ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΡΛΑΑΜ
ἐπιβλητικός της βράχος, πολύ κοντά καί ἀπέναντι ἀπό τό βράχο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἀλλά ἀρκετά μικρότερος ἀπ’ αὐτόν σέ ἔκταση στό πλάτωμά του, κατοικήθηκε, κατά τήν παράδοση, τό ΙΔ΄ αἰώνα γιά πρώτη φορά, πρίν ἐξακόσια χρόνια, ἀπό τό σύγχρονο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη ἀσκητή-ἀναχωρητή Βαρλαάμ, ἀπό τόν ὁποῖο πῆρε καί τήν ὀνομασία του τό μοναστήρι.
Τό μεγαλόπρεπο σημερινό καθολικό, πού τιμᾶται στή μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων, ἔκτισαν στά 1541/42, ὅπως μαρτυροῦν οἱ σχετικές ἐπιγραφές καί ἄλλες ἀρχειακές πηγές, οἱ Γιαννιῶτες ἀδελφοί ἱερομόναχοι Θεοφάνης (+ 17 Μαΐου 1544) καί Νεκτάριος (+ 7 Ἀπρ. 1550) οἱ Ἀψαράδες. Φαίνεται ὅμως ὅτι στήν πραγματικότητα τό κτίσιμο τοῦ καθολικοῦ εἶχε χονδρικά μόνο τελειώσει κατά τό 1541/42, ἐνῶ οἱ λεπτομέρειες τῶν οἰκοδομικῶν καί ἄλλων ἐργασιῶν τοῦ ναοῦ καί τοῦ νάρθηκα συνεχίστηκαν μέχρι τό Μάϊο τοῦ 1544, ὅπως συμπεραίνει κανείς ἀπό τό ὑπόμνημα τοῦ ἱερομονάχου Κασσιανοῦ, προηγουμένου τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στό θάνατο τοῦ ἱερομονάχου Θεοφάνη. Σύμφωνα μέ τό κείμενο αὐτό, ὁ Θεοφάνης, καταπονημένος ἀπό βαριά δεκάμηνη ἀσθένεια, πέθανε στίς 17 Μαΐου τοῦ 1544, ἡμέρα Σάββατο (ξημερώνοντας Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ).
Τίς τελευταῖες του λοιπόν στιγμές, λίγο πρίν πεθάνει, συγκέντρωσε ὅλες του τίς δυνάμεις, βγῆκε ἀπό τό κελλί του καί στηριζόμενος στή βακτηρία του ἔφθασε μέ λαχτάρα μέχρι τό ναό, πού μόλις τότε εἶχε τελειώσει. Μπῆκε μέσα καί ἔκθαμβος ἀπό τήν ὀμορφιά καί τή λάμψη του δοξολόγησε καί εὐχαρίστησε τό Θεό καί τούς Ἁγίου Πάντας, στή μνήμη τῶν ὁποίων καί τόν ἀφιέρωσε. Στή συνέχεια εὐλόγησε ὅλο τό παρευρισκόμενο ἐκεῖ τεχνικό συνεργεῖο ἀδελφῶν τῆς μονῆς –λατόμους, οἰκοδόμους, κτίστες καί λεπτουργούς (ξυλογλύπτες)-, πού ἐργάστηκαν γιά τήν ἀποπεράτωση καί τόν καλλωπισμό τοῦ ναοῦ, καί βαθιά ἱκανοποιημένος καί συγκινημένος ἐπέστρεψε στό κελλί του, ὅπου ἤρεμα καί γαλήνια παρέδωσε τήν ψυχή του στα χέρια τοῦ Πλάστη του:
«Ἐπί ἔτους ζνβ΄ [7052-5508=1544], κατά τόν μῆνα Μάϊον, τῇ αὐτοῦ ιζ΄, Σαββάτου λαχούσης τῆς ἡμέρας, ὥρᾳ δέ ἐνάτῃ, ἐτελειώθη ὁ πάνσεπτος καί περικαλλής ναός σύν τῷ νάρθηκι, ἐπάνω τῆς ἱερᾶς πέτρας τοῦ Βαρλαάμ, διά συνδρομῆς, κόπων τε καί ἐξόδων τῶν πανοσιωτάτων καί αἰδεσιμωτάτων πατέρων, τῶν καί αὐταδέλφων κυροῦ Νεκταρίου καί κυροῦ Θεοφάνους, τῶν μακαρίων ἀνδρῶν. Ἐν τῷδε τῷ καιρῷ ἠσθένησεν ὡσεί μῆνας δέκα ὁ μακάριος Θεοφάνης καί τοσούτῳ δαμασθείς ὑπό τῆς πολλῆς ἀσθενείας, ὅτι σχεδόν ἐγγίσας ἕως τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου˙ ἀπό δέ τοῦ πόθου, οὖπερ εἶχεν πρός τόν ναόν, ἐγερθείς προθύμως καί περιχαρής, οἷα καί ἦν ἀσθενής στηριζόμενος ὑπό τῆς ῥάβδου αὐτοῦ, ἔνδον εἰσελθών καί ἰδών τήν τελείωσιν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καί ὑψώσας τάς χεῖρας εἰς τόν οὐρανόν καί τό ‘δόξα σοι ὁ Θεός’ ἐπειών, τούς δέ Ἁγίους Πάντας εὐχαριστήσας ἐκ πόθου –οὕτω γάρ τῷ ναῷ τῷ κοινῷ οὗτος προσηγορεύσατο-, ὁμοίως οὗν εὐχόμενος καί εὐλογῶν καί πάντας τούς ἀδελφούς, λατόμους καί οἰκοδόμους, κτίστας τε καί τούς λεπτουργούς, ἐπίσης ἐδεξιώσατο καί υπερηυχήσατο ἡ ἡγιασμένη ψυχή. Εἶτα πάλιν ἐστράφη τοῖς ἰδίοις ποσί πορευόμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ καί, σχηματισάμενος ἑαυτόν τῷ τύπῳ τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, κατέθετο τό ἱερόν σκῆνος ἐπί τήν στρωμνήν αὐτοῦ, ὁρῶν πρός ἀνατολάς…» (κώδ. 180 καί 275 Μ. Βαρλαάμ).
