ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡΑ
(Σκοπός: Νά γίνει γνωστό στά παιδιά ἕνα τόσο συμβολικό καί συγχρόνως διδακτικό περιστατικό
ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Νά προετοιμαστοῦν οἱ ψυχές τους γιά τό κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς Γεννήσεως.
Νά κατανοήσουν ὅτι τό βρέφος τῆς Βηθλεέμ εἶναι «Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης...»).

 

Α´. Μικρή εἰσαγωγή

 

Σήμερα, παιδιά, θά σᾶς μιλήσω γιά ἕνα ὄνειρο πού εἶδε στόν ὕπνο του ἕνας βασιλιάς καί τό ὁποῖο δέν εἶναι ὅπως ὅλα τά ἄλλα...

Εἶναι ἀλήθεια πώς στά ὄνειρα δέν πρέπει νά δίνουμε σημασία καί δέν καθορίζουν αὐτά τή ζωή μας. Προέρχονται ἀπό τό ὑποσυνείδητό μας ἤ ἀπό τόν πονηρό. Πολύ σπάνια ὅμως, σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις καί σέ ἐλάχιστους ἀνθρώπους, στέλνει ὁ Θεός ὄνειρα, πού κρύβουν μεγάλες ἀλήθειες. Ὅπως εἶναι αὐτό πού θά ἀκούσουμε σήμερα.

Β´. Διήγηση

Βρισκόμαστε στό παλάτι ἑνός μεγάλου καί πανίσχυρου βασιλιᾶ. Εἶναι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα. Μέσα σ’ αὐτό μένει καί βρίσκεται στήν ὑπηρεσία τοῦ βασιλιᾶ κι ἕνας νεαρός Ἑβραῖoς, ὁ Δανιήλ (οἱ Βαβυλώνιοι τόν ἔλεγαν Βαλτάσαρ).

Κάποια μεγάλη συμφορά ὅμως ἔχει συμβεῖ αὐτές τίς μέρες στό παλάτι... Βυθισµένος ὅμως ἀπό τά βαθιά χαράµατα στήν προσφιλή του µελέτη ὁ Δανιήλ δέν πῆρε εἴδηση τή συµφορά πού εἶχε πέσει στό παλάτι.

Κάποια ὥρα, ἄγρια τροµαγµένα χτυπή­µατα στήν πόρτα τόν ἔβγαλαν ἀπό τή βαθιά περισυλλογή του. Τροµοκρατηµένος µπῆκε ἕνας µικρός ὑπηρέτης κι ἄρχισε νά µιλάει καί νά λέει στόν Δανιήλ τό κακό πού τούς βρῆκε...

— Βαλτά­σαρ, ὁ βασι­λιάς χθές τό βράδυ εἶδε ὄνειρο, πού τόν τάραξε πολύ καί τοῦ ’διωξε τόν ὕπνο. Μά τό λησµόνησε. Μοῦ φαίνεται πώς ἦταν τόσο φoβερό, πού δέν θά ἡσυχάσει σά δέν τό µάθει. Μά ἀφοῦ ὁ ἴδιος τό λησµόνησε, ποιός θά βρεθεῖ νά τοῦ τό θυµίσει; Ποιός µπορεῖ ποτέ νά µπεῖ στή σκέψη τοῦ ἄλλου;

Ξύπνησε ἄγριος πρωί - πρωί. Κάλεσε ὅλους τούς µάγους καί τούς σοφούς νά τοῦ βροῦν τό ὄνειρο. Κι ὅλοι ζήτησαν ὁ ἴδιος νά τό πεῖ, νά τοῦ τό ἐξηγήσουν ἔπει­τα. Μά αὐτός τρελός ἀπό τό θυµό ἀπεί­λησε πώς θά τούς σκοτώσει, ἄν δέν τό βροῦνε µόνοι τους. Ὁ ἴδιος τό ἔχει λησµονήσει.

