι καλ­λι­γρά­φοι καί γρα­φεῖς-δι­α­κο­σμη­τές κω­δί­κων. Ἔ­τσι, στίς ἀρ­χές τοῦ ΙΖ΄ αἰ­ώ­να, ἐρ­γά­ζε­ται πλειά­δα καλ­λι­γρά­φων, δά­σκα­λοι καί μα­θη­τές, πού ἀ­νή­κουν ὅ­λοι τους στόν καλ­λι­τε­χνι­κό κύ­κλο τῆς Βλα­χί­ας. Ἁ­πλῶς μνη­μο­νεύ­ο­με τά ὀ­νό­μα­τα τοῦ γνω­στοῦ Κύ­πριου καλ­λι­γρά­φου-κω­δι­κο­γρά­φου Λου­κᾶ ἐ­πι­σκό­που Μπο­ζέ­ου (1583-1603) καί με­τέ­πει­τα μη­τρο­πο­λί­τη Οὐγ­γο­βλα­χί­ας (1603-1628), τοῦ ἠ­πει­ρώ­τη Ματ­θαί­ου Μυ­ρέ­ων (+1624) καί τῶν βαρ­λα­α­μι­τῶν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων Ἀρ­σε­νί­ου καί Ἰ­ω­αν­νι­κί­ου.

Ἀ­νά­με­σα στούς χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες, πού εἶ­ναι ἐ­κτε­θει­μέ­νοι σέ προ­θῆ­κες τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς, ἀ­ξι­ο­πα­ρα­τή­ρη­τος εἶ­ναι ὁ κώ­δι­κας 298, ὑ­ψη­λῆς ποι­ό­τη­τας καί πα­λαι­ο­γρα­φι­κῆς ἀ­ξί­ας περ­γα­μη­νό τε­τρα­βάγ­γε­λο, που θε­ω­ρεῖ­ται τό προ­σω­πι­κό ἐγ­κόλ­πιο τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τί­νου Ζ΄ τοῦ Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­του (912-959). Ὁ κώ­δι­κας ὅ­μως αὐ­τός, πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή Μο­νή Δου­σί­κου (Ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος), φαί­νε­ται νά ἔ­χει γρα­φεῖ, ὅ­πως δεί­χνει τό εἶ­δος τῆς γρα­φῆς του, αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, στά τέ­λη του ΙΓ΄ ἤ στίς ἀρ­χές του ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.

Ἀρ­κε­τά καί σπά­νια εἶ­ναι καί τά πα­λαι­ό­τυ­πα τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τῆς μο­νῆς. Στό μου­σεῖ­ο τῆς μο­νῆς, ἐ­κτός ἀ­πό τά εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να χει­ρό­γρα­φα, εἶ­ναι ἐ­κτε­θει­μέ­να καί πολ­λά ἄλ­λα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κει­μή­λια, ὅ­πως με­τα­βυ­ζαν­τι­νές φο­ρη­τές εἰ­κό­νες, χρυ­σο­κέν­τη­τα ἄμ­φια καί ἐ­πι­τά­φιοι, δι­ά­φο­ρα εἴ­δη μι­κρο­τε­χνί­ας καί ἀρ­γυ­ρο­χο­ΐ­ας.

