ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ :  Αθηναίος αριστοκράτης, μορφωμένος, 40 ετών, πατέρας.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : 20 ετών, γιός του Αρίσταρχου

ΘΑΛΗΣ :      φίλος του Κλεομένη 20 ετών

ΙΚΤΙΝΟΣ :               »                   »  

ΜΥΡΩΝ :      δούλος στο  Αθηναϊκό σπίτι  

ΙΑΣΩΝ :    40 ετών, παιδικός φίλος του Αρίσταρχου, προσήλυτος Εβραίος

ΚΙΜΩΝ -_ΚΙΣ : γιος Αρίσταρχου, 13 ετών, εβραϊκά Κις

ΚΑΤΟΥΛΟΣ :  18 Ρωμαίος, είναι ο Ίππαρχος , γιος του Αρίσταρχου

ΣΑΛΗΜ :    18 ετών Εβραίος, είναι ο Αθηναίος Δίων, γιος του Αρίσταρχου

ΔΡΟΥΣΟΣ :     Ρωμαίος άρχοντας και θετός πατέρας του Κάτουλου

ΣΕΦΙ :    Εβραίος πανδοχέας, 30 ετών

ΙΩΣΗΣ :   Πατέρας του Σεφί, 60 χρονών

ΒΟΥΡΟΣ :    δούλος

ΡΟΥΒΗΜ :  15 χρονών εβραιόπουλο και φίλος του Κίμωνα

ΦΡΙΞΟΣ :      18 ετών, γιος του Ιάσονα


ΣΚΗΝΗ Α

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Βρισκόμαστε στο έτος  που μερικές ημέρες μας χωρίζουν  από το γεγονός που θα γίνει τομή στην ιστορία του κόσμου. Στο έτος του Χριστού. Οι Ιουδαίοι διαβάζουν τους προφήτες και προσμένουν το Μεσσία με το δικό του τρόπο ο καθένας. Οι εθνικοί- οι ειδωλολάτρες προσμένουν κι αυτοί κάποιον  Λυτρωτή, κάποια αλλαγή στην πορεία της ζωής τους, μια ανακούφιση στα δεινά τους.

 Οι Ρωμαίοι - κατακτητές απολαμβάνουν την δόξα της κοσμοκρατορίας τους ευφραινόμενοι να πνίγουν και να καταπατούν  τα δίκαια του κόσμου. Κάτω από το ραβδί τους και η πόλη των σοφών, η  Αθήνα.

 Το θεατρικό  έργο που επιγράφεται «ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ» ξεκινάει από ένα αθηναϊκό αρχοντικό του σοφού άρχοντα Αρίσταρχου και της  εκλεκτής συζύγου του Ευρυδίκης. Ο Αρίσταρχος με βαθιές μελέτες στην ελληνική σοφία έχει φροντίσει να δώσει την ίδια μόρφωση και στον εικοσάχρονο γιό του Κλεομένη και σε όλα του τα παιδιά βέβαια, αν η βία του κατακτητή και οι απανωτές δοκιμασίες στην οικογένειά του δεν εμπόδιζαν. Με τρόπο απάνθρωπο και τελείως άδικο χάνει μέσα από τα χέρια του τα εξάχρονα δίδυμα αγοράκια του, τον  Ίππαρχο και τον Δίωνα. Πριν τρία χρόνια πέθανε και η στοργική του σύζυγος και μητέρα των παιδιών του η ευγενική Ευρυδίκη.

Τώρα εδώ και λίγο καιρό ο ίδιος ο Αρίσταρχος στο κρεβάτι του πόνου με δύσκολη βαριά αρρώστια.

Ο πόνος για τα παιδιά του είναι βαθύτερος απ[  τον πόνο της αρρώστιας. Που θα αφήσει τρία παιδιά; Η Φοίβη μόλις δέκα χρόνων, ο Κίμων δεκατρία  και ο Κλεομένης ο μεγάλος και υπεύθυνος γιός του, ν’ αφήσει τις σπουδές του στη μέση;

Αυτά σκέφτεται ο ετοιμοθάνατος Αρίσταρχος και καλεί τον Κλεομένη κοντά του. Του δίνει τις τελευταίες συμβουλές-υποθήκες θα ‘λεγε κανείς.

(Βεράντα αρχοντικού στην Αθήνα. Στο βάθος φαίνεται η Ακρόπολη. Μπαίνει ο άρχοντας Αρίσταρχος. Αδύνατος, περπατάει με κόπο. Τον κρατάει ο Μύρων, ο δούλος. Του τακτοποιεί την πολυθρόνα.)

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : (Μπαίνοντας μ  ένα μαξιλάρι) Να βάλουμε κι αυτό για στήριγμα;

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ : Ευχαριστώ κι εσένα Μύρωνα. Καλά είμαι έτσι. Πήγαινε τώρα. Η συντροφιά του Κλεομένη μου είναι γλυκιά ετούτη την ώρα. (φεύγει ο Μύρων). Κλεομένη, παιδί μου, κάθισε. (Κάθεται κοντά του ο Κλεομένης). Θέλω να σου μιλήσω. Πριν από λίγες μέρες είχα γράμμα από τον άρχοντα Ιάσονα. Μου γράφει, πως κοντά του εδώ και λίγους μήνες βρίσκεται ο Βούρος.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Ναι, πατέρα, τον θυμάμαι. Και λυπάμαι που δεν τον γνώρισαν ο Κίμων και η Φοίβη, που ήταν πολύ μικρά τότε. Αλλά, αφού φάνηκε ανάξιος της εμπιστοσύνης σας, καλά κάνατε και τον πουλήσατε.

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ : Κλεομένη, όσο κι αν αυτό κοστίζει αφάνταστα, όμως πρέπει να μιλήσω... Δεν θα πω λεπτομέρειες, γιατί δεν μπορώ. (Κλείνει τα μάτια λίγο) Τον Βούρο τον γνώρισα με πολύ παράξενες συνθήκες, στην Αίγυπτο, σε κάποιο από τα ταξίδια μας. Τον πήρα μαζί μου. Τον έφερα στην Ελλάδα. Πιστότερο δούλο δε βρήκα ποτέ. Κι ούτε θα βρεθεί, Κλεομένη. Ήταν πολύ νέος τότε.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Μα εσείς, πατέρα...

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ: (Του κάνει νόημα να μην τον διακόπτει). Τι κι αν ήταν μικροσκοπικός και κάπως άσχημος, αγαπήθηκε απ όλους στο σπίτι. Από σας, απ όλους τους δούλους. Κι εκείνος αφοσιωμένος και πιστός πάντα. Πρόθυμος πάντα να εξυπηρετεί όλους.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Ως τότε, πατέρα, που έδειξε τον πραγματικό εαυτό του και αναγκαστήκατε να τον πουλήσετε.

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ : (Σκουπίζει τα μάτια του) Η αλήθεια είναι, παιδί μου, πως ο Βούρος δεν άλλαξε ποτέ. Ούτε και όταν τον πουλήσαμε με τον χειρότερο τρόπο, για να φανούμε τίμιοι σαν Αθηναίοι. Πληρώνουμε στη ζωή μας κάποια παλιά μας σφάλματα. Στη σχολή που φοιτούσα είχαμε και Ρωμαίους και συσπουδαστές από άλλες χώρες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Ρωμαίος Δέκιμος. Ταπεινός στο φρόνημα, άξεστος στους τρόπους, εγωιστής και αλαζόνας προσπαθούσε να βρει ευκαιρία να ταπεινώσει εμάς τους Αθηναίους μιας κι ήταν κατακτητής στη χώρα μας. Αλλά στο πρόσωπό μου βρήκε τον αντίπαλο τον αμείλικτο. Τον ταπείνωνα στην παλαίστρα, που ήταν αδύνατο να με συναγωνιστεί, στην τάξη με τη λαμπρή μου επίδοση και προβολή, στις φιλικές συντροφιές που πάντοτε ήταν ανώτερες στο ήθος και στους τρόπους γενικά. Το σκοτεινό του βλέμμα έπεφτε πάντοτε απειλητικό επάνω μου. Αυτός ο επικίνδυνος άνθρωπος ήρθε ύστερα από χρόνια και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με εξουσίες πολλές. Τότε ήμουν πατέρας πέντε παιδιών και σύζυγος μιας εκλεκτής αρχόντισσας.  Ο Δέκιμος ήρθε να βάλει ηφαίστειο στην οικογενειακή μας ευτυχία.  Ήθελε οι οικογένειές μας να έχουν φιλικές σχέσεις και με κάθε τρόπο επεδίωκε να ανταλλάσσουμε επισκέψεις. Βέβαια οι σχέσεις μας κρατήθηκαν αυστηρά  εθιμοτυπικές, αλλά, Κλεομένη, δέχθηκα να πάω στο σπίτι του, το λέω και ντρέπομαι  γι   αυτή μου την υποχώρηση.  Ήρθε κι εκείνος εδώ. Μου φάνηκε πως  έβαζα αρπαχτικό όρνιο στη φωλιά μου. Εδώ  άκουσα την απαίσια πρότασή του. Μου ζήτησε να του πουλήσω το Βούρο. Η πρότασή του συνοδευόταν κι από κάποιες απειλές. ) Ο Αρίσταρχος ανασηκώνεται και ανασαίνει βαριά).

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ :  Θέλετε, πατέρα, να ησυχάσετε λίγο; Μην κουράζεστε, και χάνετε δυνάμεις.

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ:   Όχι, Κλεομένη, πρέπει να συνεχίσω...  Η βαριά απειλή  πάγωσε την καρδιά μου.  Ήθελα να μπορούσα να του πω: « Αν υψώσεις το  χέρι σου στο Βούρο, ζωντανός. Δε θα βγεις από δω». Μα εκείνη την ώρα ένιωσα πόσο βαρύ πράγμα είναι η σκλαβιά, όταν μάλιστα οι κατακτητές είναι τιποτένιοι. Κρύψαμε τον πόνο μας, την αγανάκτησή μας για την ταπείνωση, για την συμπεριφορά μας σε ένα δούλο, που μας είχε τόσα προσφέρει. Υποσχεθήκαμε στον Δέκιμο πως θα του δώσουμε τον Βούρο. Τον πήραμε και τον πήγαμε μόνοι στο σπίτι του κατακτητή! Κλείσαμε τ  αυτιά μας στις παρακλήσεις του, στο βουβό του πόνο, στην πληγωμένη του εμπιστοσύνη... Ο Βούρος, μάθαμε από ειδοποίηση του Δέκιμου, σε λίγες ημέρες δραπέτευσε... Σε λίγο καιρό ο Ρωμαίος Δέκιμος έφυγε από την Αθήνα, μα το μίσος του έμεινε πίσω... Αχ... Οι ληστές που σκότωσαν τ’ αδέλφια σου εκεί στον δρόμο για την Κόρινθο κι απείλησαν και τον πατέρα σου για τη δική σου ζωή, ήταν άνθρωποι πληρωμένοι απ αυτόν.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ:  Γιατί αποκλείεις πατέρα τον Βούρο; Μήπως θέλησε να εκδικηθεί που τον πουλήσατε;  Είναι τόσο εκδικητικοί οι δούλοι!