Ἔπεσαν σέ θλίψη µεγάλη οἱ σοφοί. Κά­ποιος τόλµησε καί τοῦ εἶπε πώς µόνο οἱ θεοί, πού µένουν µάκρια ἀπό µᾶς, θά µπο­ροῦσαν νά τό βροῦν. Θηρίο ἀνήµερο ἔγινε ὁ βασιλιάς ἀπό τοῦτο τόν λόγο. Καί διέταξε νά σκοτω­θοῦν ὅλοι τήν ἴδια µέρα, ἀφοῦ ἦταν ἀνί­κανοι, σοφοί αὐτοί, γιά τέτοιο ἔργο.

Ἔκρυψε τό νεανικό του πρόσωπο ὁ Δα­νιήλ στίς δυό παλάµες του καί στάθηκε πολλή ὥρα, τραγικό ἄγαλµα πόνου, µπρο­στά στόν δήµιο. Φoβήθηκε τή ζωή του; Ὄχι. Ἡ συµφο­ρά πού βρῆκε τούς ἄλλους ἀλλoίωσε τό ὄµορφο πρόσωπο. Ἡ συµφορά καί ὁ φω­τισµός τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσε µία λάµψη ὑ­περκόσµια.

— Κάµε λίγη ὑποµονή, Ἀριώχ, θέλω νά δῶ τόν βασιλιά.

Ἕνα εἰκοσιτετράωρο προθεσµία ζήτησε ὁ Δανιήλ καί κλείστηκε µέ τούς τρεῖς φί­λους του στό πιό ἥσυχο µέρος τοῦ σπιτιοῦ τους. Κι ἐκεῖ ὁλονύχτια προσευχήθηκαν γιά τή ζωή ὅσων ἀπέµειναν σοφῶν, γιά τή δική τους, καί πάνω ἀπ’ ὅλα γιά τή δό­ξα Του...

Μέσα στά διαµερίσµατα τοῦ βασιλιᾶ σιγή θανάτου βασιλεύει. Μόνο σά βήµατα µελλoθαvάτoυ ἀκούστηκαν τά σταθερά τοῦ Δανιήλ. Κινοῦν ἀπαισιόδοξα ὅλοι τό κεφάλι. Τί συµφορά τούς περιµένει πάλι σήµε­ρα; Εἶναι δυνατόν τό νέο τοῦτο παλλη­κάρι νά κατόρθωνε ὅ,τι δέν µπόρεσαν οἱ σοφοί ὅλοι τοῦ βασιλείου;

Ἀπορροφημένος σέ πρoσευχή, ψιθυρίζει καθώς προχωρεῖ τά ἴδια ἐκεῖνα λόγια πού ἀπηύθυνε καί χθές βράδυ στό Θεό του...

«Εἴη τό ὄνοµα τοῦ Θεοῦ εὐλογηµένον ἀπό τοῦ αἰῶνος καί ἕως τοῦ αἰῶνος...»

Ἀµυδρές, χλωµές ἐλπίδες περνοῦν ἀπό τή σκέψη τοῦ Ἀριώχ, καθώς βλέπει τόν Δανιήλ στά ἐσώτερα τοῦ παλατιοῦ. Εἶναι τόσο εἰρηνικός, ἀκτινοβολεῖ θεία λάµψη τό πρόσωπο τοῦ νέου. Γι’ αὐτό γαλήνη χύ­νεται καί µέσα στή δική του, φουρτουνια­σµένη ψυχή. Τά ἴδια συναισθήµατα φαίνεται πώς γέν­νησε ὁ εὐσεβής νέος στήν ψυχή τοῦ βα­σιλιᾶ... Στό νεῦµα του ἄρχισε ὁ Δανιήλ:

— Κάλεσες, βασιλιά, τούς µάγους ὅλους καί τούς σοφούς νά σοῦ ποῦν αὐτό πού εἶδες χθές στόν ὕπνο σου. Δέν σκέ­φτηκες πώς ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ εἶναι Ἐκεῖνος πού φανερώνει τά ἀπόκρυφα;

Συνοφρυώθηκε ὁ Ναβουχοδονόσορας· τοῦτα τά λόγια τά ἄκουσε χθές κι ἀπό τούς ἄλλους. Τολµᾶ κι αὐτός ὁ νεαρός νά τοῦ τά ἐπαναλάβει; Δέν ξέρει πώς θά ’­ναι πιό τροµερή σήμερα ἡ τιµωρία του; Ὁ ἰσραηλίτης νέος κοίταξε κατάµατα τόν βασιλιά.