Με­τα­ξύ τῶν φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων, ἰ­δι­αί­τε­ρης καλ­λι­τε­χνι­κῆς ἀ­ξί­ας εἶ­ναι ἡ Θε­ο­τό­κος Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο ἀγ­γέ­λους καί σέ ἁ­γί­ους πού τήν πα­ρα­στέ­κουν γύ­ρω της, ἔρ­γο τοῦ ἔ­τους 1668, τοῦ πε­ρί­φη­μου Κρη­τι­κοῦ ζω­γρά­φου Ἐμ­μα­νου­ήλ Τζά­νε. Ξε­χω­ρι­στή ση­μα­σί­α ὅ­μως, ἐ­κτός ἀ­πό τήν καλ­λι­τε­χνι­κή ἀ­ξί­α, ἔ­χει καί ὁ ἐν­τυ­πω­σια­κός χρυ­σο­κέν­τη­τος ἐ­πι­τά­φιος, σέ πρά­σι­νο βε­λοῦ­δο, ἔρ­γο τοῦ 1609, πού ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι στή Μο­νή Βαρ­λα­άμ λει­τουρ­γοῦ­σε καί εἰ­δι­κό ἐρ­γα­στή­ριο χρυ­σο­κεν­τι­κῆς, δι­ό­τι ἡ ἐ­πι­γρα­φή του ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι «τό πα­ρόν ἀ­νά­θη­μα ἐ­τε­λει­ώ­θη ἐν τῷ στύ­λῳ τοῦ Βαρ­λα­άμ δι’ ἐ­ξό­δων τῆς αὐ­τῆς μο­νῆς…». Στό πλαί­σιο του ὁ ἐ­πι­τά­φιος αὐ­τός φέ­ρει καί τή γνω­στή ἔμ­με­τρη ἐ­πι­γρα­φή: «Τήν φο­βε­ράν σου, βα­σι­λεῦ, Δευ­τέ­ραν Πα­ρου­σί­αν / πί­στει καί πό­θῳ προσ­δο­κῶ…».

Στό βο­ρει­ο­δυ­τι­κό ἄ­κρο τοῦ βρά­χου βρί­σκε­ται τό πα­ρεκ­κλή­σει τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, μο­νό­κλι­το δρο­μι­κό να­ΐ­δριο, πού σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή του, κτί­στη­κε τό 1627 καί τοι­χο­γρα­φή­θη­κε τό 1637 ἀ­πό τόν Κα­λαμ­πα­κι­ώ­τη ἱ­ε­ρέ­α Ἰ­ω­άν­νη, βο­η­θού­με­νο ἀ­πό τά παι­διά του. Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες αὐ­τές, πο­λύ κα­λά δι­α­τη­ρη­μέ­νες, ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ζω­γρα­φι­κό σύ­νο­λο τοῦ α΄ μι­σοῦ τοῦ ΙΖ΄ αἰ­ώ­να. Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐ­δῶ ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τῶν 24 οἴ­κων τοῦ Ἀ­κά­θι­στοῦ Ὕ­μνου. Ἐν­τυ­πω­σια­κές εἶ­ναι στό δυ­τι­κό τοῖ­χο δύ­ο πο­λυ­πρό­σω­πες συν­θέ­σεις, δε­ξιά ἡ Κοί­μη­ση τοῦ Ἰ­ω­άν. τοῦ Χρι­σο­στό­μου καί ἀ­ρι­στε­ρά ἡ Κοί­μη­ση τοῦ Ἐ­φραίμ τοῦ Σύ­ρου. Τό ση­με­ρι­νό πα­ρεκ­κλή­σι ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε πα­λαι­ό­τε­ρο ὁ­μώ­νυ­μο τα­πει­νό να­ΐ­σκο, πού ἀρ­χι­κά εἶ­χε οἰ­κο­δο­μή­σει ὁ πρῶ­τος οἰ­κι­στής τοῦ βρά­χου ἀ­να­χω­ρη­τής Βαρ­λα­άμ καί στή συ­νέ­χεια εἶ­χαν ἀ­να­και­νί­σει οἱ αὐ­τά­δελ­φοι Ἀ­ψα­ρά­δες, Θε­ο­φά­νης καί Νε­κτά­ριος.