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ : Κάτι τέτοιο, παιδί μου, θα ήταν ίσως φυσικό. Και πολύ φοβάμαι, πως έτσι μπορεί να έκανα κι εγώ, αν ήμουν στη θέση του. Όμως άκουσέ το καλά. Αν έζησε τότε ο μακαρίτης ο πατέρας σου, κι εσύ κι εγώ το χρωστάμε στο Βούρο. Αυτός τσάκισε - μυστήριο πως βρέθηκε σ  εκείνον τον ερημικό δρόμο - το υψωμένο χέρι του φοβερού ληστή. Αυτός σ  έριξε στην αγκαλιά μου λιπόθυμο, αυτός μας έβαλε την μητέρα  σου κι εμένα στο αμάξι και μας έφερε στο σπίτι, γιατί ο οδηγός μας ήταν νεκρός. Τον είδε για πολύ λίγο ο Κλείτος. Για πολύ λίγο, γιατί βιάστηκε να φύγει.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Δεν ξανάρθε ποτέ; Δεν τον ξαναβρήκατε;

ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ : Τον αναζητήσαμε. Κινήσαμε ουρανό και γη, αλλά δεν μάθαμε τίποτα. Πίστεψα ακόμα πως ήταν άκαρπες οι γεμάτες αγωνία αναζητήσεις μας για να βρούμε τα αδέρφια σου. Είχα δικό του σημείωμα πως δε ζουν πια. (Του σφίγγει το χέρι) Πριν μια βδομάδα, παιδί μου, ήρθε η απίστευτη είδηση από τον άρχοντα Ιάσονα. Ο Βούρος βρίσκεται τελευταία κοντά του. Κλεομένη, παιδί μου, το ξέρω πως θα πεθάνω. Γι  αυτό σε κάλεσα ετούτη την ώρα. Αυτό που δεν θα μπορέσω να κάνω εγώ, σε παρακαλώ να γίνει από σένα. Να πας να βρεις το Βούρο. Να του τα πεις όλα. Να τον παρακαλέσεις κι από μένα να γυρίσει πίσω και να αναλάβει τα μικρότερα παιδιά. Να παρασταθείς κοντά στο γιο μου... Φοβάμαι το Δέκιμο ύστερα από τόσα χρόνια. Μόνο όταν είναι κοντά σας ο Βούρος θα νιώθω ήσυχος. Συμφωνείς παιδί μου;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Ναι πατέρα, θα πάμε να τον φέρουμε  τον Βούρο. Τον χρειαζόμαστε σπίτι μας. Μόλις γίνεις καλά, θα πάμε μαζί να τον βρούμε.

(Αυλαία)


ΣΚΗΝΗ Β

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Όμως ο πατέρας δεν έγινε καλά. Ο άρχοντας Αρίσταρχος, ο στοργικός πατέρας, που μεγάλωσε τον Κλεομένη, τον Κίμωνα και την Φοίβη με τα δάκρυά του, την αγάπη και τον αξεπέραστο πόνο για τις συμφορές του σπιτιού του, δεν άντεξε πολύ. Κι έτσι έφυγε και η μόνη τους παρηγοριά. Ο Αρίσταρχος δε ζει πια. Και τώρα ο Κλεομένης, κλείνοντας βαθιά τον πόνο του ετοιμάζεται για το ταξίδι. Σε λίγες μέρες φεύγει, πηγαίνει να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του πατέρα του. Να βρει και να φέρει τον καλό δούλο Βούρο, για να παρασταθεί στα μικρότερα αδέρφια του, με την αφοσίωση και την αγάπη του. Οι φίλοι του ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν .

(Αυλαία-Το ίδιο σκηνικό)

ΘΑΛΗΣ : Ώστε το αποφάσισες, Κλεομένη, θα συνεχίσεις τις βαθιές μελέτες του πατέρα σου;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Όχι ακριβώς, Θαλή. (Μπαίνει ο Κίμων και κάθεται κοντά στον Κλεομένη) Όχι ακριβώς. Το δικό μου ταξίδι έχει άλλη αποστολή κι άλλο σκοπό. Αλλά δεν σας κρύβω πως μ  ενθουσιάζει η σκέψη πως θα πάω να γνωρίσω ένα λαό που θαύμαζαν τόσο οι γονείς μου. (Ο Κίμων κάθεται στο σκαλοπάτι)

ΘΑΛΗΣ : Να κάτι που δεν κατάλαβα ποτέ, Κλεομένη, πως ένας σοφός άνθρωπος σαν τον πατέρα σου, ένας γνήσιος Αθηναίος με όλη την περηφάνια και την αξιοπρέπεια για την προγονική δόξα, έφτασε να θαυμάζει τους Ιουδαίους, έναν άσημο λαό.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Ο πατέρας μου, Θαλή, είχε ένα παιδικό φίλο με τον οποίο έπαιζαν μαζί  και αργότερα μελετούσαν μαζί.

ΙΚΤΙΝΟΣ : Όπως εμείς.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Όπως εμείς, Ικτίνε... Όμως οι δρόμοι τους άλλαξαν. Οι γονείς του Ιάσονα, φίλου του πατέρα μου, ήταν έμποροι. Κάποτε έφυγαν για την ανατολή κι έμειναν 25 χρόνια στην Τύρο. Όταν ο Ιάσων ξαναγύρισε στην Αθήνα, είχε γνωρίσει καλά και είχε αγαπήσει τη θρησκεία των Ιουδαίων που πίστευαν τον ένα Θεό. Αυτό δεν εμπόδισε τους δύο φίλους να συνεχίσουν τη φιλία τους.

ΘΑΛΗΣ : Εγώ όμως, αν γυρίσεις από το ταξίδι στην Παλαιστίνη, Ιουδαία να πούμε, όχι μόνο θα ξεχάσω πως σε είχα φίλο, μα θα σε πολεμήσω κιόλας.

(Μπαίνει ο Μύρων κι αφήνει ένα δίσκο με φρούτα.)

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Μη φοβάσαι, Θαλή. Πιστεύω στους θεούς μας, όπως πιστεύεις κι εσύ και δεν σου κρύβω πως πολλές φορές αντιτάχθηκα στις αμφιβολίες του πατέρα.

ΘΑΛΗΣ : Μη μου πεις πως επηρεάστηκε από τον Ιάσονα ο άρχοντας  Αρίσταρχος;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Επηρεάστηκε, Θαλή, βαθιά κι αποφασιστικά. Χωρίς να χάσει τίποτα απ’ την προγονική του περηφάνια, δέχτηκε την επίδραση της θρησκείας αυτής που πιστεύει σ  ένα Θεό. Θέλεις απ τις συζητήσεις με τον Ιάσονα, θέλεις απ τα ιερά κείμενα που του έδινε και διάβαζε... Ο πατέρας πάντως όλα τα θέματα για τη ζωή, το θάνατο, τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους, τα αντιμετώπιζε με μια νοοτροπία άγνωστη για μας.

ΘΑΛΗΣ : Και δεν φοβάσαι λοιπόν μήπως επηρεαστείς κι εσύ απ το ταξίδι αυτό; Μήπως γι αυτό ζήτησε ο πατέρας σου να πας εκεί;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Είμαι Αθηναίος, Θαλή, και την λατρεία μου γι αυτό τον τόπο, για ότι είναι αίτιο της παλιάς του δόξας,  δε θα την απαρνηθώ ποτέ. Όμως, αν η θρησκεία των Ιουδαίων έδωσε στον πατέρα μου τέτοια δύναμη, να μου ζητήσει να κάνω για λογαριασμό του αυτό το έργο για το οποίο πάω στην Παλαιστίνη, δεν μπορώ παρά να σταθώ με θαυμασμό στη δύναμή της. Οι δικοί μας θεοί, η δική μας νοοτροπία δεν  θα  επέτρεπαν ποτέ μια τέτοια πράξη.

ΘΑΛΗΣ : Μιλάς με γρίφους και μας δημιουργείς περισσότερες αντιδράσεις.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Με συγχωρείς, Θαλή, αλλά είναι το μυστικό του νεκρού πατέρα μου. Μακάρι να πετύχω στην αποστολή και θα το μάθετε.

ΙΚΤΙΝΟΣ : Τα παιδιά που θα τα αφήσεις;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Την Φοίβη θα την πάρει σύντομα ο θείος μου στην Κόρινθο. Εκεί κοντά στην ξαδέλφη της θα νιώσει λιγότερο την ορφάνια και την απουσία μας. (Αγκαλιάζει από τον ώμο τον Κίμωνα.) Τον Κίμωνα θα τον πάρω μαζί μου μια και τέλειωσε το σχολείο του. Εκτός, αν προτιμάει του θείου του το σπίτι. Για πρώτη φορά ακούω πως θα με συνοδεύσει στο μακρινό ταξίδι.

ΚΙΜΩΝ : (Πετάχτηκε όρθιος.) Σ’ ευχαριστώ, Κλεομένη. Δε μπορείς να φανταστείς πόση χαρά μου δίνεις. Σ  ευχαριστώ πολύ.

ΙΚΤΙΝΟΣ : Ζηλεύω. Λοιπόν να σας ευχηθούμε καλό ταξίδι και με το καλό να γυρίσετε. (Σηκώνεται, σηκώνονται και οι άλλοι.)