Ἄν τήν ὥρα ἐκείνη ἔβλεπαν τό λαµπε­ρό µάτι τοῦ Δανιήλ οἱ συµπατριῶτες του, θά νόµιζαν, θά πίστευαν πώς ὁ παντοδύ­ναµος καί πάνσοφος Θεός τους, συνεξόρι­στος κι αὐτός, ἀόρατος δίπλα στόν εὐγενή νέο, τόν δυνάµωνε, τόν ζωογονοῦσε, τοῦ φώτιζε τή σκέψη, τοῦ ἀπεκάλυπτε τά ἀπόκρυφα.

— Ξαπλωµένος στό κρεβάτι σου, βασι­λιά, βασάνιζες τή σκέψη σου µέ ὅσα µελ­λοντικά πρόκειται νά γίνουν. Ὅταν σβή­σει ἡ δική σου βασιλεία κι ἀκόµα πιό πέ­ρα, ὕστερα ἀπό χρόνια πολλά. Ἤθελες βαθιά νά εἰσχωρήσεις στό ἄγνωστο γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους µέλλον.

Ὅλο τό σύννεφο τό πυκνό πού σκέπα­ζε µέχρι τώρα τή σκέψη τοῦ βασιλιᾶ ἄρχι­ζε σιγά - σιγά νά ξεκαθαρίζει. Οἱ βασανιστικές καί ἐπίµονες χθεσινές σκέψεις, πού δέν ἔδιναν ὕπνο στά βλέφαρα, ἦρθαν πάλι µπροστά του. Μά τίποτε ἄλλο ἀκόµη δέν θυµόταν... Ὁ Δανιήλ µέ τό βλέµμα βυθισµένο κά­που µακριά, συνέχισε.

— Εἶδες µπροστά σου ξαφνικά ἕνα ἄγαλ­µα τεράστιο, ἀνθρώπου ὑπερφυσικοῦ µέ ὄψη φοβερή πού σοῦ προξένησε τρόμο. Τό κεφάλι του ὁλό­χρυσο, τά χέρια καί τό στῆθος ἀσηµένια, ἡ κοιλία καί οἱ µηροί χάλκινη, οἱ κνῆµες σιδερένιες, τά πόδια σ’ ἕνα µέρος τους σιδερένια καί σ’ ἕνα πή­λινα.

Κι ὅπως τό κοίταζες γεµάτος θαυµα­σµό καί φόβο, κόπηκε µονάχη της µία πέ­τρα ἀπ’ ἕνα βουνό καί χτύπησε τό ἄγαλ­µα στό πιό ἀδύνατο σηµεῖο, στά πόδια, κι ἔγιναν σ’ ἕνα λεπτό χρυσός κι ἀσή­µι καί χαλκός καί σίδηρος καί πηλός σά λεπτή σκόνη, πού τήν πῆρε ὁ ἄνεµος ἀπό ἁλώνια καί τή σκόρπισε καί δέ βρέ­θηκε ἴχνος της πιά! Κι ἡ πέτρα ἐκείνη ἔγινε μεγάλο ὄρος πού ξαπλώθηκε πάνω σ’ ὅλη τή γῆ!