Ἄλ­λα ἀ­ξι­ό­λο­γα κτί­σμα­τα τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, μέ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι: Ἡ πα­λαι­ά τρά­πε­ζα, πού σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς σκευ­ο­φυ­λά­κιο-μου­σεῖ­ο˙ ἡ ἐ­στί­α ἤ μα­γει­ρεῖ­ο, ἕ­να ἀ­πό τά κομ­ψό­τε­ρα καί ὡ­ραι­ό­τε­ρα κτί­σμα­τα τοῦ εἴ­δους του, θο­λο­σκέ­πα­στο, μέ κα­νο­νι­κό ὀ­κτά­πλευ­ρο τρουλ­λί­σκο ὡς κα­πνο­δό­χο (σή­με­ρα ἔ­χει δι­α­σκευα­σθεῖ ἐ­σω­τε­ρι­κά καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς ἐκ­θε­τή­ριο ἐν­θυ­μί­ων)˙ τέ­λος, ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει καί τό νο­σο­κο­μεῖ­ο.

Οἱ ἅ­γιοι κτί­το­ρες τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, Νε­κτά­ριος καί Θε­ο­φά­νης, σέ πο­λύ νε­α­ρή ἡ­λι­κί­α, πε­ρί τό ἔ­τος 1495, ἔ­λα­βαν τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα ἀ­πό τό γέ­ρον­τά τους Σάβ­βα, κον­τά στόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­μει­ναν γιά μιά δε­κα­ε­τί­α στό νη­σί τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων μέ­χρι τό θά­να­τό του (+ 9 Ἀ­πρ. 1505). Τόν ἴ­διο χρό­νο πι­θα­νό­τα­τα, με­τά τό θά­να­το τοῦ γέ­ρον­τά τους, ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τό νη­σί τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καί πῆ­γαν καί μό­να­σαν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στή Μο­νή Δι­ο­νυ­σί­ου, κον­τά στόν πρώ­ην οἰ­κουμ. Πα­τριά­ρχη Νή­φω­να (+ 12 Αὐγ. 1508). Με­τά ἀ­πό ὀ­λι­γο­χρό­νια πα­ρα­μο­νή ἐ­κεῖ ἐ­πέ­στρε­ψαν πά­λι στό­νη­σί τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, ὅ­που ἀ­νή­γει­ραν μέ δι­κά τους ἔ­ξο­δα, γύ­ρω στά 1506/1507, τή Μο­νή τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ὅ­μως ἐ­πεμ­βά­σεις τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς καί τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τούς ἐ­ξα­νάγ­κα­σαν νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν, ὁ­ρι­στι­κά πιά, πε­ρί τό ἔ­τος 1510/11, τό κελ­λί τῆς με­τά­νοι­άς τους. Ἔ­τσι κα­τέ­λη­ξαν στούς με­τε­ω­ρί­τι­κους βρά­χους, ἀ­να­ζη­τών­τας ἐ­κεῖ τήν ἀ­σκη­τι­κή τους τε­λεί­ω­ση καί τήν ὑ­περ­κό­σμια γα­λή­νη. Στήν ἀρ­χή τούς πα­ρα­χω­ρή­θη­κε ὁ στύ­λος τοῦ Προ­δρό­μου, ὅ­που πα­ρέ­μει­ναν γιά μιά ἑ­πτα­ε­τί­α (1510/11-1517/18). Τέ­λος, στά 1517/18, ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό μό­νι­μο πιά ἐ­ρη­μη­τή­ριό τους, τόν αὐχ­μη­ρό βρά­χο τοῦ Βαρ­λα­άμ. Ἐ­κεῖ, μέ τούς κό­πους καί ἱ­δρῶ­τες τους, μέ τήν αὐ­στη­ρή ἄ­σκη­ση καί τήν ἀ­νύ­στα­κτη προ­σευ­χή τους, καλ­λι­έρ­γη­σαν καί ἔ­θρε­ψαν ὥ­στε νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ πο­λυ­δύ­να­μο τό δέν­τρο τῆς ἀ­ρε­τῆς μέ τούς πο­λύ­χυ­μους καρ­πούς του.

