Πρόσωπα:

1. Ἀφηγητής

2. Γερο-Μῆτρος, πατέρας

3. Παναγῆς, γιός του.

4. Δημητρός, ἐγγονός, γιός τοῦ Παναγῆ.

5. Λάμπρος

 

ΣΚΗΝΗ 1η 

 

Ἀφηγητής:  Μέσα στά κρύα τοῦ χειμώνα καί τίς παγωνιές μιά ζεστή πνοή ἁπλώνεται. Μιά γλυκιά θαλπωρή προβάλλει ἑνός ἄλλου κόσμου. Εἶναι ἡ θαλπωρή τῆς θείας Ἀγάπης πού γεννιέται στή γῆ. Εἶναι ἡ γλυκιά πνοή πού ξεχύνεται ἀπό τή φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Μέσα στήν καρδιά τοῦ χειμώνα γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα. Καί ὅλα γύρω ὀμορφαίνουν. Ὅλα λαμπρύνονται. Χριστούγεννα! Ἄραγε ἔχουν ἀνοίξει ὅλες οἱ καρδιές, γιά νά δεχθοῦν τό θεῖο Φῶς; (μικρή παύση)

Βρισκόμαστε σέ κάποιο ὀρεινό χωριό τῆς ἑλληνικῆς ἐπαρχίας. Στό σπιτικό τοῦ κύρ Παναγῆ δέν ἔχει μπεῖ ἀκόμα αὐτή ἡ χαρά καί ἡ γλυκύτητα τῶν Χριστουγέννων.

Οἱ καρδιές εἶναι κλειστές. Ἡ ἀγάπη δέν ἔχει τόπο στό σπίτι αὐτό. Ἰδιαίτερα στήν καρδιά τοῦ κύρ Παναγῆ, πού μένει σφαλισμένη, παγωμένη καί ἐχθρική πρός αὐτόν τόν ἀδελφό του! Κι ὅμως σέ λίγο ἡ καμπάνα θά χτυπήσει καί θά σημάνει Χριστούγεννα...!

 

Γερο-Μῆτρος:  (Καθιστός στό τζάκι παίζει τό κομπολόι του καί τραγουδάει) «Ὤρε συννέφιασε ὁ Παρνασσός......... τριγύρω τά δροσίζει......... ρίχνει τά χιόνια στά βουνά.........  (μπαίνει ὁ γιός του καί ὁ ἐγγονός του)  ὠρέ καί τίς δροσιές στούς κάμπους......

Παναγῆς: Σώπα, πατέρα! Σώπα ντε! πές καί τίποτα ἄλλο! Μέσα σέ τέτοια παγωνιά καί κρύο γιά δροσιές καί γιά χιόνια τραγουδᾶς; (Πλησιάζει τή φωτιά τινάζοντας τό χιόνι ἀπό πάνω του).

Δημητρός: Ἔ! παππούλη, ξυλιάσανε τά χέρια μου ἀπό τό κρύο, κάτσε λίγο νά ζεσταθῶ. Καλά σοῦ τό εἶπε ὁ πατέρας μου... δέν τραγουδᾶς τίποτα ἄλλο, παππούλη;...

Γερο-Μῆτρος: Σάν τί νά πῶ, Δημητρό μου, σάν τί νά πῶ;

Παναγῆς:  Τί νά πεῖς, πατέρα μου... Τί νά πεῖς... Δέν εἶναι μόνο τοῦ χιονιοῦ ἡ παγωνιά... Εἶναι καί τούτη ἐδῶ μέσα (βάζει τό χέρι στήν καρδιά), τῆς καρδιάς ἡ παγωνιά. Σάβανο χιόνι μοῦ πλακώνει τήν καρδιά, πατέρα!

Ἡ νύφη σου, πού χάθηκε, τοῦ Δημητροῦ ἡ μάννα, μ’ ἄφησε πίσω ἔγνοιες καί καημούς! Καί τέτοιες μέρες πού ἔρχονται... Ποὖ ’ναι ἡ νοικοκυρά, πατέρα, νά φτιάξει δίπλες καί χριστοκούλουρα;... Χριστούγεννα... Χριστούγεννα, πατέρα. Καταλαβαίνεις ἐσύ τίποτα;

Γερο-Μῆτρος:  Ἄντε μήν τά ἀναθυμιέσι, Παναγῆ μου!... Νά πού δέν φάνηκε καί ἡ Ἀργυρή κατά δῶ αὐτές τίς μέρες! Προκομμένη νύφη κι αὐτή, κάτι θά μᾶς ἑτοίμαζε...

Βλέπεις ἀπό τότε πού μαλώσατε τ’ ἀδέλφια μεταξύ σας καί ἀλλάξατε τόσες πικρές κουβέντες... χάθηκε κι αὐτή!