ΘΑΛΗΣ : Και πρόσεχε, Κίμων, μη μείνει εκεί ο αδελφός σου.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Μη φοβάστε, αγαπητοί μου. Θα ξανασυναντηθούμε. Να ευχηθούμε καλή αντάμωση... (μουσική)

(Αυλαία)


ΣΚΗΝΗ Γ 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Ο ουρανός είναι καθαρός. Η θάλασσα ήρεμη. Το πλοίο προχωρεί. Ακούγεται των κουπιών ο παφλασμός στο νερό. Ο Κίμων κάνει το πρώτο ταξίδι στη θάλασσα. Θα ήθελε ποτέ να μην τέλειωνε. Ρίχνει τη ματιά στα γαλανά νερά, στον απέραντο ορίζοντα και στοχάζεται σιωπηλά. Τι θα ήταν η πατρίδα τους στην εποχή του Θεμιστοκλή, του Περικλή! Πότε θα ξαναζήσει εκείνο της το μεγαλείο; Πότε ο σιδερένιος κατακτητής θα νικηθεί επιτέλους! Μέσα σε τούτο το πλοίο βρίσκονται πολλών φυλών και κρατών άνθρωποι. Να η γλώσσα τους, η ωραία Ελληνική γλώσσα ακούγεται από παντού κι απ όλους σχεδόν. Ο πατέρας του, ο άρχοντας Αρίσταρχος με την  πλατιά μόρφωση του είπε κάποτε πως θείο χέρι οδήγησε το βασιλιά Αλέξανδρο στα βάθη της ανατολής, όπου 3 αιώνες καλλιεργήθηκε ο Ελληνικός πολιτισμός και διαδόθηκε η ελληνική γλώσσα. (Μουσική) Με θαυμασμό άκουγε ο Κίμων τον Κλεομένη να μιλά με τόση άνεση για την ιστορία όλων των μερών που περνούσαν. Κατάλαβε ο μικρός Κίμων πόσο σοφός θα γινόταν μια μέρα σαν τον πατέρα του και περισσότερο ακόμα. (μουσική) Εδώ στο κατάστρωμα κάποιο βράδυ ο Κλεομένης αποκάλυψε στον Κίμωνα το μυστικό του ταξιδιού τους. Πόσο παράξενο του φάνηκε αλήθεια να κάνουν ένα τόσο μακρινό ταξίδι για να φέρουν πίσω ένα δούλο. (ακούγεται η φωνή του Κίμωνα) Μα Κλεομένη, τι είχε αυτός ο δούλος και τον αγαπήσατε τόσο; (η φωνή του Κλεομένη): Είχε ωραία ψυχή. Όταν μας πλησίαζε, όταν έκανε τα θελήματά μας, όταν έτρεχε  στις προσταγές του πατέρα, όταν μας παρακολουθούσε μην πάθουμε τίποτα ...  Ήταν όμορφος, γενναίος και δυνατός! Να τον βρίσκαμε στο σπίτι του Ιάσονα! Θα τον αγαπήσεις και συ   πολύ.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Έξαφνα μια φωνή τον διακόπτει. Ο Σαλήμ που είχαν γνωριστεί μαζί σ   αυτό το ταξίδι έτρεξε τρομαγμένος προς το μέρος του Κιμωνα. (η φωνή του Σαλήμ) Όχι, όχι δεν θα τον πάρετε τον  Ίππαρχο. Δε θα του κάνετε κακό. (η φωνή του Κλεομένη) Τι συμβαίνει, Σαλήμ; Έκανε καμιά αταξία ο Κίμων; (η φωνή του Σαλήμ) Όχι, αλλά φοβήθηκα, Κλεομένη. Μου φάνηκε πως κάποιοι ήθελαν να κάνουν κακό στον Κίμωνα.  (μονολογεί ) «Οι φοβούμενοι τον Κύριον ήλπισαν επί Κύριον, βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστίν». Θα μας φυλάξει ο Θεός.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Ο Κίμων είχε προσέξει πως ο Σαλήμ είχε δει τον μεγαλόσωμο άνδρα, που κι άλλες φορές είχε έρθει κοντά τους και τον είχε φοβίσει, όμως την κραυγή του Σαλήμ την άκουσε καλά. Με ποιόν τον μπέρδεψε ο Εβραίος και τον είπε  Ίππαρχο; Ο Κλεομένης ευχαρίστησε τον Σαλήμ για την φροντίδα του. Σε λίγο θα βρισκόταν στην χώρα του, που λάτρευε τον ένα Θεό. Αυτό τον ικανοποιούσε ιδιαίτερα.

(Κάθονται ο Ιάσων, ο Κλεομένης και ο Σαλήμ)

ΙΑΣΩΝ : Είχατε καλό ταξίδι, Κλεομένη;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : (ύστερα από σκέψη) Με συγχωρείς, άρχοντα Ιάσονα. Νοιώθω τόσο συγκινημένος που βρίσκομαι μαζί σας! Κοντά σε σένα που αγαπούσες τόσο τον πατέρα και σε αγαπούσε και κείνος. Ναι, κάναμε ωραίο ταξίδι και δεν μετάνιωσα καθόλου, που πήρα μαζί μου και τον Κίμωνα. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία αυτό το ταξίδι για να ξεχάσει τον πόνο του ο μικρός μου αδελφός από τον θάνατο του πατέρα μας και για μένα το ίδιο.

ΙΑΣΩΝ : Μόνο που δεν μας τον έφερες μαζί σου. Αλλά δεν πειράζει, θα πάμε να τον πάρουμε, γιατί εδώ μαζί μας θα μείνετε όλο τον καιρό ώσπου να  ‘ρθει ο Βούρος.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Δεν τον πήραμε, παρόλο που ο Σαλήμ εδώ επέμεινε αρκετά. Δεν πειράζει που ο Σαλήμ είναι μπροστά μας, δεν μπορώ να μην πω ότι το ταξίδι μας έγινε πιο ωραίο από την Κύπρο και ύστερα με την συντροφιά του Σαλήμ. Στην αρχή με δυσκολία δέχθηκα την πρότασή τους να έρθουμε μαζί να σε βρούμε, γιατί ξέρω ότι ο πατέρας και ο παππούς περιμένουν και οι δύο στο σπίτι. Βέβαια αυτή την στιγμή δεν μετανιώνω γιατί δέχτηκα. Σ  αυτή την πόλη εδώ, την Καισάρεια, που θυμίζει Ελλάδα, με ξενάγησε θαυμάσια. Φαίνεται πως ο βασιλιάς Ηρώδης, που τα ανάκτορά του είναι χτισμένα με τόση πολυτέλεια και μεγαλείο, θέλησε να κάνει μια Ρωμαϊκή πόλη, αφού και το όνομα που της έδωσε τιμά τον Ρωμαίο αυτοκράτορα.

ΙΑΣΩΝ : Και το πέτυχε, παιδί μου. Αμφιθέατρα, ιππόδρομοι χτίστηκαν για να διασκεδάσουν τα πλήθη των Ρωμαίων στρατιωτών, γιατί εδώ στην Καισάρεια μένει πολύς στρατός. Αλλά ο βασιλιάς αυτός είναι απ’  τους Ιουδαίους μισητός. Αυτός εξολόθρευσε τους τελευταίους από τους Μακκαβαίους, που αγωνίστηκαν έναν  αιώνα για την ελευθερία του Ιουδαϊκού λαού. Τούτο το παλάτι του εδώ, το Ηρώδειο, τι θα μπορούσε να διηγηθεί αλήθεια ! Εκεί σκότωσε τη γυναίκα του Μαριάμνη, απόγονο των Μακκαβαίων, εκεί τα ίδια του τα αγόρια. (Μπαίνει ο Φρίξος  με φρούτα) Αλλά ας σταματήσουμε τη συζήτηση. Ενοχλεί όλους. Και περισσότερο τον Σαλήμ. Πάρετε από τα φρούτα που μας έφερε ο Φρίξος. (τους προσφέρει. Ο Κλεομένης σηκώνεται και κοιτάζει προς την πόλη). Πού αφήσατε τον Κίμωνα;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Στο πανδοχείο του  Έλληνα Θεογνι. Μας το σύστησε κάποιος Αθηναίος, που θα έμενε εκεί με τους δυό γιους του. Αυτή την ώρα θα βρίσκεται ο Κίμων με τη συντροφιά τους. Ο Σαλήμ όμως φαίνεται πως δεν είδε με καλό μάτι την παραμονή μας σ  αυτό, σαν Ιουδαίος που είναι.

ΣΑΛΗΜ : Όχι κάθε άλλο, είναι γνωστό του Θεογνι το πανδοχείο.  Άλλωστε και Εβραίοι το προτιμούν. Μόνο που θα ήθελα να είχαμε μαζί μας εδώ και τον Κίμωνα.

ΙΑΣΩΝ : Μας βρήκατε εύκολα, Κλεομένη ;

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Πήγαμε στην αγορά, άρχοντα Ιάσονα. Είπαμε πως εκεί θα είστε γνωστοί, αν και δεν έχετε πολλά χρόνια που ήρθατε απ την Τύρο. Εκεί ρωτώντας φτάσαμε και ως το εμπορικό σας κι από κει μας οδήγησαν στο σπίτι. (γυρίζει και κάθεται πάλι σκεπτικός.)

ΙΑΣΩΝ : Βλέπω ότι η σκέψη σου είναι ακόμη στο ωραίο ταξίδι.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Όχι. Αυτή την ώρα έτρεξε στο έρημο αρχοντικό του Αρίσταρχου, που δεν ζει πια. Πριν από λίγο καιρό δεν ήταν για μένα άλλη ευτυχία απ το να κάθομαι στα μαρμαρένια πεζούλια και ν’  απολαμβάνω το ωραίο θέαμα του ανθισμένου μας κήπου. Σκέφτηκα πρωτύτερα μπαίνοντας πως μου θυμίζει τούτο το σπίτι λίγο το δικό μας.  Όμως εκεί σήκωνες τα μάτια κι έβλεπες απέναντί σου ακριβώς πάνω απ τον ιερό βράχο ν  αστράφτει κάτω απ τον ήλιο ο θείος Παρθενώνας φτιαγμένος από Πεντελικό μάρμαρο.  Έβλεπες ν  αστράφτουν άλλοι λαμπροί ναοί. της Παλλάδας Αθηνάς το χρυσό δόρυ... Εκεί ακούγαμε τις αυστηρές φωνές του Μύρωνα και του Κλείτου αν κάναμε καμιά ζημιά. Εκεί μας παρακολουθούσε το στοργικό βλέμμα της μητέρας μας που κάποιο εργόχειρο πάντα κρατούσε στο χέρι της. Εκεί εγώ και οι δίδυμοι παίζαμε με τον Βούρο. Τους δίδυμους, που κάποια μέρα άρπαξαν οι ληστές ! Τον Βούρο, που δυστυχώς λείπει... (ο Σαλήμ γέρνει λιπόθυμος. Τον συγκρατούν) Σαλήμ έχεις τίποτα;

ΙΑΣΩΝ : Θεέ μου. (ανασηκώνεται ο Σαλήμ)

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Ζαλίστηκες; Από κόπο θα είναι. Κουράστηκες για μένα σήμερα, καλέ μου Σαλήμ.