Τό καθολικό τῆς Μονῆς Βαρλαάμ εἶναι ἕνα τυπικό κομψό καθολικό ἁγιορειτικοῦ τύπου, μέ δικιόνιο σταυροειδή ἐγγεγραμμένο τόν κυρίως ναό, ὁ ὁποῖος ἀριστερά καί δεξιά φέρει τίς χαρακτηριστικές ἀθωνικές κόγχες, δηλαδή τούς χορούς. Τοῦ κυρίως ναοῦ προηγεῖται εὐρύχωρος ἐσωνάρθηκας (λιτή) μέ ὡραῖο τροῦλλο στό κέντρο του, ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο τοῦ κυρίως ναοῦ, στηριζόμενο σέ τέσσερις πεσσούς.
Ὁ κυρίως ναός, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐπιγραφή του (στό νότιο τοῖχο), τοιχογραφήθηκε τό 1548. Δέν ἀναγράφεται τό ὄνομα τοῦ ζωγράφου, ὅμως ἡ τεχνική, τό χρῶμα, οἱ κινήσεις καί ἡ διάταξη τῶν μορφῶν καί τῶν σκηνῶν, καί γενικότερα τά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τῶν τοιχογραφιῶν αὐτῶν, πού εἶναι ἴδια μέ ἐκεῖνα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας (στό Ἅγιον Ὄρος), τό ὁποῖο ἁγιογράφησε (σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή του) στά 1560 ὁ Θηβαῖος ζωγράφος Φράγκος Κατελάνος, ἀποδίδουν μέ βεβαιότητα τήν ἁγιογράφηση τοῦ κυρίως ναοῦ τῆς Μονῆς Βαρλαάμ στόν ἴδιο διάσημο καλλιτέχνη. Στό Φράγκο Κατελάνο ἀποδίδεται ἐπίσης, μέ βάση τεχνοτροπικά πάλι κριτήρια, καί ἡ ἱστόρηση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Νικάνορα στή Ζάβορδα τῶν Γρεβενῶν.
Στόν τροῦλλο ἐπάνω εἰκονογραφεῖται ὁ Παντοκράτορας ὡς Δίκαιος Κριτής, στό τύμπανο ἡ τιμητική χορεία τῶν προφητῶν καί ἀγγέλων, στά σφαιρικά τρίγωνα οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές, ἀπό τούς ὁποίους ὁ Λουκᾶς παριστάνεται νά «ἱστορεῖ» τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Στίς δύο πλευρικές κόγχες, τούς χορούς, τοῦ κυρίως ναοῦ εἰκονίζονται ὁλόσωμοι στρατιωτικοί ἅγιοι, ἐνῶ οἱ ψηλότερες ἐπιφάνειες τῶν τοίχων εἶναι κατάγραφες μέ πολυπρόσωπες συνθέσεις, παρμένες ἀπό τή ζωή καί τό πάθος τοῦ Κυρίου καθώς καί ἀπό τό πάθος τοῦ Κυρίου καθώς καί ἀπό τό ἑορτολόγιο γενικότερα τῆς Ἐκκλησίας. Στό δυτικό τοῖχο, πάνω ἀπό τήν εἴσοδο, ἡ καθιερωμένη παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου˙ στό κέντρο δεσπόζουν τό ἄψυχο σῶμα τῆς Παναγίας πάνω στή νεκρική κλίνη καί ὁ Χριστός πού κρατάει τρυφερά τήν ἀμόλυντη ψυχή τῆς πάναγνης μητέρας του˙ ἀριστερά καί δεξιά ἄγγελοι, οἱ ἀπόστολοι καί ἱεράρχες. Θαυμάσια ἡ ἀπόδοση καί μεμονωμένων μορφῶν ἁγίων, ὅπως τῶν γλυκύφθογγων μελωδῶν τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ καί Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ.