Οἱ ἴ­διοι οἱ κτί­το­ρες στά αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κά τους κεί­με­να (αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α, δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1541/42, σύγ­χρο­νες ἐν­θυ­μή­σεις τους στόν κώδ. 127 Μ. Βαρ­λα­άμ), δί­νουν δι­α­φω­τι­στι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες καί εἰ­δή­σεις γιά τή ζω­ή καί τό ἔρ­γο τους, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τήν οἰ­κο­δο­μι­κή ἀλ­λά καί τήν πνευ­μα­τι­κή τους δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πά­νω στούς με­τε­ω­ρί­τι­κους βρά­χους. Πα­ρα­θέ­του­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­π’ αὐ­τά:

«Μεί­ναν­τες τοί­νυν ἡ­μεῖς ἐν τῷ οἰ­κο­δο­μη­θέν­τι κελ­λί­ῳ τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου χρό­νον μι­κρόν, οὐκ ἦν ἀ­νε­κτόν τῷ πο­νη­ρῷ καί ἀν­θρω­πο­κτό­νῳ δι­α­βό­λῳ ὁ­ρᾶν ἡ­μᾶς κα­τά Θε­όν καί εἰ­ρη­νι­κῶς ζῶν­τας… Τοῦ­το οὖν ἐν­θυ­μη­θέν­τες, ἀ­παί­ρο­μεν τῆς πα­τρί­δος ἡ­μῶν καί πα­ρα­γε­νό­με­νοι ἐν τῷ θεί­ῳ να­ῷ τοῦ Με­τε­ώ­ρου τό­πον ἡ­συ­χί­ας καί αὖ­θις ᾐ­τή­σα­μεν. Ἐ­δό­θη δέ ἡ­μῖν τό ἡ­συ­χα­στή­ριον, ἤ­τοι ὁ στύ­λος τοῦ ἱ­ε­ροῦ Προ­δρό­μου πα­ρά τῶν τό­τε πα­τέ­ρων, ἐν ᾦ καί ἀ­να­βάν­τες καί ἐ­πί ἑ­πτά ὅ­λοις ἔ­τε­σιν οἱ δύ­ο μό­νοι ἐ­κεῖ­σε δι­α­πε­ρά­σαν­τες, πά­λιν δι­ε­σκε­ψά­με­θα κα­τελ­θεῖν ἐκ τού­του καί ἄλ­λο­θέν πο­θεν οἰ­κῆ­σαι. Ἐ­στε­νω­μέ­νος ἦν γάρ πά­νυ ὁ τοῦ ἱ­ε­ροῦ Προ­δρό­μου στύ­λος καί ἄλ­λως διά τήν ὑ­πο­κά­τω τῶν πα­ρα­βαλ­λόν­των σύγ­χυ­σιν˙ οὐ μήν ἀλ­λά καί οἱ πε­ρι­ερ­χό­με­νοι ἀ­έ­ρες αὐ­τῷ, βλα­πτι­κοί τε καί νο­σώ­δεις ὄν­τες, οὐκ εἴ­ων ἡ­μᾶς ἐ­κεῖ­σε διά­γειν καί πα­ροι­κεῖν. Διό καί εὑ­ρόν­τες τόν πλα­τύν καί εὐ­ά­ε­ρον καί