ΣΑΛΗΜ : Δεν είναι τίποτα, ευχαριστώ. Τώρα είμαι καλά ! Σας ενόχλησα... Κάτι θυμήθηκα... Εκείνοι οι φόβοι, Κλεομένη, όπως στο πλοίο. (Σηκώνεται) Φοβάμαι για τον Κίμωνα.  Άφησέ με να πάω να δω.

ΦΡΙΞΟΣ: Πατέρα ας πεταχτούμε ως το πανδοχείο να φέρουμε τον Κίμωνα εδώ... Αυτό θα είναι το ασφαλέστερο. (Σηκώθηκε όρθιος και ο Κλεομένης. Δείχνει αρκετά ανήσυχος)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  (από τα παρασκήνια) Τα άλογα του Φρίξου και του Σαλήμ έτρεξαν γρήγορα ως το πανδοχείο του έλληνα Θεογνι. Αλλά όταν έφθασαν εκεί το μικρό αγόρι του Αρίσταρχου είχε εξαφανισθεί. Ο Κλεομένης νόμιζε πως του έφευγε η ζωή όλη.


ΣΚΗΝΗ Δ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Ο μικρός Αθηναίος με το όνομα Κις και όχι  Κίμων  είναι υπηρέτης σε ένα πλούσιο Εβραϊκό σπίτι. Στο αρχοντικό του Σεφί, με το μεγάλο πανδοχείο και  τη στενή σκληρή καρδιά,. Μέσα σε λίγες ώρες οι παιδικοί του ώμοι χρειάσθηκε να σηκώσουν βάρη ασήκωτα για την ηλικία του. Σε ξένη χώρα τον αρπάζουν ληστές και τον πουλούν υπηρέτη σε φιλοχρήματο κύριο. Με πόνο βαθύ νοσταλγεί τη ζεστασιά του πονεμένου σπιτιού του. Και αντί για τα ξέγνοιαστα παιγνίδια τρίβει μάρμαρα με τα άμαθα παιδικά χεράκια του.

(Εσωτερικό πανδοχείου. Καθισμένος ο Σεφί, ένας άγριος άνδρας μετρά κέρματα. Σηκώνεται. Κάτι τακτοποιεί, κοιτάζει γύρω και ξανακάθεται)

ΣΕΦΙ : (άγρια) Κις ! Κις ! που είσαι τεμπέλικο πλάσμα ; Κις έλα εδώ γρήγορα. (μπαίνει ο Κις ντυμένος δούλος. Κρατάει ένα βρεγμένο πανί) Ακόμα στη σκάλα βρίσκεσαι ; Αργοκίνητε , αχαΐρευτε. Πολύ καλομαθημένο σε είχαν στο σπίτι σου. Αλλά ξέρω εγώ και τους στρώνω τους τεμπέληδες. (του δίνει δύο ξυλιές, εκείνη την ώρα μπαίνει ο Ιωσής . Πιάνει το χέρι του Σεφί.)  

ΙΩΣΗΣ:  Ντροπή Σεφί. Δε σου φταίει σε τίποτα ο Κις. Κάνει περισσότερα απ όσα θα μπορούσε ένα αγόρι της ηλικίας του. Απ  το πρωί καθάρισε τις σκάλες, την αυλή. Βοήθησε στο φαγητό, φρόντισε για τον Ραμά κι ενώ γείραμε λίγο ν  αναπαυτούμε, αυτό το μικρό αγόρι άρχισε μέσα στον ήλιο να καθαρίζει τις πέτρινες διπλές σκάλες του πανδοχείου. (Αγκαλιάζει τον Κις που κοιτάζει με λύπη)

ΣΕΦΙ : Καθυστερεί πατέρα.  Έπρεπε να είχε τελειώσει και να πάει ως το μαντρί του Σεδώκ να φέρει όσο τυρί έχει. Τι θα δώσουμε το βράδυ στους ξένους;

ΙΩΣΗΣ:  Τη σκάλα θα την τελειώσω εγώ. Μην ξεχνάς πως το μαντρί του αδερφού μου απέχει μία ώρα δρόμο πέρα απ τους βοσκότοπους. Κουραστική διαδρομή για τους μεγαλύτερους που γυρίζουν φορτωμένοι. Όχι για ένα άμαθο αγόρι.

ΣΕΦΙ : Το ξέρεις πατέρα πως το παρακάνεις ; Μην ξεχνάς πως πλήρωσα ακριβά για λόγου του. Εσύ τον κακομαθαίνεις και παίρνει θάρρος και τεμπελιάζει. Τότε να τον ταΐζουμε μόνο, να τον ντύσουμε σαν αρχοντόπουλο και να τον βάζουμε να διαφεντεύει εδώ μέσα. (Μαζεύει τα κέρματα. Ο Ιωσής  τον κοιτάζει αυστηρά. Ο Κις κλαίει. Ο Ιωσής κάτι του λέει στο αυτί και φεύγει. Φεύγει και ο Σεφί.)

ΚΙΣ : (πέφτει σε ένα σκαμνάκι και κλαίει). Όχι, όχι. Δεν με λένε Κις. Δεν είμαι Εβραίος. Δεν έχω καμιά σχέση με τον Σεφί και τον Ιωσή  και το πανδοχείο τους εδώ στην Βηθλεέμ. Είμαι ο Κίμων. Ο γιος του σοφού Αρίσταρχου. πατρίδα μου είναι η ένδοξη, και σκλαβωμένη τώρα Αθήνα... Αχ... Κλεομένη, που είσαι; Έλα να γυρίσουμε σπίτι μας κοντά στην αγαπημένη αδελφή μας, την Φοίβη , κοντά στο Μύρωνα και τους συγγενείς μας... Αχ Κλεομένη, έμαθες πως με φέρανε εδώ;... Παίζαμε στο πανδοχείο του Θεογνι ο Αρίστος, ο Ίων  και εγώ. (αισθάνεται ρίγος) Εκείνος ο άνδρας με τα αρπακτικά μάτια, ίδια σαν εκείνα του καραβιού... Χονδρά χέρα μας άρπαξαν, μας βούλωσαν το στόμα. Μας χτύπησαν και μισολιπόθυμούς μας πέταξαν σε μια άμαξα. Δεν ξέρω που μας πήγαν. Θυμάμαι που περπατούσαμε αργότερα σε άγρια βράχια. ‘Έχει λοιπόν και τούτος ο λαός τους ληστές του. Δεν ξέρω που είναι ο Αρίστος και ο Ίων. Εγώ βρέθηκα εδώ δούλος. Ο Σεφί τόσο άγριος και τόσο σκληρός! Όμως ο πατέρας του ο Ιωσής πόσο στοργικός. Μου έμαθε μερικές λέξεις από την γλώσσα τους και εκείνες οι ιστορίες από τον λαό τους για τα μεγαλεία του Θεού που λατρεύουν, για την δύναμή Του και την προστασία Του που τους γλύτωσε από την σκλαβιά των Αιγυπτίων... (σηκώνεται) Αχ, Κλεομένη, είμαι σε σκλαβιά και  γω. (βηματίζει, στέκεται). Να μπορούσα να έφευγα. Να μπορούσα να πάρω τούτο το φαρδύ δρόμο να φτάσω στην άγια πόλη Ιερουσαλήμ. Και κει να ρωτήσω, να ρωτήσω ποιός είναι ο δρόμος που βγάζει στην Καισάρεια. Να βρω εκεί τον άρχοντα Ιάσονα και... (μπαίνει ο Ιωσής και τον ακούει. Τον πιάνει απ τους ώμους. Ο Κίμων ταράζεται).

ΙΩΣΗΣ : Μη φεύγεις, γιε μου, την γλώσσα δεν την ξέρεις καλά. Αυτό τον καιρό με την απογραφή κυκλοφορεί πολύς κόσμος καλός και κακός. Εδώ κοντά μας δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, θα μαλακώσει και ο Σεφί. Ακόμη θα προσπαθήσω, σου το υπόσχομαι, εγώ ο Ιωσής ο γιος του δικαίου Εσρώμ πως θα ειδοποιήσω με έμπιστο πρόσωπο τον άνθρωπο που γυρεύεις.  Έλα κάθισε εδώ και γράψε λίγα λόγια (του δίνει χαρτί και μελάνι) στο γνωστό σου στην Καισάρεια. Κι αν υπάρχει αυτός ο Ιάσων, που λες θα έρθει να σε πάρει. (ο Κίμων γράφει και του δίνει το σημείωμα).

ΚΙΜΩΝ : Ευχαριστώ. Δεν ξέρεις πόσα σου οφείλω.

ΙΩΣΗΣ: (Τον πιάνει απ το χέρι. Σκουπίζει ένα δάκρυ) Θα ήθελα να μείνεις εδώ Κις, να αγαπήσεις κι εσύ τον αληθινό Θεό μας, να τον δοξάσεις για το μεγαλείο του, για ό,τι έκανε στους πατέρες μας, για όσα θα κάνει για μας. Πλησιάζει η ώρα που θα έρθει ο Μεσσίας, να ξαναβρεί το δουλωμένο βασίλειό μας όλη τη δόξα του και οι σκλάβοι να γίνουν ελεύθεροι. Μπορεί να είναι ευγενικός λαός, παιδί μου, οι συμπατριώτες σου. Και σοφοί και έξυπνοι, όπως λες. Μα δεν φωτίστηκαν τα μάτια της ψυχής τους να γνωρίσουν τον ένα αληθινό Θεό, που πιστεύουμε. Ω, να τον αγαπούσες κι εσύ τον αληθινό θεό ! Πόσο θα μαλάκωνε η καρδιά σου από το μίσος που έχεις στους κακούς ανθρώπους που σε χώρισαν απ τους δικούς σου, που αισθάνεσαι για τον Σεφί.  Όμως, όταν έρθει ο Μεσσίας θα μας ελευθερώσει όλους απ τους κατακτητές κι απ την σκληράδα.

ΚΙΜΩΝ : Να μαλακώσει η καρδιά μου ; Είναι τόσο δύσκολο.

ΙΩΣΗΣ : (του ρίχνει στην πλάτη τον παλιό χιτώνα). Πήγαινε τώρα. Μη βιαστής στο δρόμο. Κάθισε λίγο ακόμη κοντά στο γέρο Σεδώκ. Ξέρει να ξεκουράζει τις καρδιές, να τις μαλακώνει. Να συμπαθήσεις λίγο τον Σεφί. Από μικρός ήταν καλός και απαλός σαν κι εσένα (αναστενάζει). Μια συμβουλή γιε μου, να ακούσεις απ το γέρο Ιωσή. Μην αγαπήσεις το χρήμα. Μη δώσεις την καρδιά σου σ  αυτό, την κάνει σκληρή. Πήγαινε και μη βιαστείς. Να κουβεντιάσεις με το σοφό γέρο Σεδώκ.