Παναγῆς: Πατέρα, μήν τούς μελετᾶς! Ἀναταράζονται τά σωθικά μου καί νά τούς θυμᾶμαι ἀκόμα. Ἐγώ δέν ἔχω ἀδελφό, στό λέω νά τό ξέρεις. (Ὁ Δημητρός σέ κάποια ἄκρη τοῦ δωματίου διαβάζει καθιστός)

Δημητρός: (Ἀφήνει τό βιβλίο, πλησιάζει στό παράθυρο) Πατέρα, Παππούλη... Ἀκοῦστε! Κάποιος ἔρχεται κατά δῶ... Ἀκούγονται τά βήματά του.

Παναγῆς:  Καλά τό λέει ὁ Δημητρός... Ἀλλά ποιός νά ‘ναι... τί θέλει τέτοια ὥρα;

Λάμπρος:  Ἔ, Παναγῆ, ἄνοιξε. Ὁ Λάμπρος εἶμαι ἀπό τόν πέρα μαχαλά. Ἄνοιξε καί θέλω νά σοῦ πῶ... ( Τοῦ ἀνοίγουν καί μπαίνει μέσα)

Παναγῆς: Τί σ’ἔφερε τέτοια ὥρα στό σπιτικό μου μέ τοῦτο τόν χιονιά;

Λάμπρος:  (Βγάζει ἀπό τό σακκούλι κάτι τυλιγμένο καί τό δίνει) Παναγῆ, πάρτο... Εἶναι γιά σένα αὐτό! Τό στέλνει ὁ ἀδελφός σου πεσκέσι, δῶρο... (Ὁ Παναγῆς δείχνει τρομαγμένος) Καί λέει νά τόν συχωρέσεις... τέτοιες μέρες ποὔρχονται. Θά ’ρχόταν ὁ ἴδιος, μοῦ εἶπε, νά συμφιλιωθεῖτε, Χριστούγεννα πὄρχονται, μά εἶναι ἄρρωστος στό κρεβάτι, πουντιασμένος. Σχώρα τον, Παναγῆ... Εἶστε ἀδέλφια!

Γερο-Μῆτρος: Παναγῆ μου, τί ἀκοῦν τ’ αὐτιά μου; Μετανιωμένος ὁ ἀδελφός σου σοῦ ζητᾶ συγχώρηση..! Χριστέ καί Παναγιά! (Γυρίζει στήν εἰκόνα καί σταυροκοπιέται) Κάμε τό θαῦμα σου, Χριστέ μου, πού θά γιορτάσουμε σέ λίγο τή θεία Γέννησή σου!!!

Παναγῆς:  (Μέ σκληρή φωνή, ἄγρια) Λάμπρο, τράβα ἀπό κεῖ πού ἦρθες... Μέσα μου ἔχω τραμουντάνα... καί σύ μοῦ μιλᾶς γιά συχώριο...; Νά μήν τόν ξαναδῶ στά μάτια μου μέχρι τόν θάνατό του...!

Γερο-Μῆτρος: Πάψε, παιδί μου, Παναγῆ. Κι εἶναι χρονιάρες μέρες!...

Λάμπρος:  Σχώρα τον, Παναγῆ, νά ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου. Θά’ρθει ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μέσ’ στήν ψυχή σου. Τέτοιες μέρες, Παναγῆ, πῶς θά τίς περάσεις μ’ αὐτή τή σκοτεινιά;...

Παναγῆς:  Πατέρα, Λάμπρο,... τά ξεχάσατε αὐτά πού μοῦ ’χει εἰπωμένα; Ἐμέν, ἐμένα, νά μέ πεῖ κλέφτη;  Νά μοῦ πεῖ ὅτι ἔκλεψα δέντρα ἀπό τό δάσος καί τό κατέστεψα, γιά νά βγάλω χρήματα;... Ἄκου κουβέντες πού ξεστόμισε... Ἐγώ δέν τόν συγχωράω... Ἐμένα μοῦ μαύρισε ἡ καρδιά, πεῖτε ὅ,τι θέλετε... Ἐγώ δέν τόν συγχωράω.

Λάμπρος:  Ἔ, τότε φεύγω ἐγώ!... (Σηκώνεται) Καλά Χριστούγεννα καί ὁ Θεός μαζί μας!

Παναγῆς:  (Λίγο πεσμένη ἡ κακία του) Ἄντε Λάμπρο μου, στό καλό... (Φεύγει)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ 2η 

Ἀφηγητής:  Βαριά ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στό πονεμένο σπιτικό. Ὁ Παναγῆς σάν πληγωμένο θηρίο πηγαινοέρχεται. Βαρύς ὁ θυμός του. Μεγάλη ἡ πίκρα του. Ὄχι, δέν θέλει νά τόν συγχωρέσει. 