ἡ­συ­χα­στι­κόν λί­θον εὐ­ρύ­χω­ρόν τε καί ἀ­ρε­στόν ἡ­μῖν πρός πα­ροί­κη­σιν ὄν­τα, ὅ­στις καί Βαρ­λα­άμ ἐ­κα­λεῖ­το, πα­ρά τι­νος μο­να­χοῦ Βαρ­λα­άμ, οἰ­κή­σαν­τος ἐν αὐ­τῷ πά­λαι, τήν ἐ­πω­νυ­μί­αν λα­βόν­τα, καί ἄ­οι­κον τῇ πο­λυ­ε­τί­ᾳ ὄν­τα καί ἔ­ρη­μον παν­τε­λῶς ὡς οἰ­κό­πε­δον, ἠρ­ξά­με­θα κα­τά τό ....... [7026-5509/8 = 1517/18] ἔ­τος ἀ­να­νε­οῦν καί οἰ­κο­δο­μεῖν αὐ­τόν πρός κα­τοί­κη­σιν, μή­τε κλί­μα­κα ἔ­χον­τα τό πρό­τε­ρον, μή­τε ἄλ­λην οἰ­κο­δο­μί­α, εἰ­μή μό­νον ση­μεῖ­ά τι­να κτι­σμά­των καί οἰ­κο­δο­μῶν πα­λαι­ῶν καί μέ­ρος τι ἐκ τοῦ βή­μα­τος τοῦ να­οῦ. Οὐ­δέ γάρ ἦν τις ἐν τοῖς εὑ­ρι­σκο­μέ­νοις τῆς σκή­τε­ως μο­να­χοῖς ἤ καί τοῖς πλη­σί­ον κο­σμι­κοῖς, ὅ­στις ἐ­νε­θυ­μεῖ­το ἐν τού­τῳ τι­νά κα­τοι­κή­σαν­τα. Καί δή κό­πον καί πό­νον βα­λόν­τες… πάν­τα ἐξ οἰ­κεί­ων κό­πων καί ἀ­να­λω­μά­των ἡ­μῶν, καί πρῶ­τον Θε­οῦ συ­νάρ­σει ἀ­νε­και­νί­σα­μεν ἐκ μέ­ρους τόν να­όν τῶν με­γά­λων Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν… Ἐ­πεί δέ Θε­οῦ συ­νερ­γί­ᾳ καί χά­ρι­τι καί πλεί­ο­νες τῶν ἀ­δελ­φῶν ὕ­στε­ρον συ­νει­σῆλ­θον ἕ­ως τρι­ά­κον­τα καί εἰς αὔ­ξη­σιν τά τοῦ ἡ­συ­χα­στη­ρί­ου ἐ­φέ­ρε­το, δεῖν ᾠ­ή­θη­μεν καί να­όν ἀ­νοι­κο­δο­μῆ­σαι ἐ­παρ­κοῦν­τα εὐ­τά­κτως εἰς τήν τῶν πλει­ό­νων ἀ­δελ­φῶν ἀ­νά­παυ­σιν. Καί με­τά σπου­δῆς καί προ­θυ­μί­ας πάν­τες οἱ πε­ρί ἡ­μᾶς ἀ­δελ­φοί πλεῖ­στα κε­κο­πι­α­κόν­τες σύν ἡ­μῖν ὁ­λο­ψύ­χως, τόν μέ­γαν του­το­νί να­όν πε­ποι­ή­κα­μεν, τι­μη­θέν­τα ἐ­π’ ὀ­νό­μα­τι τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των.Ἔ­κτι­σται δέ καί τε­τέ­λε­σται κα­τά τό ..... [7050-5509/8 = 1541/42] ἔ­τος, διά ἡ­με­ρῶν εἴ­κο­σιν ὅ­σον τά­χος ἐκ βά­θρων…» (αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α).