Στούς ἀνατολικούς πεσσούς, στά πλάγια τοῦ τέμπλου, εἰκονίζονται ὁλόσωμοι ἀριστερά ἡ Παναγία καί δεξιά ὁ Χριστός, πού μέ τά χαρακτηριστικά καί πλούσια διακοσμημένα φωτοστέφανά τους θυμίζουν ἔντονα φορητές εἰκόνες, ὅπως συμβαίνει καί μέ ἄλλες μεμονωμένες μορφές ἁγίων καί ἀρχαγγέλων (Ἰω. Προδρόμου, Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ κ.ἄ.). Στούς δυτικούς πεσσούς ἱστοροῦνται οἱ κτίτορες τῆς μονῆς μέ τή μοναχική τους περιβολή, γεμάτοι εὐλάβεια καί ταπείνωση, ἀριστερά κάτω ἀπό τήν Παναγία ὁ Θεοφάνης, κρατώντας, ὅπως συνηθίζεται, καί προσφέροντας περίτεχνο ὁμοίωμα τοῦ κτίσματός τους, καί δεξιά κάτω ἀπό τό Χριστό ὁ Νεκτάριος.
Στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ ἐντυπωσιάζει ἡ ἐπιβλητική παράσταση τῆς Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν μέ τή λάμψη τοῦ χρυσοῦ καί τῶν ἄλλων χρωμάτων της καί τή γλυκύτητα στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της. Πιό κάτω ἡ γεμάτη ἱεροπρέπεια καί μυστική κατάνυξη παράσταση τῶν ἀγγέλων ὡς λειτουργῶν τοῦ Ὑψίστου.
Ἡ λαμπρή τοιχογράφηση τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς Βαρλαάμ ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Φράγκου Κατελάνου, τήν ἀφηγηματική λεπτομέρεια καί ἀνάλυση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων στίς εἰκονογραφούμενες συνθέσεις ἀπό τό ἕνα μέρος, καί τόν ἔντονο ρεαλισμό ἀπό τό ἄλλο, δάνειο ἴσως καί ἐπίδραση τῆς ἰταλικῆς τέχνης. Ὁ Φράγκος Κατελάνος δέν μπόρεσε βέβαια νά ἀποφύγει ἐντελῶς τήν ἐπίδραση τοῦ μεγάλου Κρητικοῦ ζωγράφου Θεοφάνη, ἀλλά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀ. Ξυγγόπουλος, «τό ἔργον του θά ἠδύνατο νά χαρακτηρισθῇ ὡς μία ἀντίδρασις εἰς τόν γενικόν θαυμασμόν καί τήν, κατά τινα τρόπον, ὑποδούλωσιν εἰς τήν τέχνην τοῦ μεγάλου Κρητός καλλιτέχνου.
Δεκαοχτώ χρόνια μετά μετά τήν ἱστόρηση τοῦ κυρίως ναοῦ, στά 1566, σύμφωνα μέ τίς ἐπίσημες ἐπιγραφικές μαρτυρίες, τοιχογράφησαν τό νάρθηκα (λιτή)˙ τοῦ καθολικοῦ, μέ ἔξοδα τοῦ ἐπισκόπου Βελλᾶς Ἰωαννίνων Ἀντωνίου Ἀψαρᾶ, οἱ αὐτάδελφοι Θηβαῖοι ἁγιογράφοι, ὁ Γεώργιος ἱερέας καί σακελλάριος Θηβῶν καί ὁ Φράγκος. Οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί ζωγράφοι, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ κτιτορικές ἐπιγραφές ἐκκλησιῶν στά χωριά τῆς Ἠπείρου Κράψη καί Κληματιά ἤ Βελτσίτσα, ἔφεραν τό ἐπώνυμο Κονταρῆς. Τό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Κράψης ἁγιογράφησαν ἀπό κοινοῦ οἱ ἀδελφοί Κονταρῆδες στά 1563, ἐνῶ τό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τῆς Κληματιᾶς μόνος ὁ Φράγκος Κονταρῆς στά 1568.
Στήν κορυφή τοῦ τρούλλου τοῦ νάρθηκα κυριαρχεῖ ἡ παράσταση τοῦ Παντοκράτορα. Στόν ἀνατολικό τοῖχο ἡ πολυπρόσωπη σύνθεση τῆς Δευτέρας Παρουσίας μέ ὅλες τίς χαρακτηριστικές σκηνές τῆς ἀδέκαστης ἐκείνης Κρίσης. Στό δυτικό τοῖχο ἡ ἐντυπωσιακή ἀλληγορική παράσταση τοῦ ὅσιου ἀσκητῆ Σισώη, ὁ ὁποῖο θρηνεῖ πάνω ἀπό τόν ἀνοικτό τάφο μέ τό γυμνό σκελετό τοῦ ἔνδοξου στρατηλάτη καί κοσμοκατακτητῆ Μεγάλου Ἀλεξάνδρουμ συμβολίζει τή φιλοσοφίας τῆς ματαιότητας τῶν ἐγκοσμίων καί τήν ἀδυσώπητη καί ἀναπόφευκτη μοίρα τοῦ θανάτου γιά κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαίρετα: «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον˙ οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα˙ ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, πάντα ταῦτα ἐξηφάνισται…».