Μά... ἡ Ἀγάπη γεννιέται στή γῆ! Ὁ Θεός βρίσκεται μέσα στή φάτνη, γιά νά συγχωρεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γιά νά εἴμαστε ἀγαπημένοι καί ἑνωμένοι... 

Ὁ Παναγῆς ἔχει ἐσωτερικό πόλεμο! Παλεύει... Παλεύει...

 

Παναγῆς:  Ἀκοῦς, κλέφτης ἐγώ!... Σέ μένα νά κάνει τέτοια προσβολή! Καί νά ‘ναι ἀδελφός!... Καί αὐτά τά λίγα κλαράκια πού ἔκοψα λές καί τά πούλησα;... Ἐκεῖ στό χαγιάτι στοιβαγμένα!... Ὤχ... τί ἀντάρα εἶναι αὐτή πού ἔχω στήν καρδιά μου;... (Ὁ παππούς σηκώνεται καί παίρνει τή «Σύνοψη» στά χέρια του. Κάθεται. Ἔχει τό κεφάλι ριγμένο καταπικραμένος, φωνάζει τό Δημητρό...)

Γερο-Μῆτρος:  Ἔ Δημητρό, ἔλα, λεβέντη μου, ἔλα ἐδῶ κοντά μου, λιγάκι νά ξεσκάσω... (Ὁ Δημητρός ἔρχεται κοντά στόν παππού)

Γερο-Μῆτρος:  Θά ‘ρθεις ἐσύ, παλληκαράκι μου, ταχιά νά πᾶμε στήν Ἐκκλησιά ἀντάμα;... Χριστούγεννα αὔριο, Δημητρό!... Χριστούγεννα... (Γυρίζει στίς εἰκόνες). Συγχώρα μας, Θεέ μου...

Παναγῆς:  Πατέρα, νά σφάξουμε τόν κόκκορα, νά φτιάξουμε σούπα γιά αὔριο;

Γερο-Μῆτρος:  Σφάξτον, παιδί μου , ὅπως θέλεις κάνε...(Ἀνοίγει τή «Σύνοψη» καί ψιθυρίζει...) Ἀφέντη μου, Χριστέ, συχώρα μας... (Κοιτάζει τή «Σύνοψη», ψάλλει) 

«Θεός ὤν εἰρήνης, Πατήρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν ἄγγελον...» (Ὁ Παναγῆς ἀκούει κοντά στό παράθυρο... κοιτάζει ἔξω) 

Δημητρός:  Παππούλη, τί σημαίνει τό τροπάρι αὐτό πού λές; Δέν τό καταλαβαίνω;... Ποιός εἶναι ὁ Ἄγγελος; (Ὁ Παναγῆς γέρνει τό βλέμμα του μέσα στό δωμάτιο καί ἀκούει)

Γερο-Μῆτρος:  Λέει, Δημητρό μου, πώς ὁ μεγάλος Θεός εἶναι Θεός πού ἀγαπάει καί θέλει τήν εἰρήνη. Εἶναι Θεός τῆς εἰρήνης. Καί θέλει νά τήν ἔχουμε καί μέσα στήν καρδιά μας. Ὁ Ἄγγελός Του, Δημητρό μου, εἶναι ὁ Χριστός, πού ‘ρθε στή γῆ, γιά νά μᾶς φέρει τήν Εἰρήνη. Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός καί μᾶς λυπόταν νά μᾶς βλέπει ταραγμένους ψυχικά. (Ὁ Παναγῆς ἔρχεται κοντά καί κάθεται). 

Παναγῆς:  Τί... εἶναι αὐτά πού λές, Πατέρα; Γι’ αὐτό ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ, γιά νά μᾶς φέρει τήν εἰρήνη;

Γερο-Μῆτρος:  Ναί, Παναγῆ μου, γιά νά μᾶς φέρει τήν Εἰρήνη... Γιά νά μᾶς φέρει τήν ἀγάπη στίς καρδιές μας... καί στίς οἰκογένειές μας... Καί στή δική σου καρδιά, παιδί μου Παναγῆ! Καί στή δική σου πού τή μόλυνε τό μίσος γιά τόν ἀδελφό σου...!

Παναγῆς:  (Ἀνακατεύει τή φωτιά χαζεύοντας...) Μέ πίκρανε, Πατέρα!... στή μέση τοῦ μαγαζιοῦ. Καί μοῦ πέταξε κατάμουτρα τά φαρμακωμένα λόγια του, λόγια γεμάτα πίκρα...