(Κλείνει η αυλαία)


ΣΚΗΝΗ Ε

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Στο γυρισμό ο αδύνατος Κις κρατώντας το βαρύ δέμα κατηφόρισε απ το μαντρί του στο φαρδύ δρόμο.  Άφησε το δέμα και κάθισε λίγο στη σκια ενός δένδρου για να χαρεί γύρω τη φύση, για να φέρει στο νου ξανά τα απαλά λόγια του Σεδώκ  που έκαναν τόσο καλό στην ψυχή. Ποιός είναι αυτός ο Μεσσίας; Γιατί ο γέρος Ιωσής  και ο Σεδώκ μιλάνε με τόση λαχτάρα γι  αυτόν;  Όποιος τον δει ποτέ δε θα θελήσει να φύγει μακριά του γιατί κοντά του θα τα βρει όλα, είπε ο Σεδώκ. Πόσο θα ‘θελε ο Κις να τον έβλεπε κι αυτός!  Άθελα έφερε τώρα στο νου του τού σοφού πατέρα του τα λόγια, εκεί στον κήπο τους αριστερά απ τον ιερό βράχο του Παρθενώνα. Η ένδοξη χώρα μας, παιδί μου, είχε πει, ήταν κάποτε η βασίλισσα όλης της γης... μην το ξεχνάς... και πρέπει να ξαναγίνει. Πως; Με πόλεμο; Με όπλα;  Δεν ξέρω...  Ίσως με άλλο τρόπο που δεν ξέρουμε. ...  Έμεινε σκεπτικός ο Κίμων. Μήπως αλήθεια ο Μεσσίας έχει τη δύναμη να την ξαναστήσει; Και μήπως η παράκληση εκείνη του πατέρα είναι το δικό του χρέος να περιμένει τον Μεσσία, να τον λατρεύει; Σηκώθηκε τώρα το αδύνατο αγόρι. Στις χρυσές ίριδες πρώτη φορά έλαμπε τέτοια αποφασιστικότητα κι ελπίδας λάμψη. Τώρα έπρεπε να βιαστεί να μην φέρει πάλι σε δύσκολη θέση τον Ιωσή. Προχωρεί στο δρόμο ξέγνοιαστος. Μα κάποια στιγμή...

(Σκηνικό δρόμου με δένδρα. Προχωρεί πλούσια ντυμένος ο Κάτουλος. Πίσω από τα δένδρα πετάγεται ο δούλος Βούρος και τον πιάνει απ τους ώμους.)

ΚΑΤΟΥΛΟΣ : Θεοί, βοήθεια!!!

ΚΙΜΩΝ : (μπαίνοντας ορμητικά) Δε θα σε αφήσω να κάνεις κακό σ  αυτό τον άνθρωπο. (πιάνει τον Βούρο μα πέφτουν και οι δύο κάτω. Ο Βούρος αγκαλιάζει τον Κίμωνα-Κις, που σηκώνεται) Τι σου έκανε αυτός ο νέος και θέλεις να τον χτυπήσεις;

ΒΟΥΡΟΣ : (σκουπίζει ένα δάκρυ) Σε κανένα δεν θέλησα να κάνω κακό, μικρέ μου. Να το θυμάσαι αυτό. Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σε ξαναβρώ όμως σύντομα. Να μου πεις μόνο που μένεις.

ΚΙΜΩΝ : (άγρια) Στη Βηθλεέμ μένω. Στο πανδοχείο του Σεφί. Έλα να με βρεις. Δεν σε φοβάμαι. Και να με πουλήσεις όπου θέλεις και να με σκοτώσεις. Δεν φοβάμαι. Καλό θα μου κάνεις.

ΒΟΥΡΟΣ : Να περιποιηθείς το Ρωμαίο. Σα φίλο σου, σαν... Θα  ‘ρθω να σε βρω όσο μπορώ πιο γρήγορα. (φεύγει)

ΚΑΤΟΥΛΟΣ : (ενώ ανασηκώνεται) Έφυγε;

ΚΙΜΩΝ : Έφυγε σαν αστραπή φοβισμένος. Ποιός ξέρει που να  ναι κρυμμένος τώρα. Μήπως έχεις κτυπήσει; Θέλεις να σε βοηθήσω;

ΚΑΤΟΥΛΟΣ : Πως ξέρεις την γλώσσα μου εσύ μικρέ Εβραίε;

ΚΙΜΩΝ : Δεν είμαι Εβραίος, είμαι Έλληνας από την Αθήνα.

ΔΡΟΥΣΟΣ : (μπαίνοντας) Τι σου συμβαίνει, παιδί μου; Έπεσες, χτύπησες, σου έκανε κανένας κακό;

ΚΑΤΟΥΛΟΣ : Τίποτα, πατέρα Μην ανησυχείς. Αυτό το Εβραιόπουλό μας βοήθησε. Ίσως αξίζει να τον ανταμείψει ο Κάτουλος, ο γιος του Ρωμαίου Δρούσου. (ο Δρούσος βγάζει ένα πουγκί και ο Κάτουλος το πετάει στα πόδια του Κίμωνα με περιφρόνηση) Παρ  το! (φεύγουν)

ΚΙΜΩΝ : Ένα πουγκί λεφτά! Ανώφελο να μείνουν δω. Ο πατέρας ο Ιωσής  θα βρει να μου πει τι πρέπει να κάνω.

(Κλείνει αυλαία)


ΣΚΗΝΗ ΣΤ 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Ο Κίμων συνέχισε το δρόμο του κρατώντας το βαρύ του δέμα. Δύο παιδιά περνώντας τον έσπρωξαν με γέλια. Το δέμα του έπεσε. Κουρασμένος καθώς ήταν έβαλε τα κλάματα.  Όμως την ίδια στιγμή ένιωσε κάποια χέρια να του σηκώνουν το δέμα και να τον βοηθούν να το στερεώσει στους ώμους του. Πάνω στο ζώο ένας άνδρας. Του χαμογελά γλυκά! Τι ζεστασιά αγάπης χυνόταν από το γεμάτο χάρη πρόσωπο αυτού του άνδρα! Ασφαλώς ερχόταν από μακριά για την απογραφή. Τι κρίμα! Όσο κι αν το επιθυμούσε πολύ δεν θα τους έλεγε να έρθουν στο πανδοχείο του Σεφί.

  (ανοίγει η αυλαία. Μέσα στο πανδοχείο Κις, Σεφί και Ιωσής)

ΣΕΦΙ : Ήλθες, επιτέλους! Που χάζευες τόση ώρα; Μας έπνιξε η δουλειά. (ακούγεται έξω  θόρυβος. Κοιτάζει προς τα έξω) Όχι! Τόπο εδώ δεν έχουμε! Πάτε αλλού!

ΙΩΣΗΣ : (δειλά) Μήπως, Σεφί, μπορεί να βρεθεί τίποτα; Κάποια γωνιά; Για την γυναίκα το λέω πιο πολύ.

ΣΕΦΙ : (άγρια) Που; Που, πατέρα; Στο δικό μου δωμάτιο; Αυτό μου μένει. Αν θέλουν... να , ο στάβλος εκεί πέρα, αυτός είναι μόνο άδειος. Εγώ δεν ανακατεύομαι πια. Να πληρώσουν και οδήγησέ τους εσύ.

ΙΩΣΗΣ: Μα είσαι τυφλός, Σεφί; Στο στάβλο θα βάλεις να κοιμηθούν, κατάκοποι άνθρωποι; Τη γυναίκα προπαντός σε τόσο δύσκολη θέση; Εκεί θα έβανες κανένα συγγενή σου σ  αυτή την κατάσταση; Δεν κατάλαβες, πως απ την ώρα που μπήκαν στο πανδοχείο αυτοί οι άνθρωποι, πως έμοιασαν όλα να γίνονται όμορφα, απαλά;

ΦΩΝΗ : (από μέσα) Ευχαριστούμε, Σεφί. Θα βολευτούμε καλά στο στάβλο. Ο Θεός να σ’ ευλογεί. (ο Ιωσής  βγαίνει)

ΣΕΦΙ : (στον Κίμωνα) Εδώ είσαι ακόμα; Πήγαινε στο μαγειρείο γρήγορα, κάνε όλες τις δουλειές που θα βρεις. Αρκετά τεμπέλιασες σήμερα. (φεύγει)

ΚΙΜΩΝ : (βγάζοντας το πουγκί) Θα στο πω, Σεφί. Δεν σε φοβάμαι. Πες πόσα θέλεις και δώσε μου το καλύτερο δωμάτιο για τους ξένους. (κοιτάζει προς τα έξω) Το βλέμμα της γυναίκας εκείνης... αγάπη... έλεγχος... Όχι... όχι... θα υπακούσω. Θα πάω, Σεφι. (φεύγει)

ΦΩΝΗ : (από μέσα) Να σε ευλογεί και σένα, μικρέ μου, και να σ  αξιώνει να γευτείς μαζί με όλους μας μεγάλα αγαθά.

ΙΩΣΗΣ:  (μπαίνοντας  Με τον Κίμωνα) Να  πας τώρα, γιε μου, να ξεκουραστείς, να αναπαυτείς.

ΚΙΜΩΝ : Θέλω να σε δω, μεγάλο πατέρα Ιωσή.

ΙΩΣΗΣ : Αύριο, γιε μου, απόψε είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι. Μόνο ρίξε μια ματιά και στο μικρό Ραμά. Τι αλλιώτικος είναι ακόμη ο ουρανός... Ας είναι ευλογημένο το όνομά σου, Κύριε.