Στό δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα τους (1541/42) ἐ­ξάλ­λου ση­μει­ώ­νουν τά ἑ­ξῆς:

«Ἔν­θεν τῇ βου­λῇ καί γνώ­μῃ τοῦ πα­νι­ε­ρω­τά­του Λα­ρί­σης καί τοῦ τό­τε ὁ­σι­ω­τά­του κα­θη­γου­μέ­νου τῆς σε­βα­σμί­ας καί βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου τόν τοῦ Βαρ­λα­άμ λί­θον ἐ­λά­βο­μεν καί κα­τά δε­σπο­τεί­αν ἔ­χειν τοῦ­τον συ­νε­χω­ρή­θη­μεν.

Ἐ­πεί δέ καί πρό­τε­ρον κἀν τού­τῳ σε­βά­σμιος να­ός ᾠ­κο­δό­μη­το, ἐ­πί τῷ τῶν ἁ­γί­ων με­γά­λων δι­δα­σκά­λων καί ἱ­ε­ραρ­χῶν Βα­σι­λεί­ου, Γρη­γο­ρί­ου καί Χρυ­σο­στό­μου ὀ­νό­μα­τι τι­μώ­με­νος, τῇ πο­λυ­ε­τί­ᾳ δέ φθα­ρείς ἤ­δη καί τῇ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­ρη­μώ­σει ἤ­δη καί τῇ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­ρη­μώ­σει παν­τε­λεῖ ἀ­φα­νι­σμῷ ἐκ­δο­θείς, ὡς ἴ­χνος καί μό­νον ἐκ τού­του σώ­ζε­σθαι, καί ἀ­νε­κτί­σα­μεν πρός τό βέλ­τιον. Ἐ­βου­λό­με­θα δέ ποι­ῆ­σαι καί εἰς κρεῖτ­τον κάλ­λος καί σχῆ­μα καί μέ­γε­θος, διά δέ τόν τῶν κρα­τούν­των φό­βον οὐκ ἐ­τολ­μή­σα­μεν τό πα­ρά­παν αὐ­ξῆ­σαι τό σύ­νο­λον.

Συ­νέ­βη γάρ τό­τε ἐν τοῖς και­ροῖς ἐ­κεί­νοις ὁ­ρι­σμός ἐ­ξελ­θεῖν ὑ­πό τοῦ σουλ­τά­νου, ἵ­να τά και­νούρ­για ὅ­λα χαλ­νοῦ­σιν ὅ­σα τε ἀ­να­και­νί­σθη­σαν νε­ω­στί ἐ­πί ταῖς τῶν χρι­στια­νῶν ἐκ­κλη­σί­αις, καί διά τού­του τοῦ φό­βου οὐκ ἐ­ποι­ή­σα­μεν αὐ­τόν κα­θώ­σπερ ἡ ἔ­φε­σις καί ἡ βου­λή ἡ­μῶν ἦ­τον, ἀλ­λά μι­κρό τι μο­νύ­δριον χά­ριν τοῦ χάλ­λειν καί ἐ­κτε­λεῖν τάς ἀ­κο­λου­θί­ας ἡ­μῶν. Ἐν τού­τῳ δέ τῷ ῥη­θέν­τι να­ῷ οὐκ ὀ­λί­γῳ και­ρῷ δι­α­τρί­ψαν­τες, εἶ­τα Θε­οῦ συ­νάρ­σει καί ἕ­τε­ρον ἐκ βά­θρων ἐ­γε­ρεῖν ἐ­βου­λή­θη­μεν˙ ὅν καί ἀ­νη­γεί­ρα­μεν διά δύ­ο τρούλ­λων σταυ­ρο­θό­λιν ὡ­ραῖ­ον καί ποι­κι­λό­τα­τον, κό­πους τε καί ἱ­δρῶ­τας καί ἐ­ξό­δους ἐν τού­τῳ οὐ τούς τυ­χόν­τας ἐν­δει­ξάν­τες. Συ­ναν­τι­λαμ­βα­νο­μέ­νου δέ ἡ­μῖν καί τοῦ τά πάν­τα τε­λει­οῦν­τος παν­το­δυ­νά­μου Θε­οῦ, ἐν τού­τῳ καί κέλ­λας ἐ­πή­ξα­μεν πρός ἀ­νά­παυ­σιν τῶν ἐ­να­σκου­μέ­νων μο­να­χῶν καί τῶν ἄλ­λων πως πα­ρα­τυγ­χα­νόν­των, καί λοι­πάς οἰ­κο­δο­μάς καί ἀ­να­κτί­σεις ἐ­βελ­τι­ώ­σα­μεν. Ἔ­τι δέ καί σκεύ­η καί βι­βλί­α καί ἱ­ε­ρά παν­τοῖ­α καί ἱ­ε­ρέ­ων καί δι­α­κό­νων ἀλ­λα­γάς κα­τε­πλου­τή­σα­μεν αὐ­τήν εἰς αἶ­νον καί δό­ξαν Θε­οῦ.