Γερο-Μῆτρος:  Παναγῆ μου, χειρότερη ἀπό τήν προσβολή πού κάναμε ἐμεῖς στόν Θεό δέν ξαναγίνεται... Κι οὔτε πού Τοῦ ζητήσαμε συγνώμη. Μόνος του ἦρθε στή γῆ γιά νά μᾶς συγχωρέσει καί νά μᾶς φέρει τήν εἰρήνη. Γίνεται, Παναγῆ μου, νά μή συγχωρέσεις τόν ἀδελφό σου, ὅταν μάλιστα αὐτός σοῦ ζητᾶ συγχώρεση καί σοῦ στέλνει καί δῶρα; (Ὁ γέρο-Μῆτρος σκύβει καί πάλι στή «Σύνοψη»...) 

 

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ 3η

Ἀφηγητής:  Ἀκούει ὁ Παναγῆς τόν γέροντα πατέρα του μέ προσοχή. Ἀκούει καί σιγά-σιγά ἡ καρδιά του ἡμερεύει. Γιά τήν εἰρήνη λοιπόν γεννήθηκε ὁ Χριστός. Γιά νά εἶναι ἑνωμένες ὅλων οἱ καρδιές. Σέ λίγο θά χτυπήσουν οἱ καμπάνες, γιά νά ἀναγγείλουν τό μεγάλο γεγονός. Οἱ ἄγγελοι θά ψάλουν τό οὐράνιο τραγούδι τους: «...καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Καί ἡ δική του ἡ καρδιά; Ἔτσι θά μείνει τέτοια μέρα; μέσα στά σκοτάδια; Ὄχι! κι ἡ δική του ἡ καρδιά θά γίνει φάτνη, γιά νά χωρέσει τήν εἰρήνη τ’ οὐρανοῦ. Καί στή δική του καρδιά πρέπει νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Πῆρε τήν ἀπόφασή του. 

Σηκώνεται... καί... ξεκινᾶ...!!!

Παναγῆς:  (σκεπτικός) Πατέρα, ὁ Χριστός πού βοηθᾶ καί ζεσταίνει τίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, θά βοηθήσει καί μένα νά λειώσουν τελείως τά χιόνια πού πλακώνουν τήν καρδιά μου;

Γερο-Μῆτρος:  (δείχνει τήν εἰκόνα) Παιδί μου, ὁ Χριστός γι’ αὐτό ἦρθε...! Νά φέρει σ’ ὅλες τίς καρδιές τήν εἰρήνη Του. Τήν εἰρήνη τ’ οὐρανοῦ. Καί στή δική σου καρδιά, Παναγῆ...

Παναγῆς: Πατέρα, δός μου τό φάρμακο πού σοῦ ἔδωσε ὁ γιατρός, ὅταν ἤσουν κρυολογημένος...

Γερο-Μῆτρος:  Τί θά τό κάνεις, Παναγῆ; Τί θά τό κάνεις;...

Παναγῆς:  Πατέρα, λέω νά πάρω καί τό Δημητρό μαζί μου... καί νά πεταχτῶ στόν πέρα μαχαλά!... Νά... δῶ τόν ἄρρωστο ἀδελφό μου... Ἔ...! νά συγχωρεθοῦμε... Δέ βαριέσαι... Δέν ἦταν καί πολύ βαριά αὐτά πού μοῦ ’πε... Χρονιάρα μέρα αὔριο... Ἄντε νά πᾶμε, Δημητρό!... Καί θά γυρίσουμε νά σφάξουμε τόν κόκκορα... Νά φᾶμε αὔριο καί οἱ δυό οἰκογένειες ἀντάμα, ὅπως κάναμε κάθε χρόνο. Νά σοῦ ἑτοιμάσω καί τά γιορτινά νά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν Ἐκκλησία...

Γερο-Μῆτρος:  Θεέ καί Κύριε! Τί εἶναι τοῦτα πού ἀκούω; Τό ’κανες, Κύριε, τό θαῦμα σου; Ἄμετε στό καλό... καί νά τοῦ πεῖτε καί ἀπό μένα περαστικά... Αὔριο θά εἴμαστε ὅλοι μαζί...

Δημητρός:   (Κοιτάζοντας ἔξω ἀπό τό παράθυρο) Πατέρα, πᾶμε, σταμάτησε τό χιόνι...

Παναγῆς:  Δίκιο τὄχες, πατέρα, γιά τόν ἄγγελο τόν Χριστό, πού φέρνει τήν εἰρήνη στήν καρδιά... Ἔλα, τυλίξου καλά, Δημητρό, μήν κρυώσεις, καί πᾶμε...(Φεύγουν. Ὁ γερο-Μῆτρος σηκώνει τά χέρια του σέ προσευχή καί λέει πανηγυρικά).

Γερο-Μῆτρος: «Θεός ὤν εἰρήνης, Πατήρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν Ἄγγελον, Εἰρήνην παρεχόμενον ἀπέστειλας ἡμῖν...»