(αυλαία)


ΣΚΗΝΗ Ζ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Ξάπλωσε ο Κίμων να κοιμηθεί, μα σε λίγο ξύπνησε ξάλαφρος, σαν να  χε κοιμηθεί ώρες. Απ  το μικρό παράθυρο φαινόταν πως έξω ήταν ακόμη νύχτα. Μα πόσο όλα είναι απαλά, ήρεμα, γεμάτα θεϊκό μυστήριο. Αυτή τη ώρα τίποτε άλλο δεν σκέφτεται παρά μόνο τους ξένους. Μια ιδέα πέρασε απ τη σκέψη του. Να πάει ως το στάβλο, να δει πως βολεύτηκαν. Θα τους πήγαινε λίγο απ το γάλα, που είχαν στην γαβάθα για τον Ραμά. Σαν έφτασε στη μπροστινή αυλή άκουσε βήματα. Κι άλλοι ξένοι τέτοια ώρα; Ξαφνιάστηκε μόλις άκουσε δίπλα του τη φωνή του Ρουβήμ. (ανοίγει η αυλαία)

ΡΟΥΒΗΜ : Εδώ είσαι, Κις; Τον είδες και  συ;

ΚΙΜΩΝ: Ποιόν Ρουβήμ;

ΡΟΥΒΗΜ : Γεννήθηκε ο Μεσσίας, Κις! Αυτός που μας έλεγε το απόγευμα ο παππούς πέρα στο μαντρί. Εδώ στο στάβλο του Σεφί... Μικρό, αδύνατο βρέφος... όλο φως και όλο δόξα! Το είδαν τα μάτια των βοσκών απόψε Κις! Εκεί στα βοσκοτόπια! Άνοιξαν οι ουρανοί, χύθηκε φως. Οι καρδιές μας γέμισαν φόβο και είδαν μπροστά τους τον άγγελο του Θεού, όλο δόξα! Άκουσαν την γλυκιά φωνή του να λέει: Μη φοβάστε, ήρθα να σας φέρω το μήνυμα μεγάλης χαράς. Γεννήθηκε σήμερα για σας Σωτήρ.

ΚΙΜΩΝ : Γι  αυτό ήταν τόσο παράξενα τούτη τη νύχτα.

ΡΟΥΒΗΜ : Έπειτα άνοιξαν οι ουρανοί κι άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι και να ψάλλουν τον πρωτάκουστο ύμνο «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία»

ΚΙΜΩΝ : Εν ανθρώποις ευδοκία!

ΡΟΥΒΗΜ : Ο παππούς και οι άλλοι ξεκίνησαν να  ‘ρθουν να προσκυνήσουν τον Μεσσία. Φτερωτός  έφτασα κι εγώ και τον προσκύνησα μες στην αγκαλιά της μητέρας του. Πάμε μαζί, Κις. Για να βρεθείς τούτες τις ευλογημένες μέρες εδώ, ποιός ξέρει τι κρύβουν οι βουλές του Θεού...!

ΚΙΜΩΝ : Αυτός λοιπόν είναι ο Μεσσίας, που γράφει τόσα η ιερά βίβλος των Εβραίων; Γι  αυτόν κάποτε μιλούσαν ο πατέρας και η μητέρα, που τόσα είχαν διαβάσει. Γι  αυτόν έλεγε ο πατέρας Ιωσής  πως θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τις κακίες και τον λαό από τους κατακτητές. Χίλιες φορές καλύτερα που δεν κρατάει σπαθί και δεν έχει στρατό μαζί του. Χίλιες φορές καλύτερα που είναι έτσι μικρός. Πάμε, Ρουβήμ, μαζί. Να του πω και  γω το ευχαριστώ μου και τον πόνο μου... (βγαίνουν)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: (από μέσα) Τα δύο παιδιά έτρεξαν αμέσως στο στάβλο, να δουν, να προσκυνήσουν. Ο Κίμων ξεχύνει όλο τον πόνο και τη λατρεία της καρδιάς του:

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΙΜΩΝΑ (από τα παρασκήνια) Ω μικρό  Θείο Βρέφος, ω Μεσσία, σε ευχαριστώ για όσες φανερές ευλογίες   μου χάρισες, για όσες άγνωστες θα μου χαρίσεις στο μέλλον. Γιατί να μη ζει ο πατέρας μου να σε γνωρίσει, να σου πει πόσο σε περίμενε. Γιατί να μην είναι εδώ ο Κλεομένης να μαλακώσει και η δική του δύσπιστη καρδιά; Γιατί αυτή τη μεγάλη ευτυχία να τη ζω μόνο εγώ;

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Ζαλίστηκε από το θάμπωμα, από χαρά η συγκίνηση ο Κίμων; Ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν καθώς εκστατικός στεκόταν έξω απ την πόρτα του στάβλου. Ένιωσε κάποια χέρια να τον στηρίζουν, να τον οδηγούν στο πανδοχείο. (Κλείνει η αυλαία)


ΣΚΗΝΗ  Η 

(ανοίγει η αυλαία)

ΒΟΥΡΟΣ : (Μπαίνοντας και κρατώντας τον Κίμωνα) Είσαι καλά, Κίμων, μικρέ μου κύριε;

ΚΙΜΩΝ : Που με ξέρεις; Δεν πιστεύω να ήρθες εδώ να κάνεις κακό στο άγιο βρέφος! Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ.

ΒΟΥΡΟΣ : Στον Μεσσία, παιδί μου, να κάνω κακό; Εγώ που αξιώθηκα να τον προσκυνήσω;... Όμως εκείνος που τον γνώριζε τόσο καλά με τις μελέτες του, ο ευγενής  Αρίσταρχος, δεν ζει πια, να τον προσκυνήσει κι αυτός!

ΚΙΜΩΝ : (απλώνοντας τα χέρια και πιάνοντας το χέρι του Βούρου) Μα ποιός είσαι λοιπόν; Που ξέρεις τον πατέρα μου; Μήπως είδες τον Κλεομένη; (τον κοιτάζει λίγο και ύστερα τον ερωτά) Μήπως είσαι ο Βούρος;

ΒΟΥΡΟΣ : Ναι, μικρέ μου. Ο άθλιος Βούρος είμαι, που δεν στάθηκα ικανός να προστατεύσω τα παιδιά του κυρίου μου απ την μανία του Ρωμαίου άρχοντα. (τον αγκαλιάζει)

ΚΙΜΩΝ :Πως με γνώρισες εκεί στον δρόμο, Βούρο; Γιατί σε είδα να κλαις. Κι εγώ νόμισα πω ήθελες να μου κάνεις κακό.

ΒΟΥΡΟΣ : Είχα πάρει μήνυμα από τον Ιάσονα πως σε άρπαξαν ληστές και σε αναζητούσαν. Μα σε γνώρισα απρόσμενα. (Δείχνει στο λαιμό του Κίμωνα την ασημένια αλυσίδα) Τούτα τα χάλκινα νομίσματα τα βρήκαμε κάποτε με τον πατέρα σου στην Αίγυπτο.  Όταν γεννιόταν κάθε του παιδί έγραφε πάνω σ  ένα νόμισμα το όνομα του αντίστροφα. Το δικό σου γράφει : «Κίμων Αριστάρχου, Αθηναίος» και .... να στο πω. Την ώρα που έριξα τον νεαρό Ρωμαίο θέλησα απλώς να βεβαιωθώ ότι το νόμισμα στο λαιμό του δεν έλεγε άλλο από τις λέξεις : «Κάτουλος Αριστάρχου, Αθηναίος»

ΚΙΜΩΝ : Κάτουλος; ο χαμένος μου αδελφός, ο δίδυμος του Δίωνα; Τι λες Βούρο;

ΒΟΥΡΟΣ : Χωρίς να το καλοσκεφτώ σου είπα να τον περιποιηθείς σαν φίλο, σαν... αδελφό ήθελα να συμπληρώσω.

ΚΙΜΩΝ : Τώρα θυμάμαι πόσο μοιάζει με τον Κλεομένη.  Όμως φάνηκε και δήλωσε πως είναι Ρωμαίος. Μήπως οι ληστές τον πούλησαν στο Ρωμαίο άρχοντα, μικρό παιδάκι τότε, που τον υιοθέτησε; Φοβάμαι μήπως σε γνώρισε Βούρο. Μήπως θέλει να ... είναι Ρωμαίος ! Αχ, αν του λέγαμε να ‘ρθει να προσκυνήσει τον Μεσσία ! Αν του λέγαμε πως τα χρήματα, που μου πέταξε περιφρονητικά απ τον πατέρα του, είναι δικό μου δώρο, της καρδιάς μου θερμή παράκληση να Τον πιστέψει κι εκείνος.

ΒΟΥΡΟΣ : Θα γίνει γιε μου. Δεν μπορεί να μη δώσει ο Θεός τούτη τη χαρά.

ΚΙΜΩΝ : Βούρο, μπορώ να σε ρωτήσω πως υποψιάστηκες ότι αυτός είναι ο Κάτουλος;

ΒΟΥΡΟΣ : Ξέρω πως όλα αυτά έπρεπε πρώτα να τα μάθει ο Κλεομένης. Αλλά φοβάμαι πως η δική του καρδιά δεν μαλάκωσε ακόμα, όπως η δική σου, απ ότι άκουσες εδώ τόσο καιρό για τον Θεό των Ιουδαίων. Φοβάμαι πως όταν μάθει ότι ο αδελφός του, ο ένας απ τα δίδυμα, που τόσο αγαπούσε, είναι Ρωμαίος άρχοντας, θα αντιδράσει άσχημα, θα τον μισήσει... Εμείς, που αξιωθήκαμε αυτή τη νύχτα να προσκυνήσουμε το Σωτήρα του κόσμου, ας πούμε όλα τα λάθη μας μπροστά στη φάτνη του, όλα τα μισή που δοκίμασε η καρδιά μας. Κι ας ζητήσουμε να μας συγχωρήσει.

ΚΙΜΩΝ : Αν ζούσε κι ο πατέρας μου, θα ομολογούσε ότι μέσα στα μεγάλα λάθη του σπιτιού μας ήταν ότι σε πούλησαν στο Δέκιμο. Γα να σου ζητήσουμε συγνώμη έγινε και τούτο το ταξίδι μας. Σου είχε στοιχίσει πολύ τότε Βούρο;          

BΟΥΡΟΣ : Πόνεσα. Μα αν πόνεσα ήταν γιατί σας αποχωρίστηκα, γιατί έχασα τη μεγάλη χαρά να σας περιποιούμαι. Όταν έφυγα από το Δέκιμο, δεν ξαναφάνηκα στο σπίτι σας για να σας προστατέψω από την εκδικητικότητά του. Ο πατέρας σου κάποτε με είχε σώσει στην Αίγυπτο. Έτσι η ευγνωμοσύνη μου ήταν και είναι πάντα μεγάλη για την οικογένειά σας. Όμως η λύπη μου ήταν πολλή που δεν μπόρεσα να σώσω τα δίδυμα.