Στό ἀνατολικό τμῆμα τοῦ νότιου τοίχου εἰκονίζονται πάνω ἀπό τόν τάφο τους οἱ ὅσιοι κτίτορες Νεκτάριος καί Θεοφάνης, κρατώντας ἀπό κοινοῦ ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ˙ τά αὐστηρά ἀσκητικά χαρακτηριστικά καί ἡ ὑπερκόσμια γαλήνη τονίζονται ἰοδιαίτερα στίς ἐξαϋλωμένες μορφές τους. Στούς ἀνατολικούς πεσσούς, ἀριστερά ἡ Παναγία ἡ Μεσίτρια καί Προστάτις τῶν Χριστιανῶν καί δεξιά ὁ Χριστός. Ὅλες οἱ λοιπές ἐπιφάνειες τῶν τοίχων εἶναι κατάγραφες μέ σκηνές μαρτυρίων, ὁλόσωμους ἁγίους, ὅσιους ἀσκητές κ.ἄ.
Ἐπιγραφή πάνω ἀπό τήν τοιχογραφία τῆς Παναγίας στό νάρθηκα, ἀριστερά, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ἐν ἔτει δέ Χριστοῦ ᾳψπ΄ [=1780] καί ᾳψπβ΄ [=1782] ἀνεκαινίσθη ἅπασα ἡ ἱστορία τοῦ ἁγίου βήματος τοῦ καθολικοῦ καί νάρθηκος τούτου διά συνδρομῆς καί δαπάνης τοῦ ταπεινοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Παρθενίου εἰς μνημόσυνον καί ψυχικήν αὐτοῦ σωτηρίαν». Πρόκειται γιά τό γνωστό λόγιο καί δραστήριο ἐπίσκοπο Σταγῶν Παρθένιο (Μάρτ. 1751 - + 26 Μαρτ. 1784), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἀδελφός τῆς μονῆς καί μεγάλος εὐεργέτης καί δωρητής. Μεταξύ τῶν ἄλλων δώρισε στή μονή καί τό ἀξιόλογο προσωπικό του ἀρχεῖο καθώς καί τή βιβλιοθήκη του. Μέ προσωπικά του ἔξοδα ἔκτισε τόν ἐξωνάρθηκα τοῦ καθολικοῦ, τόν ὁποῖο ἀποτελοῦσε στοά μέ καμάρες σέ διπλή σειρά, ὅπως ἀναφέρεται καί περιγράφεται στό στιχούργημα τοῦ ἱερομονάχου Γαβριήλ Ἁγιαμονίτη (1786). Ὁ ἐξωνάρθηκας αὐτός διατηρήθηκε, φαίνεται, ὥς τό 1857, ὁπότε, ὅπως ἔδειχνε ἐντοιχισμένη ἐπιγραφή, ἀνακαινίστηκε ἤ ἀνακτίστηκε στό ἴδιο σχέδιο, καί τελικά ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό σημερινό ἐξωνάρθηκα μέ τόν ξενώνα στόν ἐπάνω ὄροφο, ἐπί μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Πολυκάρπου [Θωμᾶ] καί ἡγουμένου τῆς μονῆς Χριστοφόρου Μάη, ὅπως μαρτυρεῖ μαρμάρινη ἐντοιχισμένη πλάκα τοῦ ἔτους 1930.
Ἀξιοπρόσεκτο γιά τή λεπτή καί περίτεχνη ἐπεξεργασία του εἶναι τό ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο τέμπλο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ καθολικοῦ, καθώς καί ὁ ἡγουμενικός θρόνος καί τά δύο ἀναλόγια μέ πλούσια καί ὡραία διακόσμηση ἀπό φίλντισι˙ ἐπιγραφή στό ἕνα ἀπό αὐτά μᾶς πληροφορεῖ ὅτι κατασκευάστηκαν ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου (τοῦ Κλεινοβίτη, 1784-1808) καί ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἀνατολίου.
Σήμερα ἡ Μονή Βαρλαάμ διαθέτει πλούσια καί ἀξιόλογη συλλογή χειρογράφων, τά ὁποῖα ἀνέρχονται σέ 290. Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν πολύχρωμη καλλιτεχνική τους διακόσμηση (λίγες μικρογραφίες, πολλά διακοσμητικά πρωτογράμματα καί ἐπίτιτλα). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἐδῶ, στά τέλη τοῦ ΙΣΤ΄ καί στίς ἀρχές του ΙΖ΄ αἰώνα, λειτούργησε τό πιό ὀργανωμένο βιβλιογραφικό ἐργαστήριο τῶν μετεωρικῶν μονῶν, ὅπου ἐργάζονταν μεθοδικά καί ἐντατικά εἰδικευμένοι καλλιγράφοι καί γραφεῖς-διακοσμητές κωδίκων. Ἔτσι, στίς ἀρχές τοῦ ΙΖ΄ αἰώνα, ἐργάζεται πλειάδα καλλιγράφων, δάσκαλοι καί μαθητές, πού ἀνήκουν ὅλοι τους στόν καλλιτεχνικό κύκλο τῆς Βλαχίας. Ἁπλῶς μνημονεύομε τά ὀνόματα τοῦ γνωστοῦ Κύπριου καλλιγράφου-κωδικογράφου Λουκᾶ ἐπισκόπου Μποζέου (1583-1603) καί μετέπειτα μητροπολίτη Οὐγγοβλαχίας (1603-1628), τοῦ ἠπειρώτη Ματθαίου Μυρέων (+1624) καί τῶν βαρλααμιτῶν ἱερομονάχων Ἀρσενίου καί Ἰωαννικίου.