 

 

ΑΥΛΑΙΑ

 

Πρόσωπα:

1.     Ἀφηγητής

2.     Γερο-Μῆτρος, πατέρας

3.     Παναγῆς, γιός του.

4.     Δημητρός, ἐγγονός, γιός τοῦ Παναγῆ.

5.     Λάμπρος

ΣΚΗΝΗ 1η

Ἀφηγητής:  Μέσα στά κρύα τοῦ χειμώνα καί τίς παγωνιές μιά ζεστή πνοή ἁπλώνεται. Μιά γλυκιά θαλπωρή προβάλλει ἑνός ἄλλου κόσμου. Εἶναι ἡ θαλπωρή τῆς θείας Ἀγάπης πού γεννιέται στή γῆ. Εἶναι ἡ γλυκιά πνοή πού ξεχύνεται ἀπό τή φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Μέσα στήν καρδιά τοῦ χειμώνα γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα. Καί ὅλα γύρω ὀμορφαίνουν. Ὅλα λαμπρύνονται. Χριστούγεννα! Ἄραγε ἔχουν ἀνοίξει ὅλες οἱ καρδιές, γιά νά δεχθοῦν τό θεῖο Φῶς; (μικρή παύση)

Βρισκόμαστε σέ κάποιο ὀρεινό χωριό τῆς ἑλληνικῆς ἐπαρχίας. Στό σπιτικό τοῦ κύρ Παναγῆ δέν ἔχει μπεῖ ἀκόμα αὐτή ἡ χαρά καί ἡ γλυκύτητα τῶν Χριστουγέννων.

Οἱ καρδιές εἶναι κλειστές. Ἡ ἀγάπη δέν ἔχει τόπο στό σπίτι αὐτό. Ἰδιαίτερα στήν καρδιά τοῦ κύρ Παναγῆ, πού μένει σφαλισμένη, παγωμένη καί ἐχθρική πρός αὐτόν τόν ἀδελφό του! Κι ὅμως σέ λίγο ἡ καμπάνα θά χτυπήσει καί θά σημάνει Χριστούγεννα...!

Γερο-Μῆτρος:  (Καθιστός στό τζάκι παίζει τό κομπολόι του καί τραγουδάει) «Ὤρε συννέφιασε ὁ Παρνασσός......... τριγύρω τά δροσίζει......... ρίχνει τά χιόνια στά βουνά.........  (μπαίνει ὁ γιός του καί ὁ ἐγγονός του) ὠρέ καί τίς δροσιές στούς κάμπους......

Παναγῆς:   Σώπα, πατέρα! Σώπα ντε! πές καί τίποτα ἄλλο! Μέσα σέ τέτοια παγωνιά καί κρύο γιά δροσιές καί γιά χιόνια τραγουδᾶς; (Πλησιάζει τή φωτιά τινάζοντας τό χιόνι ἀπό πάνω του).

Δημητρός: Ἔ! παππούλη, ξυλιάσανε τά χέρια μου ἀπό τό κρύο, κάτσε λίγο νά ζεσταθῶ. Καλά σοῦ τό εἶπε ὁ πατέρας μου... δέν τραγουδᾶς τίποτα ἄλλο, παππούλη;...

Γερο-Μῆτρος: Σάν τί νά πῶ, Δημητρό μου, σάν τί νά πῶ;

Παναγῆς:  Τί νά πεῖς, πατέρα μου... Τί νά πεῖς... Δέν εἶναι μόνο τοῦ χιονιοῦ ἡ παγωνιά... Εἶναι καί τούτη ἐδῶ μέσα (βάζει τό χέρι στήν καρδιά), τῆς καρδιάς ἡ παγωνιά. Σάβανο χιόνι μοῦ πλακώνει τήν καρδιά, πατέρα!

           Ἡ νύφη σου, πού χάθηκε, τοῦ Δημητροῦ ἡ μάννα, μ’ ἄφησε πίσω ἔγνοιες καί καημούς! Καί τέτοιες μέρες πού ἔρχονται... Ποὖ ’ναι ἡ νοικοκυρά, πατέρα, νά φτιάξει δίπλες καί χριστοκούλουρα;... Χριστούγεννα... Χριστούγεννα, πατέρα. Καταλαβαίνεις ἐσύ τίποτα;

Γερο-Μῆτρος:  Ἄντε μήν τά ἀναθυμιέσι, Παναγῆ μου!... Νά πού δέν φάνηκε καί ἡ Ἀργυρή κατά δῶ αὐτές τίς μέρες! Προκομμένη νύφη κι αὐτή, κάτι θά μᾶς ἑτοίμαζε...

           Βλέπεις ἀπό τότε πού μαλώσατε τ’ ἀδέλφια μεταξύ σας καί ἀλλάξατε τόσες πικρές κουβέντες... χάθηκε κι αὐτή!