Πρός τοῖς δέ καί κτή­μα­τα παν­τοῖ­α, ἀμ­πε­λῶ­νάς τε καί ἀ­γρούς, κή­πους τε καί πα­ρα­δεί­σους καί με­τό­χια καί μύ­λω­νας καί ἐ­λαι­ῶ­νας δι­α­φό­ρους… ἐν αὐ­τῇ ἀ­φι­ε­ρώ­σα­μεν… Εἶ­τα κα­τε­στή­σα­μεν ταύ­την κοι­νό­βιον εἰ­λι­κρι­νές τε καί ἄ­δο­λον εἶ­ναί τε ὁ­μοῦ καί ὀ­νο­μά­ζε­σθαι καί πράτ­τειν τε καί φυ­λάτ­τειν πάν­τα τά νό­μι­μα αὐ­τοῦ…».

Οἱ αὐ­τά­δελ­φοι Ἀ­ψα­ρά­δες ἤ Ἀ­ψα­ρά­τες κα­τά­γον­ταν ἀ­πό πα­λαι­ά καί ἐ­πι­φα­νή βυ­ζαν­τι­νή οἰ­κο­γέ­νεια καί δι­έ­θε­ται με­γά­λη χρη­μα­τι­κή καί κτη­μα­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α. Οἱ γο­νεῖς τους πέ­θα­ναν καί οἱ δύ­ο ὡς μο­να­χοί, μέ τά ὀ­νό­μα­τα Κα­τα­φυ­γή (+ 1506), Νο­εμ. 7) καί Ἰ­ώβ (+ 1523/24). Μο­να­χές ἐ­πί­σης ἦ­σαν καί οἱ τρεῖς ἀ­δελ­φές τους, ἡ Ἀ­θα­να­σί­α (+ 11 Νο­εμ. 1512), ἡ Εὐ­γε­νί­α (+ 1513/14) καί μί­α τρί­τη τῆς ὁ­ποί­ας δέν πα­ρα­δί­δε­ται τό ὄ­νο­μα.

Γιά τίς ἀ­δελ­φές καί τούς γο­νεῖς τους οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Νε­κτά­ριος καί Θε­ο­φά­νης ἀ­νή­γει­ραν μο­να­στι­κό ἡ­συ­χα­στή­ριο κον­τά στή Μο­νή Προ­δρό­μου στό νη­σί τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων: «Με­τά τοῦ­το καί τό πλη­σί­ον τοῦ χω­ρί­ου κελ­λί­ον ἐ­κτί­σθη πα­ρ’ ἡ­μῶν, εἰς ὅ­περ αἱ κα­τά σάρ­κα καί κα­τά πνεῦ­μα ἡ­μῶν ἀ­δελ­φαί κα­τῴ­κουν, τόν μο­νή­ρη βί­ον προ­ε­λό­με­ναι˙ τρεῖς γάρ ἦ­σαν αὗ­ται καί σύν αὐ­ταῖς καί ὁ πα­τήρ καί ἡ μή­τηρ ἡ­μῶν, τῷ ἱ­ε­ρῷ καί οὗ­τοι τῶν μο­να­χῶν σχή­μα­τι τε­λει­ω­θέν­τες» (αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α).

Ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα κεί­με­να καί ἄλ­λα στοι­χεῖ­α γιά τή ζω­ή καί τή δρά­ση τῶν αὐ­τα­δέλ­φων ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων πε­ρι­έ­χουν τά χει­ρό­γρα­φα τῆς Μ. Βαρ­λα­άμ 127, 134, 180, 275 καί 281, κα­θώς καί τό χει­ρό­γρα­φο 172 τῆς Μο­νῆς Παν­τε­λε­ή­μο­νος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, πού ἀ­νῆ­κε ἄλ­λο­τε στή με­τε­ω­ρι­κή Μο­νή Βαρ­λα­άμ.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