Ἀνάμεσα στούς χειρόγραφους κώδικες, πού εἶναι ἐκτεθειμένοι σέ προθῆκες τοῦ μουσείου τῆς μονῆς, ἀξιοπαρατήρητος εἶναι ὁ κώδικας 298, ὑψηλῆς ποιότητας καί παλαιογραφικῆς ἀξίας περγαμηνό τετραβάγγελο, που θεωρεῖται τό προσωπικό ἐγκόλπιο τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου (912-959). Ὁ κώδικας ὅμως αὐτός, πού προέρχεται ἀπό τή Μονή Δουσίκου (Ἁγίου Βησσαρίωνος), φαίνεται νά ἔχει γραφεῖ, ὅπως δείχνει τό εἶδος τῆς γραφῆς του, αἰῶνες ἀργότερα, στά τέλη του ΙΓ΄ ἤ στίς ἀρχές του ΙΔ΄ αἰώνα.
Ἀρκετά καί σπάνια εἶναι καί τά παλαιότυπα τῆς βιβλιοθήκης τῆς μονῆς. Στό μουσεῖο τῆς μονῆς, ἐκτός ἀπό τά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα, εἶναι ἐκτεθειμένα καί πολλά ἄλλα ἐκκλησιαστικά κειμήλια, ὅπως μεταβυζαντινές φορητές εἰκόνες, χρυσοκέντητα ἄμφια καί ἐπιτάφιοι, διάφορα εἴδη μικροτεχνίας καί ἀργυροχοΐας.
Μεταξύ τῶν φορητῶν εἰκόνων, ἰδιαίτερης καλλιτεχνικῆς ἀξίας εἶναι ἡ Θεοτόκος Βρεφοκρατοῦσα, ἀνάμεσα σέ δύο ἀγγέλους καί σέ ἁγίους πού τήν παραστέκουν γύρω της, ἔργο τοῦ ἔτους 1668, τοῦ περίφημου Κρητικοῦ ζωγράφου Ἐμμανουήλ Τζάνε. Ξεχωριστή σημασία ὅμως, ἐκτός ἀπό τήν καλλιτεχνική ἀξία, ἔχει καί ὁ ἐντυπωσιακός χρυσοκέντητος ἐπιτάφιος, σέ πράσινο βελοῦδο, ἔργο τοῦ 1609, πού ἀποδεικνύει ὅτι στή Μονή Βαρλαάμ λειτουργοῦσε καί εἰδικό ἐργαστήριο χρυσοκεντικῆς, διότι ἡ ἐπιγραφή του ἀναφέρει ὅτι «τό παρόν ἀνάθημα ἐτελειώθη ἐν τῷ στύλῳ τοῦ Βαρλαάμ δι’ ἐξόδων τῆς αὐτῆς μονῆς…». Στό πλαίσιο του ὁ ἐπιτάφιος αὐτός φέρει καί τή γνωστή ἔμμετρη ἐπιγραφή: «Τήν φοβεράν σου, βασιλεῦ, Δευτέραν Παρουσίαν / πίστει καί πόθῳ προσδοκῶ…».
Στό βορειοδυτικό ἄκρο τοῦ βράχου βρίσκεται τό παρεκκλήσει τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μονόκλιτο δρομικό ναΐδριο, πού σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή του, κτίστηκε τό 1627 καί τοιχογραφήθηκε τό 1637 ἀπό τόν Καλαμπακιώτη ἱερέα Ἰωάννη, βοηθούμενο ἀπό τά παιδιά του. Οἱ τοιχογραφίες αὐτές, πολύ καλά διατηρημένες, ἀποτελοῦν ἕνα χαρακτηριστικό ζωγραφικό σύνολο τοῦ α΄ μισοῦ τοῦ ΙΖ΄ αἰώνα. Ἐνδιαφέρουσα ἐδῶ ἡ ἀπεικόνιση τῶν 24 οἴκων τοῦ Ἀκάθιστοῦ Ὕμνου. Ἐντυπωσιακές εἶναι στό δυτικό τοῖχο δύο πολυπρόσωπες συνθέσεις, δεξιά ἡ Κοίμηση τοῦ Ἰωάν. τοῦ Χρισοστόμου καί ἀριστερά ἡ Κοίμηση τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου. Τό σημερινό παρεκκλήσι ἀντικατέστησε παλαιότερο ὁμώνυμο ταπεινό ναΐσκο, πού ἀρχικά εἶχε οἰκοδομήσει ὁ πρῶτος οἰκιστής τοῦ βράχου ἀναχωρητής Βαρλαάμ καί στή συνέχεια εἶχαν ἀνακαινίσει οἱ αὐτάδελφοι Ἀψαράδες, Θεοφάνης καί Νεκτάριος.