Παναγῆς: Πατέρα, μήν τούς μελετᾶς! Ἀναταράζονται τά σωθικά μου καί νά τούς θυμᾶμαι ἀκόμα. Ἐγώ δέν ἔχω ἀδελφό, στό λέω νά τό ξέρεις. (Ὁ Δημητρός σέ κάποια ἄκρη τοῦ δωματίου διαβάζει καθιστός)

Δημητρός: (Ἀφήνει τό βιβλίο, πλησιάζει στό παράθυρο) Πατέρα, Παππούλη... Ἀκοῦστε! Κάποιος ἔρχεται κατά δῶ... Ἀκούγονται τά βήματά του.

Παναγῆς:  Καλά τό λέει ὁ Δημητρός... Ἀλλά ποιός νά ‘ναι... τί θέλει τέτοια ὥρα;

Λάμπρος:  Ἔ, Παναγῆ, ἄνοιξε. Ὁ Λάμπρος εἶμαι ἀπό τόν πέρα μαχαλά. Ἄνοιξε καί θέλω νά σοῦ πῶ... ( Τοῦ ἀνοίγουν καί μπαίνει μέσα)

Παναγῆς: Τί σ’ἔφερε τέτοια ὥρα στό σπιτικό μου μέ τοῦτο τόν χιονιά;

Λάμπρος:  (Βγάζει ἀπό τό σακκούλι κάτι τυλιγμένο καί τό δίνει) Παναγῆ, πάρτο... Εἶναι γιά σένα αὐτό! Τό στέλνει ὁ ἀδελφός σου πεσκέσι, δῶρο... (Ὁ Παναγῆς δείχνει τρομαγμένος) Καί λέει νά τόν συχωρέσεις... τέτοιες μέρες ποὔρχονται. Θά ’ρχόταν ὁ ἴδιος, μοῦ εἶπε, νά συμφιλιωθεῖτε, Χριστούγεννα πὄρχονται, μά εἶναι ἄρρωστος στό κρεβάτι, πουντιασμένος. Σχώρα τον, Παναγῆ... Εἶστε ἀδέλφια!

Γερο-Μῆτρος: Παναγῆ μου, τί ἀκοῦν τ’ αὐτιά μου; Μετανιωμένος ὁ ἀδελφός σου σοῦ ζητᾶ συγχώρηση..! Χριστέ καί Παναγιά! (Γυρίζει στήν εἰκόνα καί σταυροκοπιέται) Κάμε τό θαῦμα σου, Χριστέ μου, πού θά γιορτάσουμε σέ λίγο τή θεία Γέννησή σου!!!

Παναγῆς:  (Μέ σκληρή φωνή, ἄγρια) Λάμπρο, τράβα ἀπό κεῖ πού ἦρθες... Μέσα μου ἔχω τραμουντάνα... καί σύ μοῦ μιλᾶς γιά συχώριο...; Νά μήν τόν ξαναδῶ στά μάτια μου μέχρι τόν θάνατό του...!

Γερο-Μῆτρος: Πάψε, παιδί μου, Παναγῆ. Κι εἶναι χρονιάρες μέρες!...

Λάμπρος:  Σχώρα τον, Παναγῆ, νά ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου. Θά’ρθει ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ μέσ’ στήν ψυχή σου. Τέτοιες μέρες, Παναγῆ, πῶς θά τίς περάσεις μ’ αὐτή τή σκοτεινιά;...

Παναγῆς:  Πατέρα, Λάμπρο,... τά ξεχάσατε αὐτά πού μοῦ ’χει εἰπωμένα; Ἐμέν, ἐμένα, νά μέ πεῖ κλέφτη;  Νά μοῦ πεῖ ὅτι ἔκλεψα δέντρα ἀπό τό δάσος καί τό κατέστεψα, γιά νά βγάλω χρήματα;... Ἄκου κουβέντες πού ξεστόμισε... Ἐγώ δέν τόν συγχωράω... Ἐμένα μοῦ μαύρισε ἡ καρδιά, πεῖτε ὅ,τι θέλετε... Ἐγώ δέν τόν συγχωράω.

Λάμπρος:  Ἔ, τότε φεύγω ἐγώ!... (Σηκώνεται) Καλά Χριστούγεννα καί ὁ Θεός μαζί μας!

Παναγῆς:  (Λίγο πεσμένη ἡ κακία του) Ἄντε Λάμπρο μου, στό καλό... (Φεύγει)

Πλαίσιο κειμένου:

ΣΚΗΝΗ 2η

Ἀφηγητής:  Βαριά ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στό πονεμένο σπιτικό. Ὁ Παναγῆς σάν πληγωμένο θηρίο πηγαινοέρχεται. Βαρύς ὁ θυμός του. Μεγάλη ἡ πίκρα του. Ὄχι, δέν θέλει νά τόν συγχωρέσει.