ΚΙΜΩΝ : Έσωσες όμως τους άλλους. Αλήθεια πως ήξερες και βρέθηκες εκεί ;

ΒΟΥΡΟΣ : Τίποτα το συγκεκριμένο δεν ήξερα. Ήξερα μόνο για το ταξίδι τους στην Κόρινθο. Τούτο το ταξίδι είναι πάντα επικίνδυνο σε ορισμένα μέρη. Τους παρακολούθησα λοιπόν με άμαξα από μακριά. Και αυτό που υποψιαζόμουν, έγινε. Έμαθα από δούλο του Δέκιμου ότι αυτός, είχε πληρώσει τους ληστές να το κάνουν... Αργότερα- είναι ολόκληρη ιστορία- συνάντησα σ  ένα πλοίο αξιοθρήνητο ένα ληστή και μου είπε ότι τα παιδιά δεν τα σκότωσαν, αλλά τα πούλησαν σ  ένα Εβραίο.

ΚΙΜΩΝ : Σε Εβραίο ; Μα ο Κάτουλος είναι Ρωμαίος. Και ο Δίων. Ζει άραγε ο αδελφός μου Δίων;

ΒΟΥΡΟΣ : Όταν έφτασα σε τούτους τους τόπους, που έμενε ο φίλος του κυρίου μου Ιάσων και μπήκα στην υπηρεσία του, είδα μια μέρα ένα νέο που πολύ έμοιαζε με τον πατέρα σας. Είχα μάθει πως θα ερχόσαστε με τον Κλεομένη και κατέβαινα στο λιμάνι να σας συναντήσω. Εκεί συνάντησα τον υπερήφανο Ρωμαίο που έμοιαζε με τον πατέρα σας και που κατάλαβα στην ταραχή των ματιών του ότι με γνώριζε. Αλλά αμέσως συνέχισε αδιάφορα τον δρόμο του. Έμαθα πω είχε ενοικιάσει ο πατέρας του μια έπαυλη έξω από την Ιερουσαλήμ. Ήταν διοικητικός υπάλληλος Ρωμαίος και είχε έλθει τελευταία για την απογραφή.

ΚΙΜΩΝ : Στην Ιερουσαλήμ! Να πάμε να τον βρούμε για να του φανερώσουμε την καταγωγή του.

ΒΟΥΡΟΣ : Δεν μπορεί να την έχει ξεχάσει! Έξι χρονών παιδί ήταν, όταν έπεσε στα χέρια των ληστών. Εγώ προσπάθησα να τον πλησιάσω, αλλά κατάλαβα πως με απέφευγε. Τότε έμαθα και το πιο  πικρό μήνυμα πως χάθηκες και συ. Άρχισα να ψάχνω πεισματικά για σένα και τ  άλλα παιδιά. Σε μια τέτοια προσπάθειά σας συνάντησα στον έρημο δρόμο. Ήθελα να βεβαιωθώ, μόλις τον είδα, ότι φορούσε το νόμισμα. Το φορούσε κοντά σε μια χρυσή καδένα.

ΣΑΛΗΜ : (Μπαίνοντας ορμητικά) Δόξα στον Θεό και στον Κύριο. Γεννήθηκε εδώ ο Μεγάλος Αναμενόμενος!

ΚΙΜΩΝ : Σαλήμ, Σαλήμ εσύ; Που είναι ο Κλεομένης;

ΣΑΛΗΜ : (Τον αγκαλιάζει) Αχ Κίμων! Τι χαρά είναι αυτή, του Μεσσία πες δώρο, να σε βρούμε.

ΚΙΜΩΝ : Αξιώθηκα και  γω να Τον δω, να πάρω μέσα σε λίγη ώρα την πλούσια ευλογία Του. Πήρε ο Κλεομένης το μήνυμά μου; Ξέρεις;

ΣΑΛΗΜ : Γρήγορα θα τον δω. (Ξαφνικά κοιτάζει τον Βούρο επίμονα και απλώνει τα χέρια) Βούρε καλέ μου, Βούρε και συ εδώ κοντά στο Μεσσία;

ΒΟΥΡΟΣ : (Αγκαλιάζοντας και τους δυο) Δίων, δεν με γελούν τα μάτια μου, η καρδιά μου. Το ίδιο ευγενικό πρόσωπο του αξέχαστου κυρίου, το ίδιο χαμόγελο. Καλά είπε ο ληστής ότι εσένα σε πήρε ο Εβραίος.

ΙΩΣΗΣ : (Μπαίνοντας στον Κίμωνα) Σε είδα μικρέ μου Έλληνα, να προσκυνάς τη φάτνη Του. Τούτη τη μεγάλη τιμή πρέπει να την ξεπληρώσεις και συ κι όλοι μας με κάτι μεγάλο. Α, ήρθες και συ, Σαλήμ. Μπορούσες να μην έρθεις. Τι κάνει ο πατέρας σου;

ΣΑΛΗΜ :    Ήρθα και τι ένιωσα και τι βρήκα, Θεέ μου! Κίμων! Κίμων, είσαι λοιπόν αδελφός μου; (Τον αγκαλιάζει)

ΚΙΜΩΝ: (τον αγκαλιάζει και αυτός) Δίων! αδελφέ μου! Ω πόσο γρήγορά μου απάντησε ο Μεσσίας ! ....

ΣΑΛΗΜ: Τι δύσκολες ώρες, τι δοκιμασίες περάσαμε! Και μείς παλιότερα που μας χώρισαν απ τους δικούς μας και συ τώρα. Μα ο μεγάλος Θεός είδε τον πόνο μας και μας ένωσε πάλι. Εγώ βρέθηκα σε χέρια πιστών ανθρώπων που λατρεύουν τον αληθινό Θεό, όπως Τον λατρεύω και  γω. Όμως ο Ίππαρχος... ποιός ξέρει... Όταν στο τελευταίο ταξίδι σας συνάντησα στο πλοίο θυμήθηκα ιδιαίτερα τον πατέρα μας, καθώς είδα τον Κλεομένη. Σας αγάπησα χωρίς να ξέρω το γιατί... Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα που φώναξα «όχι, δεν θα πάρετε τον Ίππαρχο»; Δεν ήξερα τι ξυπνούσε μέσα μου αυτό το όνομα. Όμως θυμόμουν πολλά. Στο σπίτι του Ιάσονα πέρασα ισχυρή συγκίνηση και τα θυμήθηκα όλα. Ύστερα ήρθε η θλίψη για τον χαμό σου. Έμεινα κοντά στον Κλεομένη που απορούσε γι’ αυτή μου την συμπαράσταση. Ο Κλεομένης είναι πολύ περήφανος για την καταγωγή του, δεν τολμούσα να του πω πως είμαστε αδέλφια.

ΚΙΜΩΝ : Πάμε πάλι στη φάτνη για να ευχαριστήσουμε. Για να παρακαλέσουμε για όλους μας. Για τον Κλεομένη. Για τον Ίππαρχο...

(Αυλαία)


ΣΚΗΝΗ Θ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Από εκείνη τη θαυμαστή νύχτα κύλησαν μέρες πολλές. Ο Κίμων δεν είναι πια δούλος. Μαζί με τον Κλεομένη και το Βούρο μένουν για λίγο στο μικρό εξοχικό σπίτι κοντά στη Βηθλεέμ. Όπως φοβόταν ο Κίμων, η υπερήφανη Ελληνική αξιοπρέπεια και η τελευταία δοκιμασία δεν άφησαν το μεγάλο αδελφό του να σκύψει με πίστη βαθιά σαν τη δική του, σαν του Δίωνα, μπροστά στη φάτνη με το Θείο βρέφος. Χάρηκε βέβαια βαθιά που βρήκε μαζί με τον Κίμωνα τον Βούρο, άκουσε με θαυμασμό την αλλαγή που έγινε στου αδελφού του την ψυχή και δεν είπε ούτε μια λέξη που να έδειχνε αμφιβολία η ειρωνεία. Έκλαψε με συγκίνηση σαν έμαθε πως ο Ιουδαίος Σαλήμ που του είχε τόσο παρασταθεί, ήταν ο αδελφός του ο Δίων και έφτασε κι αυτός μαζί τους ως τη φάτνη τη φτωχική. Μα ...

(Ανοίγει Αυλαία)

(Εξοχή. Μια βεράντα με λίγα καθίσματα. Κλεομένης, Δίων, Κίμων)

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : Δίων, θα ήθελα κι εγώ να πιστέψω με τη δική σας πηγαία πίστη, με τη θερμή καρδιά του Βούρου και του Ιάσονα. Μα δεν μπορώ. Δεν μπορώ να καταλάβω πως αυτό το αδύνατο παιδί είναι ο Δυνατός Μεσσίας που περίμενε ο πατέρας και ο λαός των Εβραίων ! Πως είναι ο Θεός που με τη δύναμη θα υποτάξει τους εθνικούς και τους Εβραίους κάτω απ το σκήπτρο του. Δεν μπορώ να το καταλάβω, αλλά και δεν αρνούμαι.

ΔΙΩΝ : Όταν διαβάσεις με ταπεινή καρδιά την  Ιερή βίβλο, πολλά θα καταλάβεις   Κλεομένη.

ΚΙΜΩΝ : Θα καταλάβεις πολλά. (κλείνει η αυλαία)


ΣΚΗΝΗ Ι 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Ο Κίμων ζει τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του.  Ύστερα από τη φουρτούνα των δοκιμασιών, δέχεται τη μία ευλογία μετά την άλλη. Και γιατί όχι; Αφού πίστεψε στο Μεσσία και αξιώθηκε να τον προσκυνήσει, του ανέθεσε όλα του τα προβλήματα. Τώρα ανέλαβε την δύσκολη αποστολή να συναντήσει το ρωμαίο Κάτουλο- που δεν είναι άλλος από τον αδελφό του  Ίππαρχο- αλλά τα πλούτη και η καλοπέραση στο αρχοντικό του Δρούσου δεν τον αφήνουν να το παραδεχθεί. ( σε βεράντα αρχοντικού  ο Κάτουλος ντυμένος πολυτελέστατα κάθεται σε αναπαυτικό κάθισμα και ο Κίμων όρθιος)

 (ανοίγει η αυλαία)

ΚΑΤΟΥΛΟΣ: Χαίρομαι που σε βλέπω μικρό εβραιόπουλο. Μήπως του πατέρα τα χρήματα ήταν λίγα;

ΚΙΜΩΝ:  Θέλω να μιλήσουμε  οι δυο μας για ένα σοβαρό  θέμα, ευγενικέ άρχοντα.

ΚΑΤΟΥΛΟΣ: Σύμφωνοι, να σ’ ακούσω.