Γελᾶ τό πρόσωπο τοῦ βασιλιᾶ ἀπό ἱ­κανοποίηση καί χαρά ἀνέκφραστη. Ναί, τοῦτο τό φοβερό ὅραµα εἶδε τήν προχθε­σινή νύχτα. Μά σάν σιωπᾶ ὁ νέος πού εἶναι µπροστά του, ἡ χαρά του µεταβάλ­λεται σέ ἀγωνία. Μήπως δέν εἶναι ἱκανός ὁ Ἑβραῖος νέος νά τοῦ ἐξηγήσει τό ὅρα­µα;  Ὅµως ὁ Δανιήλ µέ τόν ἴδιο προφητι­κό τόνο συνεχίζει...

— Σύ εἶσαι τό χρυσό κεφάλι τοῦ ἀγάλ­µατος, βασιλιά. Ἡ δική σου ἀπέραντη καί κραταιά βασιλεία. Μά θά ’χει τέλος κάποια µέρα. Ἔπειτα θά ἔρθει ἄλλη, πού θά εἶναι κατώτερή σου κι ἔπειτα τρίτη, χάλκινη, πού θά κυριεύσει ὅλη τή γῆ. Στή συνέχεια θά παρουσιασθεῖ ἄλλη ἰσχυρή σάν τό σί­δερο, καί τό ἕνα της µέρος θά εἶναι ἰσχυρό, ἐνῶ τό ἄλλο θά εἶναι εὔθραυστο.

Ὕψωσε τή φωνή του ὁ Δανιήλ καί συνέχισε:

— Τότε ὅµως, Ναβουχοδονόσορα, ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ θά ἀναστήσει τή δική Του Βασιλεία ἀσάλευτη κι αἰώνια. Ὅπως κό­πηκε ἡ πέτρα ἐκείνη ἀπό τό βουνό καί διέλυσε τά πάντα, ἔτσι κι ὁ Βασιλιάς τῆς Βασιλείας αὐτῆς θά συντρίψει τίς ἄλλες βασιλεῖες καί θά µείνει αὐτός κι ἡ Βα­σιλεία Του ἀσάλευτη κι ἀµετακίνητη σέ ὅλους τούς αἰῶνες!

Τό προφητικό βλέµµα τοῦ νέου ἔλαµπε προσδοκία. Ἡ προφητεία τοῦ Δανιήλ ἐκπληρώθηκε. Ἡ χρυσή κεφαλή τοῦ ἀγάλµατος συµβόλιζε τή βασιλεία τοῦ Ναβουχοδοvόσο­ρα. Τό ἀσηµένιο στῆθος τή δυναστεία τοῦ Δαρείου καί τῶν ἀπογό­νων του. Ἡ χάλκινη κοιλιά τή δυναστεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος κυ­ριάρχησε σέ ὅλη τή γνωστή γῆ. Οἱ σιδερένιες κνῆµες παριστάνουν τή ρωµαϊκή κυριαρχία, ἡ ὁποία µέ τούς γυ­µνασµένους στρατούς της θά ἦταν δυνα­τή σάν τό σίδερο. Ὅµως ἡ ἀνοµοιογέ­νεια τῶν λαῶν, πού συμβολίζεται μέ τούς ἀναμεμειγμένους μεταξύ τους σίδηρο καί πηλό, τήν κατέστησαν σιγά - σιγά ἀδύνατη.

Ἡ πέτρα πού ξεκόλλησε ἀπό τό βουνό καί κατρακύλησε πάνω στό ἄγαλμα χωρίς χέρι, ἐσήµαινε τόν Κύ­ριο Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό τήν Παναγία Παρθένο.

Ὅπως ὁ λίθος ἐκεῖνος συνέτριψε τό ἄ­γαλµα καί τό διεσκόρπισε, αὐτός δέ αὐ­ξήθηκε σέ τεράστιο βουνό, πού κάλυψε ὅλη τή γῆ, ἔτσι καί ὁ Χριστός κατήργη­σε κάθε δύναµη καί ἐξουσία καί ἵδρυσε βασιλεία πνευµατική, τήν Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία, ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, τόσο καί κατακτᾶ τίς ψυχές καί ξαπλώνεται σ’ ὅλη τή γῆ, ἕως ὅτου πραγματοποιηθεῖ ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν».