Ἄλλα ἀξιόλογα κτίσματα τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, μέ ἰδιαίτερο ἀρχιτεκτονικό ἐνδιαφέρον εἶναι: Ἡ παλαιά τράπεζα, πού σήμερα χρησιμοποιεῖται ὡς σκευοφυλάκιο-μουσεῖο˙ ἡ ἐστία ἤ μαγειρεῖο, ἕνα ἀπό τά κομψότερα καί ὡραιότερα κτίσματα τοῦ εἴδους του, θολοσκέπαστο, μέ κανονικό ὀκτάπλευρο τρουλλίσκο ὡς καπνοδόχο (σήμερα ἔχει διασκευασθεῖ ἐσωτερικά καί χρησιμοποιεῖται ὡς ἐκθετήριο ἐνθυμίων)˙ τέλος, ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί τό νοσοκομεῖο.
Οἱ ἅγιοι κτίτορες τῆς Μονῆς Βαρλαάμ, Νεκτάριος καί Θεοφάνης, σέ πολύ νεαρή ἡλικία, περί τό ἔτος 1495, ἔλαβαν τό μοναχικό σχῆμα ἀπό τό γέροντά τους Σάββα, κοντά στόν ὁποῖο ἔμειναν γιά μιά δεκαετία στό νησί τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τό θάνατό του (+ 9 Ἀπρ. 1505). Τόν ἴδιο χρόνο πιθανότατα, μετά τό θάνατο τοῦ γέροντά τους, ἔφυγαν ἀπό τό νησί τῶν Ἰωαννίνων καί πῆγαν καί μόνασαν στό Ἅγιον Ὄρος, στή Μονή Διονυσίου, κοντά στόν πρώην οἰκουμ. Πατριάρχη Νήφωνα (+ 12 Αὐγ. 1508). Μετά ἀπό ὀλιγοχρόνια παραμονή ἐκεῖ ἐπέστρεψαν πάλι στόνησί τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ἀνήγειραν μέ δικά τους ἔξοδα, γύρω στά 1506/1507, τή Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἀλλεπάλληλες ὅμως ἐπεμβάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τούς ἐξανάγκασαν νά ἐγκαταλείψουν, ὁριστικά πιά, περί τό ἔτος 1510/11, τό κελλί τῆς μετάνοιάς τους. Ἔτσι κατέληξαν στούς μετεωρίτικους βράχους, ἀναζητώντας ἐκεῖ τήν ἀσκητική τους τελείωση καί τήν ὑπερκόσμια γαλήνη. Στήν ἀρχή τούς παραχωρήθηκε ὁ στύλος τοῦ Προδρόμου, ὅπου παρέμειναν γιά μιά ἑπταετία (1510/11-1517/18). Τέλος, στά 1517/18, ἐγκαταστάθηκαν στό μόνιμο πιά ἐρημητήριό τους, τόν αὐχμηρό βράχο τοῦ Βαρλαάμ. Ἐκεῖ, μέ τούς κόπους καί ἱδρῶτες τους, μέ τήν αὐστηρή ἄσκηση καί τήν ἀνύστακτη προσευχή τους, καλλιέργησαν καί ἔθρεψαν ὥστε νά ἀναπτυχθεῖ πολυδύναμο τό δέντρο τῆς ἀρετῆς μέ τούς πολύχυμους καρπούς του.
Οἱ ἴδιοι οἱ κτίτορες στά αὐτοβιογραφικά τους κείμενα (αὐτοβιογραφία, διαθηκῶο γράμμα τοῦ ἔτους 1541/42, σύγχρονες ἐνθυμήσεις τους στόν κώδ. 127 Μ. Βαρλαάμ), δίνουν διαφωτιστικές πληροφορίες καί εἰδήσεις γιά τή ζωή καί τό ἔργο τους, καί ἰδιαίτερα γιά τήν οἰκοδομική ἀλλά καί τήν πνευματική τους δραστηριότητα πάνω στούς μετεωρίτικους βράχους. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπ’ αὐτά:
«Μείναντες τοίνυν ἡμεῖς ἐν τῷ οἰκοδομηθέντι κελλίῳ τοῦ Τιμίου Προδρόμου χρόνον μικρόν, οὐκ ἦν ἀνεκτόν τῷ πονηρῷ καί ἀνθρωποκτόνῳ διαβόλῳ ὁρᾶν ἡμᾶς κατά Θεόν καί εἰρηνικῶς ζῶντας… Τοῦτο οὖν ἐνθυμηθέντες, ἀπαίρομεν τῆς πατρίδος ἡμῶν καί παραγενόμενοι ἐν τῷ θείῳ ναῷ τοῦ Μετεώρου τόπον ἡσυχίας καί αὖθις ᾐτήσαμεν. Ἐδόθη δέ ἡμῖν τό ἡσυχαστήριον, ἤτοι ὁ στύλος τοῦ ἱεροῦ Προδρόμου παρά τῶν τότε πατέρων, ἐν ᾦ καί ἀναβάντες καί ἐπί ἑπτά ὅλοις ἔτεσιν οἱ δύο μόνοι ἐκεῖσε διαπεράσαντες, πάλιν διεσκεψάμεθα κατελθεῖν ἐκ τούτου καί ἄλλοθέν ποθεν οἰκῆσαι. Ἐστενωμένος ἦν γάρ πάνυ ὁ τοῦ ἱεροῦ Προδρόμου στύλος καί ἄλλως διά τήν ὑποκάτω τῶν παραβαλλόντων σύγχυσιν˙ οὐ μήν ἀλλά καί οἱ περιερχόμενοι ἀέρες αὐτῷ, βλαπτικοί τε καί νοσώδεις ὄντες, οὐκ εἴων ἡμᾶς ἐκεῖσε διάγειν καί παροικεῖν. Διό καί εὑρόντες τόν πλατύν καί εὐάερον καί ἡσυχαστικόν λίθον εὐρύχωρόν τε καί ἀρεστόν ἡμῖν πρός παροίκησιν ὄντα, ὅστις καί Βαρλαάμ ἐκαλεῖτο, παρά τινος μοναχοῦ Βαρλαάμ, οἰκήσαντος ἐν αὐτῷ πάλαι, τήν ἐπωνυμίαν λαβόντα, καί ἄοικον τῇ πολυετίᾳ ὄντα καί ἔρημον παντελῶς ὡς οἰκόπεδον, ἠρξάμεθα κατά τό ....... [7026-5509/8 = 1517/18] ἔτος ἀνανεοῦν καί οἰκοδομεῖν αὐτόν πρός κατοίκησιν, μήτε κλίμακα ἔχοντα τό πρότερον, μήτε ἄλλην οἰκοδομία, εἰμή μόνον σημεῖά τινα κτισμάτων καί οἰκοδομῶν παλαιῶν καί μέρος τι ἐκ τοῦ βήματος τοῦ ναοῦ. Οὐδέ γάρ ἦν τις ἐν τοῖς εὑρισκομένοις τῆς σκήτεως μοναχοῖς ἤ καί τοῖς πλησίον κοσμικοῖς, ὅστις ἐνεθυμεῖτο ἐν τούτῳ τινά κατοικήσαντα. Καί δή κόπον καί πόνον βαλόντες… πάντα ἐξ οἰκείων κόπων καί ἀναλωμάτων ἡμῶν, καί πρῶτον Θεοῦ συνάρσει ἀνεκαινίσαμεν ἐκ μέρους τόν ναόν τῶν μεγάλων Τριῶν Ἱεραρχῶν… Ἐπεί δέ Θεοῦ συνεργίᾳ καί χάριτι καί πλείονες τῶν ἀδελφῶν ὕστερον συνεισῆλθον ἕως τριάκοντα καί εἰς αὔξησιν τά τοῦ ἡσυχαστηρίου ἐφέρετο, δεῖν ᾠήθημεν καί ναόν ἀνοικοδομῆσαι ἐπαρκοῦντα εὐτάκτως εἰς τήν τῶν πλειόνων ἀδελφῶν ἀνάπαυσιν. Καί μετά σπουδῆς καί προθυμίας πάντες οἱ περί ἡμᾶς ἀδελφοί πλεῖστα κεκοπιακόντες σύν ἡμῖν ὁλοψύχως, τόν μέγαν τουτονί ναόν πεποιήκαμεν, τιμηθέντα ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Πάντων.Ἔκτισται δέ καί τετέλεσται κατά τό ..... [7050-5509/8 = 1541/42] ἔτος, διά ἡμερῶν εἴκοσιν ὅσον τάχος ἐκ βάθρων…» (αὐτοβιογραφία).
Στό διαθηκῶο γράμμα τους (1541/42) ἐξάλλου σημειώνουν τά ἑξῆς:
«Ἔνθεν τῇ βουλῇ καί γνώμῃ τοῦ πανιερωτάτου Λαρίσης καί τοῦ τότε ὁσιωτάτου καθηγουμένου τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου τόν τοῦ Βαρλαάμ λίθον ἐλάβομεν καί κατά δεσποτείαν ἔχειν τοῦτον συνεχωρήθημεν.
Ἐπεί δέ καί πρότερον κἀν τούτῳ σεβάσμιος ναός ᾠκοδόμητο, ἐπί τῷ τῶν ἁγίων μεγάλων διδασκάλων καί ἱεραρχῶν Βασιλείου, Γρηγορίου καί Χρυσοστόμου ὀνόματι τιμώμενος, τῇ πολυετίᾳ δέ φθαρείς ἤδη καί τῇ τῶν ἀνθρώπων ἐρημώσει ἤδη καί τῇ τῶν ἀνθρώπων ἐρημώσει παντελεῖ ἀφανισμῷ ἐκδοθείς, ὡς ἴχνος καί μόνον ἐκ τούτου σώζεσθαι, καί ἀνεκτίσαμεν πρός τό βέλτιον. Ἐβουλόμεθα δέ ποιῆσαι καί εἰς κρεῖττον κάλλος καί σχῆμα καί μέγεθος, διά δέ τόν τῶν κρατούντων φόβον οὐκ ἐτολμήσαμεν τό παράπαν αὐξῆσαι τό σύνολον.