Μά... ἡ Ἀγάπη γεννιέται στή γῆ! Ὁ Θεός βρίσκεται μέσα στή φάτνη, γιά νά συγχωρεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γιά νά εἴμαστε ἀγαπημένοι καί ἑνωμένοι...

Ὁ Παναγῆς ἔχει ἐσωτερικό πόλεμο! Παλεύει... Παλεύει...

Παναγῆς:  Ἀκοῦς, κλέφτης ἐγώ!... Σέ μένα νά κάνει τέτοια προσβολή! Καί νά ‘ναι ἀδελφός!... Καί αὐτά τά λίγα κλαράκια πού ἔκοψα λές καί τά πούλησα;... Ἐκεῖ στό χαγιάτι στοιβαγμένα!... Ὤχ... τί ἀντάρα εἶναι αὐτή πού ἔχω στήν καρδιά μου;... (Ὁ παππούς σηκώνεται καί παίρνει τή «Σύνοψη» στά χέρια του. Κάθεται. Ἔχει τό κεφάλι ριγμένο καταπικραμένος, φωνάζει τό Δημητρό...)

Γερο-Μῆτρος:  Ἔ Δημητρό, ἔλα, λεβέντη μου, ἔλα ἐδῶ κοντά μου, λιγάκι νά ξεσκάσω... (Ὁ Δημητρός ἔρχεται κοντά στόν παππού)

Γερο-Μῆτρος:  Θά ‘ρθεις ἐσύ, παλληκαράκι μου, ταχιά νά πᾶμε στήν Ἐκκλησιά ἀντάμα;... Χριστούγεννα αὔριο, Δημητρό!... Χριστούγεννα... (Γυρίζει στίς εἰκόνες). Συγχώρα μας, Θεέ μου...

Παναγῆς:  Πατέρα, νά σφάξουμε τόν κόκκορα, νά φτιάξουμε σούπα γιά αὔριο;

Γερο-Μῆτρος:  Σφάξτον, παιδί μου , ὅπως θέλεις κάνε...(Ἀνοίγει τή «Σύνοψη» καί ψιθυρίζει...) Ἀφέντη μου, Χριστέ, συχώρα μας... (Κοιτάζει τή «Σύνοψη», ψάλλει)

           «Θεός ὤν εἰρήνης, Πατήρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν ἄγγελον...» (Ὁ Παναγῆς ἀκούει κοντά στό παράθυρο... κοιτάζει ἔξω)

Δημητρός:  Παππούλη, τί σημαίνει τό τροπάρι αὐτό πού λές; Δέν τό καταλαβαίνω;... Ποιός εἶναι ὁ Ἄγγελος; (Ὁ Παναγῆς γέρνει τό βλέμμα του μέσα στό δωμάτιο καί ἀκούει)

Γερο-Μῆτρος:  Λέει, Δημητρό μου, πώς ὁ μεγάλος Θεός εἶναι Θεός πού ἀγαπάει καί θέλει τήν εἰρήνη. Εἶναι Θεός τῆς εἰρήνης. Καί θέλει νά τήν ἔχουμε καί μέσα στήν καρδιά μας. Ὁ Ἄγγελός Του, Δημητρό μου, εἶναι ὁ Χριστός, πού ‘ρθε στή γῆ, γιά νά μᾶς φέρει τήν Εἰρήνη. Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός καί μᾶς λυπόταν νά μᾶς βλέπει ταραγμένους ψυχικά. (Ὁ Παναγῆς ἔρχεται κοντά καί κάθεται).

Παναγῆς:  Τί... εἶναι αὐτά πού λές, Πατέρα; Γι’ αὐτό ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ, γιά νά μᾶς φέρει τήν εἰρήνη;

Γερο-Μῆτρος:  Ναί, Παναγῆ μου, γιά νά μᾶς φέρει τήν Εἰρήνη... Γιά νά μᾶς φέρει τήν ἀγάπη στίς καρδιές μας... καί στίς οἰκογένειές μας... Καί στή δική σου καρδιά, παιδί μου Παναγῆ! Καί στή δική σου πού τή μόλυνε τό μίσος γιά τόν ἀδελφό σου...!

Παναγῆς:  (Ἀνακατεύει τή φωτιά χαζεύοντας...) Μέ πίκρανε, Πατέρα!... στή μέση τοῦ μαγαζιοῦ. Καί μοῦ πέταξε κατάμουτρα τά φαρμακωμένα λόγια του, λόγια γεμάτα πίκρα...