Μετά ἀπό αὐτά εὔκολα διέκρινε κανείς τήν ἀπέραντη χαρά τοῦ βασιλιᾶ, πού µέ ἀλλοιωµένο τό πρόσωπο ἀπό εὐτυχία ζοῦσε καί κεῖνος τ’ ὁ­λοζώντανο ὅραµα, ὅπως τό εἶδε μπροστά του τήν προχθεσινή νύχτα.

Μόνο ὅταν εἶδε ὁ Δανιήλ τόν πανίσχυρο Ναβουχοδονόσορα, νά κατεβαίνει ἀπό τόν χρυσό θρόνο του, νά γονατίζει µπροστά του καί νά τόν προσκυ­νᾶ καί νά διατάζει τούς ὑπηρέτες νά φέ­ρουν θυµιάµατα θυσία µπροστά του, τότε µόνο φοβήθηκε περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἄν ἔβλεπε ὑψωµένο τό χέρι τοῦ δηµίου ἐπάνω του. Φόβος τόν κυρίευσε µήπως ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιάς, ἱκανοποιημένος ἀπό τήν ἐξήγηση τοῦ ὁράµατος, συνηθισµέ­νος νά θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του, θελήσει ν’ ἀποδώσει καί σ’ αὐτόν θεῖες τιμές.

Ὅµως εἰρήνη χύθηκε στήν ψυχή του, θεία ἱκανοποίηση, σάν ἄκουσε νά βγαίνουν ἀπό τό στόµα τοῦ Ναβουχοδονόσορα αὐτά τά λόγια: «Ἐπ’ ἀληθείας ὁ Θεός ὑµῶν αὐτός ἐστι Θεός θεῶν καί κύριος τῶν βα­σιλέων καί ἀποκαλύπτων μυστήρια...» (β’ 47).

Ὄρθιος, ἐκεῖ στό βασιλικό θρόνο µπρο­στά, ὁ ἥρωας προφήτης νέος δέν ἀκούει τίς ἀλλεπάλληλες διαταγές τοῦ βασιλιᾶ, πού τόν γεµίζουν µέ θησαυρούς καί κτή­µατα, πού τόν ἀνακηρύσσουν ἄρχοντα ὅ­λων τῶν σατραπῶν καί ὅλων τῶν σοφῶν τῆς Βαβυλῶνος. Οἱ τιµές κι οἱ δόξες οἱ ἀνθρώπινες, ὅ­ταν µάλιστα προέρχονται ἀπό εἰδωλολά­τρες, εἶναι ἀμφίβολες, πρόσκαιρες, µάταιες. Φεύγουν σάν σκιά, σάν ὄνειρο.

Ἕνα µόνο ἐξακολουθεῖ νά ἠχεῖ στ’ αὐ­τιά του, τά εὐχαριστήρια λόγια τοῦ Βα­σιλιᾶ, πού δόξασαν πρίν λίγο τόν Θεό... Κι ἐκεῖ ὄρθιος µπροστά στό βασιλικό θρόνο ἕνα παρακαλεῖ µυστικά στόν Κύριο τῶν Δυνάµεων ὁ νεαρός Ἑβραῖος πού ἔ­γινε σέ µιά στιγµή πανίσχυρος καί πανέν­δοξος. Ἕνα µόνο: Νά γίνεται ἀφορµή µέ τήν ἀρετή του καί τήν ἀνδρεία του νά δοξάζεται τό ἅγιο ὄνοµα τοῦ Θεοῦ του.

Καί µιά χάρη ζητεῖ ἀπό τόν βασιλιά: Τίς τιμητικές θέσεις νά τίς δώσει στούς τρεῖς φίλους του. Στήν κοινή προσευχή τους ὀφείλεται ἡ προφητική ἀποκάλυψη! Ναί, ἀπό τίς ὑ­ψηλές τους θέσεις θά ἐργάζονταν δίκαια καί τίµια, γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Ναβουχοδονόσορα, µά πιό πολύ γιά νά ἀνα­κουφίσουν τούς σκλαβωµένους ἀδελφούς τους, ὅπως κάποτε στήν Αἴγυπτο κι ὁ Ἰωσήφ.