Συνέβη γάρ τότε ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις ὁρισμός ἐξελθεῖν ὑπό τοῦ σουλτάνου, ἵνα τά καινούργια ὅλα χαλνοῦσιν ὅσα τε ἀνακαινίσθησαν νεωστί ἐπί ταῖς τῶν χριστιανῶν ἐκκλησίαις, καί διά τούτου τοῦ φόβου οὐκ ἐποιήσαμεν αὐτόν καθώσπερ ἡ ἔφεσις καί ἡ βουλή ἡμῶν ἦτον, ἀλλά μικρό τι μονύδριον χάριν τοῦ χάλλειν καί ἐκτελεῖν τάς ἀκολουθίας ἡμῶν. Ἐν τούτῳ δέ τῷ ῥηθέντι ναῷ οὐκ ὀλίγῳ καιρῷ διατρίψαντες, εἶτα Θεοῦ συνάρσει καί ἕτερον ἐκ βάθρων ἐγερεῖν ἐβουλήθημεν˙ ὅν καί ἀνηγείραμεν διά δύο τρούλλων σταυροθόλιν ὡραῖον καί ποικιλότατον, κόπους τε καί ἱδρῶτας καί ἐξόδους ἐν τούτῳ οὐ τούς τυχόντας ἐνδειξάντες. Συναντιλαμβανομένου δέ ἡμῖν καί τοῦ τά πάντα τελειοῦντος παντοδυνάμου Θεοῦ, ἐν τούτῳ καί κέλλας ἐπήξαμεν πρός ἀνάπαυσιν τῶν ἐνασκουμένων μοναχῶν καί τῶν ἄλλων πως παρατυγχανόντων, καί λοιπάς οἰκοδομάς καί ἀνακτίσεις ἐβελτιώσαμεν. Ἔτι δέ καί σκεύη καί βιβλία καί ἱερά παντοῖα καί ἱερέων καί διακόνων ἀλλαγάς κατεπλουτήσαμεν αὐτήν εἰς αἶνον καί δόξαν Θεοῦ.
Πρός τοῖς δέ καί κτήματα παντοῖα, ἀμπελῶνάς τε καί ἀγρούς, κήπους τε καί παραδείσους καί μετόχια καί μύλωνας καί ἐλαιῶνας διαφόρους… ἐν αὐτῇ ἀφιερώσαμεν… Εἶτα κατεστήσαμεν ταύτην κοινόβιον εἰλικρινές τε καί ἄδολον εἶναί τε ὁμοῦ καί ὀνομάζεσθαι καί πράττειν τε καί φυλάττειν πάντα τά νόμιμα αὐτοῦ…».
Οἱ αὐτάδελφοι Ἀψαράδες ἤ Ἀψαράτες κατάγονταν ἀπό παλαιά καί ἐπιφανή βυζαντινή οἰκογένεια καί διέθεται μεγάλη χρηματική καί κτηματική περιουσία. Οἱ γονεῖς τους πέθαναν καί οἱ δύο ὡς μοναχοί, μέ τά ὀνόματα Καταφυγή (+ 1506), Νοεμ. 7) καί Ἰώβ (+ 1523/24). Μοναχές ἐπίσης ἦσαν καί οἱ τρεῖς ἀδελφές τους, ἡ Ἀθανασία (+ 11 Νοεμ. 1512), ἡ Εὐγενία (+ 1513/14) καί μία τρίτη τῆς ὁποίας δέν παραδίδεται τό ὄνομα.
Γιά τίς ἀδελφές καί τούς γονεῖς τους οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἀνήγειραν μοναστικό ἡσυχαστήριο κοντά στή Μονή Προδρόμου στό νησί τῶν Ἰωαννίνων: «Μετά τοῦτο καί τό πλησίον τοῦ χωρίου κελλίον ἐκτίσθη παρ’ ἡμῶν, εἰς ὅπερ αἱ κατά σάρκα καί κατά πνεῦμα ἡμῶν ἀδελφαί κατῴκουν, τόν μονήρη βίον προελόμεναι˙ τρεῖς γάρ ἦσαν αὗται καί σύν αὐταῖς καί ὁ πατήρ καί ἡ μήτηρ ἡμῶν, τῷ ἱερῷ καί οὗτοι τῶν μοναχῶν σχήματι τελειωθέντες» (αὐτοβιογραφία).
Ἐνδιαφέροντα κείμενα καί ἄλλα στοιχεῖα γιά τή ζωή καί τή δράση τῶν αὐταδέλφων ἱερομονάχων περιέχουν τά χειρόγραφα τῆς Μ. Βαρλαάμ 127, 134, 180, 275 καί 281, καθώς καί τό χειρόγραφο 172 τῆς Μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού ἀνῆκε ἄλλοτε στή μετεωρική Μονή Βαρλαάμ.