Γερο-Μῆτρος:  Παναγῆ μου, χειρότερη ἀπό τήν προσβολή πού κάναμε ἐμεῖς στόν Θεό δέν ξαναγίνεται... Κι οὔτε πού Τοῦ ζητήσαμε συγνώμη. Μόνος του ἦρθε στή γῆ γιά νά μᾶς συγχωρέσει καί νά μᾶς φέρει τήν εἰρήνη. Γίνεται, Παναγῆ μου, νά μή συγχωρέσεις τόν ἀδελφό σου, ὅταν μάλιστα αὐτός σοῦ ζητᾶ συγχώρεση καί σοῦ στέλνει καί δῶρα; (Ὁ γέρο-Μῆτρος σκύβει καί πάλι στή «Σύνοψη»...)

 

ΣΚΗΝΗ 3η

Ἀφηγητής:  Ἀκούει ὁ Παναγῆς τόν γέροντα πατέρα του μέ προσοχή. Ἀκούει καί σιγά-σιγά ἡ καρδιά του ἡμερεύει. Γιά τήν εἰρήνη λοιπόν γεννήθηκε ὁ Χριστός. Γιά νά εἶναι ἑνωμένες ὅλων οἱ καρδιές. Σέ λίγο θά χτυπήσουν οἱ καμπάνες, γιά νά ἀναγγείλουν τό μεγάλο γεγονός. Οἱ ἄγγελοι θά ψάλουν τό οὐράνιο τραγούδι τους: «...καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Καί ἡ δική του ἡ καρδιά; Ἔτσι θά μείνει τέτοια μέρα; μέσα στά σκοτάδια; Ὄχι! κι ἡ δική του ἡ καρδιά θά γίνει φάτνη, γιά νά χωρέσει τήν εἰρήνη τ’ οὐρανοῦ. Καί στή δική του καρδιά πρέπει νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Πῆρε τήν ἀπόφασή του.

Σηκώνεται... καί... ξεκινᾶ...!!!

Παναγῆς:  (σκεπτικός) Πατέρα, ὁ Χριστός πού βοηθᾶ καί ζεσταίνει τίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, θά βοηθήσει καί μένα νά λειώσουν τελείως τά χιόνια πού πλακώνουν τήν καρδιά μου;

Γερο-Μῆτρος:  (δείχνει τήν εἰκόνα) Παιδί μου, ὁ Χριστός γι’ αὐτό ἦρθε...! Νά φέρει σ’ ὅλες τίς καρδιές τήν εἰρήνη Του. Τήν εἰρήνη τ’ οὐρανοῦ. Καί στή δική σου καρδιά, Παναγῆ...

Παναγῆς: Πατέρα, δός μου τό φάρμακο πού σοῦ ἔδωσε ὁ γιατρός, ὅταν ἤσουν κρυολογημένος...

Γερο-Μῆτρος:  Τί θά τό κάνεις, Παναγῆ; Τί θά τό κάνεις;...

Παναγῆς:  Πατέρα, λέω νά πάρω καί τό Δημητρό μαζί μου... καί νά πεταχτῶ στόν πέρα μαχαλά!... Νά... δῶ τόν ἄρρωστο ἀδελφό μου... Ἔ...! νά συγχωρεθοῦμε... Δέ βαριέσαι... Δέν ἦταν καί πολύ βαριά αὐτά πού μοῦ ’πε... Χρονιάρα μέρα αὔριο... Ἄντε νά πᾶμε, Δημητρό!... Καί θά γυρίσουμε νά σφάξουμε τόν κόκκορα... Νά φᾶμε αὔριο καί οἱ δυό οἰκογένειες ἀντάμα, ὅπως κάναμε κάθε χρόνο. Νά σοῦ ἑτοιμάσω καί τά γιορτινά νά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν Ἐκκλησία...

Γερο-Μῆτρος:  Θεέ καί Κύριε! Τί εἶναι τοῦτα πού ἀκούω; Τό ’κανες, Κύριε, τό θαῦμα σου; Ἄμετε στό καλό... καί νά τοῦ πεῖτε καί ἀπό μένα περαστικά... Αὔριο θά εἴμαστε ὅλοι μαζί...

Δημητρός:   (Κοιτάζοντας ἔξω ἀπό τό παράθυρο) Πατέρα, πᾶμε, σταμάτησε τό χιόνι...

Παναγῆς:  Δίκιο τὄχες, πατέρα, γιά τόν ἄγγελο τόν Χριστό, πού φέρνει τήν εἰρήνη στήν καρδιά... Ἔλα, τυλίξου καλά, Δημητρό, μήν κρυώσεις, καί πᾶμε...(Φεύγουν. Ὁ γερο-Μῆτρος σηκώνει τά χέρια του σέ προσευχή καί λέει πανηγυρικά).

Γερο-Μῆτρος: «Θεός ὤν εἰρήνης, Πατήρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν Ἄγγελον, Εἰρήνην παρεχόμενον ἀπέστειλας ἡμῖν...»

ΑΥΛΑΙΑ

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