Γ´. Γιά τήν ᾿Ορθόδοξη ζωή μας

 

ÜΠοιό ἦταν τό ὄνειρο πού εἶδε ὁ βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ;

— (...)   (Μέ δυό λόγια...)

ÜΠοιός μπόρεσε νά ἐξηγήσει τό ὄνειρο καί μέ τή δύναμη ποιοῦ;

— (...) Σωστά... Ὁ Δανιήλ, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ!

 

ÜἩ πέτρα κόπηκε ἀπ’ τό βουνό. Αὐτό θά τό γιορτάσουμε σέ λίγες μέρες! Ποιά γιορτή δηλαδή;

Μάλιστα, αὐτό τό βρέφος μέσα στή βρώμικη φάτνη εἶναι αὐτή ἡ πέτρα, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά νικήσει ὅλες τίς ἄλλες βασιλεῖες καί νά ἐγκαθιδρύσει τή βασιλεία Του, πνευματική βασιλεία, πού δέν θά καταλυθεῖ ποτέ. Ἀλλά θά εἶναι αἰώνια. Ὁ ἐρχομός του ἔκοψε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου στά δύο, π.Χ. καί μ.Χ.!

ÜΜά ποῦ εἶναι ἡ βασιλεία Του, ποῦ εἶναι ὁ στρατός Του, ποῦ εἶναι ἡ δύναμή Του;

Ἡ βασιλεία Του εἶναι πνευματική. Ὁ Χριστός βασιλεύει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν σ’ Αὐτόν. Καί οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν σ’ Αὐτόν καί σώζονται καί κερδίζουν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὅλο καί πληθαίνουν. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τούς αἰῶνες διαδίδεται σέ ὅλο καί περισσότερα ἔθνη.

Ἄς κρατήσουμε λοιπόν αὐτή τήν εἰκόνα, τό θεῖο ὄνειρο τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Γιατί θά μᾶς βοηθήσει νά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα ὅπως τά θέλει ὁ Χριστός μας.

Δηλαδή πῶς;

  1. Θά δοξάσουμε καί θά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό μας πού ἦλθε στή γῆ γιά νά μᾶς χαρίσει τήν βασιλεία Του.
  2. Θά προσκυνήσουμε Αὐτόν πού ἐνῶ φαίνεται ἕνα ἀδύναμο βρέφος στή φάτνη, εἶναι ὅμως «Θεός ἰσχυρός», εἶναι Παντοδύναμος...
  3. Θά φροντίσουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτό πού ἐμποδίζει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔλθει καί στή δική μας καρδιά. Καί αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία, τήν ὁποία θά πολεμήσουμε μέ τόν ἀγώνα μας καί κυρίως μέ τά ἁγιαστικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
  4. Θά ἐφαρμόζουμε στή ζωή μας τίς ἅγιες ἐντολές Του, γιατί αὐτός πού τίς περιφρονεῖ θά γίνει σκόνη, ὅπως ἔγινε τό ἄγαλμα, δηλαδή θά τιμωρεῖ πολύ αὐστηρά.

Ἄς ἑτοιμαστοῦμε λοιπόν γιά τίς ἅγιες ἡμέρες πού ἔρχονται, ἔτσι ὥστε νά ἔλθει καί στή φάτνη τῆς δικῆς μας καρδιᾶς καί νά θρονιαστεῖ σάν βασιλιάς ὁ ἀνίκητος καί παντοδύναμος Θεός.

Τί πρέπει νά ἐπιδιώξουμε καί νά ἐπιθυμήσουμε τά φετινά Χριστούγεννα;

 

Σύνθημα:

Τά Χριστούγεννα θά θρονιαστεῖ

στήν καθαρή καρδιά μου ὁ παντοδύναμος Θεός.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