ΚΙΜΩΝ: Ευγενικέ άρχοντα, όταν με ρώτησες εκεί στο δρόμο πως εγώ ένα εβραιόπουλο ξέρω τη γλώσσα των Ρωμαίων, σου απάντησα πως είμαι Έλληνας, Αθηναίος. Αυτή την ώρα ήρθα να σου  πω κάτι περισσότερο... Μα πρώτα θα σου ζητήσω μία χάρη.... να πετάξεις αυτό τον ψεύτικο μανδύα που σκεπάζει της καρδιάς σου τα όμορφα βάθη...

ΚΑΤΟΥΛΟΣ:  Πως τολμάς, αναιδέστατε, να με βρίζεις... Πως τολμάς να μιλάς έτσι στο γιο του Δρούσου;  (λίγη σιωπή) Πες μου λοιπόν, μίλα τι θέλεις από μένα; Πολύ περίεργος και θρασύς είσαι...

ΚΙΜΩΝ: Είμαι Έλληνας, ευγενικό ελληνόπουλο, Αθηναίος και με λένε Κίμωνα, γιος του άρχοντα Αρίσταρχου και της Ευρυδίκης, που δεν ζουν πια... (ο Κάτουλος δείχνει πολύ ταραγμένος, στηρίζεται στο τραπέζι)

ΚΙΜΩΝ: (Βγάζει το νόμισμα που έχει κρεμασμένο στο λαιμό του): Πάνω  εδώ είναι σκαλισμένο το όνομά μου. Ο Βούρος, ο πιστός του σπιτιού μας  δούλος, που εγώ δεν τον θυμόμουνα, μα εσύ τον αγαπούσες τόσο είδε πως εξακολουθείς να φέρνεις και στο δικό σου στήθος ένα παρόμοιο νόμισμα, που γράφει « Ίππαρχος Αριστάρχου Αθηναίος»

ΚΑΤΟΥΛΟΣ: Πάψε... Φύγε... (άγρια και απειλητικά)

ΚΙΜΩΝ:   Όχι, πριν στα πω όλα, αδερφέ μου. . . Εδώ στη Βηθλεέμ,   Ίππαρχε, μες έφερε ο καλός Θεός να βρεθούμε και να ζήσουμε τη μεγάλη μέρα, που γεννήθηκε ο Μεσσίας των Εβραίων, που τόσο περίμενε ο πατέρας μας.  Έλα,  Ίππαρχε. . . Σε περιμένουμε όλοι. . . Ο Κλεομένης, ο Δίων που βρέθηκε κι αυτός ύστερα από τόσα χρόνια στη Βηθλεέμ. . . Δώρο του μικρού Μεσσία στην οικογένειά μας. . . Κάτω από τη δική Του προστασία μη φοβάσαι κανένα. Σε περιμένω εγώ. . . Ίππαρχε αδελφέ μου!. . .(Ο Κάτουλος φανερά συγκινημένος αγκαλιάζει τον Κίμωνα και τον φιλά στο μέτωπο.  Ύστερα παίρνει πάλι το σκληρό και αγέρωχο ύφος).

ΚΑΤΟΥΛΟΣ : Ξέρεις να πλάθεις όμορφες μυθικές ιστορίες μικρό αγόρι. . . Δεν ξέρω από που πληρωμένος. . . Μάθε το μια και καλή: Εγώ είμαι ο Κάτουλος, ο γιος του Δρούσου, ο Ρωμαίος.

ΚΙΜΩΝ: (με πόνο πολύ) Φεύγω,  Ίππαρχε. . . Φεύγω παίρνοντας μαζί μου μοναδικό και τελευταίο δώρο σου τούτο το φίλημα, το αδελφικό, στο μέτωπο... Τούτο το σφιχταγκάλιασμά  σου. Δεν θα σε ξαναζητήσουμε εμείς πια... Είμαι όμως βέβαιος, πως όταν προσκυνήσεις το Μεσσία ... θα μαλακώσει η καρδιά σου... Θα μας ζητήσεις εσύ. (ο Κίμων φεύγει, κλείνει η αυλαία)


ΣΚΗΝΗ ΙΑ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η είδηση για τη γέννηση του Μεσσία από στόμα σε στόμα φτάνει και σε άλλες περιοχές. Οι προσκυνητές πληθαίνουν, όχι πια στο στάβλο του Σεφί, αλλά σε κάποιο φτωχόσπιτο. Συγκλονιστική είναι η είδηση ότι και σοφοί επιστήμονες από χώρα της ανατολής ήρθαν με πανάκριβα δώρα να Τον προσκυνήσουν... Αυτό το νέο έκαμε και την υπερήφανη διάνοια του Κλεομένη να γονατίσει μπροστά στην πίστη. Από τους τρεις μάγους το νέο έφτασε και στα αυτιά του Ηρώδη. Και τότε... συνταρακτικά γεγονότα ακολούθησαν. Σφαγή όλων των νηπίων της Βηθλεέμ και των περιχώρων από δύο χρονών και κάτω... Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Η φροντίδα και η προσευχή των παιδιών του Κίμωνα, του Σαλήμ και του άξιου Βούρου είναι να σωθεί το Θεό Βρέφος και όποιο άλλο βρέφος προλάβουν και με κίνδυνο της ζωής τους ακόμα.

(Εξωτερικό σπιτιού. Στη σκηνή ο Δίων, ο Κίμων και ο Βούρος).

ΚΙΜΩΝ: (ζωηρά και με λαχτάρα) Το Μεσσία, Βούρε, τρέχα να Τον γλυτώσεις!

ΒΟΥΡΟΣ: Μη φοβάσαι, Κίμωνα... Ο Ιωσήφ με το μικρό Ιησού και τη Μαριάμ δεν βρέθηκαν πουθενά... Ούτε οι Μάγοι... Μη φοβάσαι... Εκείνος που έσκισε την Ερυθρά θάλασσα για να περάσουν οι Εβραίοι και να γλυτώσουν από τα δεινά του Φαραώ... Εκείνος έχει τον τρόπο να σώσει το Μεσσία από τη μανία του αιμοχαρούς Ηρώδη... (φεύγει ο Βούρος)

ΚΙΜΩΝ: (Στο Δίωνα) Θα καθίσουμε, Δίωνα, με σταυρωμένα τα χέρια; (με φρίκη) Το μικρό Ραμά; Πρέπει να σώσουμε το Ραμά! (προς το Σεφί που φαίνεται στην άκρη της σκηνής) Το Ραμά, Σεφί... Που είναι ο Ραμά;

ΣΕΦΙ: Μην αναφέρεις το όνομά του, γιε μου.  Ήρθε, τον πήρε ο Βούρος και τρέχει να τον κρύψει. (με γλύκα) Με συγκινείς μικρό Ελληνόπουλο. Δεν μου κρατάς, λοιπόν,. κακία για το σκληρό φέρσιμό μου και δείχνεις τόση αγάπη για το παιδί μου; Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό αν ήμουν στη θέση σου.

ΚΙΜΩΝ: Κι εγώ φτωχέ Σεφί, το ίδιο θα έκανα πριν λίγο καιρό... μα ο Μεσσίας τα άλλαξε όλα μέσα μας... Να μείνουμε μόνο έτσι... ώσπου να ξανάρθει... και τότε θα Τον γνωρίσεις κι εσύ.

ΣΕΦΙ: Το θέλω τόσο πολύ! (φεύγει από την ίδια πλευρά από όπου είχε έρθει. Από την απέναντι πλευρά μπαίνει ο Κάτουλος ντυμένος Ρωμαίος στρατιώτης και κρατάει γυμνό σπαθί. Ο Κίμων και ο Δίων ταράσσονται βλέποντας τον).

ΚΑΤΟΥΛΟΣ: (Ενώ κρατά σπαθί πλησιάζει τον Κίμωνα πολύ τρυφερά, τον αγκαλιάζει, τον φιλά στο μέτωπο και) Ζεις; ... Δεν σου έκανα κακό;... Για σένα ήρθα... σαν έμαθα τη διαταγή... (την ίδια στιγμή μπαίνει ο Κλεομένης έξαλλος με μαχαίρι στο χέρι. Νομίζει πως ο Ρωμαίος απειλεί τον Κίμωνα)

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ: Κάτω, Ρωμαίε, τω χέρια σου από τον αδερφό μου...

ΔΙΩΝ: (Ο Δίων του πιάνει το χέρι)  Μη, Κλεομένη...

ΚΙΜΩΝ: Μη, Κλεομένη... Μη χύσεις με το ίδιο σου το χέρι το αίμα του αδελφού σου του Ιππάρχου...

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ: (Στέκεται για λίγο σαστισμένος, του πέφτει το μαχαίρι από το χέρι και αρπάζει σφιχτά στην αγκαλιά του τον  Ίππαρχο). Ίππαρχε, εσύ  Ίππαρχε; Αδελφέ μου! ... ( Ανοίγει τα χέρια του και πιάνει και τους τρεις) Αδέλφια μου!... Είχε λοιπόν τούτο το ταξίδι τέτοιες εκπλήξεις!... Τόσες χαρές... (Μετά το σφιχταγκάλιασμα) Μόνο η Φοίβη μας λείπει... και οι καλοί μας γονείς... Δεν άντεξαν τις αδικίες του φθονερού Δέκιμου... Κι ύστερα τους τσάκισε ο δικός σας χαμός...

ΚΙΜΩΝ: (Αυθόρμητα)  Ίππαρχε δεν πρόλαβες να δεις και να προσκυνήσεις κι εσύ το Μεσσία.  Όμως εδώ κοντά είναι ο τόπος που γεννήθηκε, η ιερή φάτνη... Στη φάτνη απ έξω γνώρισα το Δίωνα.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ : ( Στοχαστικά) Στη φάτνη απ έξω βρήκα και τα τρία αδέλφια μου... Το Δίωνα και τον  Ίππαρχο -που δώδεκα χρόνια σας κλαίγαμε πεθαμένους- και τον Κίμωνα που μου τον άρπαξαν οι ληστές σχεδόν μέσα από τα χέρια μου. Στη φάτνη απ έξω βρήκα ό,τι πολυτιμότερο, ό,τι ακριβότερο... την πίστη στον αληθινό Θεό, την αγάπη στο Μεσσία που δεν είναι μόνο των Εβραίων, αλλά όλων μας, και των Ελλήνων και των Αθηναίων... (κάθονται και είναι όλοι συγκινημένοι)

ΙΠΠΑΡΧΟΣ: ( Συνεχίζει τους στοχασμούς του Κλεομένη) Στη φάτνη απ έξω γύρισα κι εγώ κοντά σας... Σας θυμόμουνα τον πρώτο καιρό με πολλή νοσταλγία και πόνο, αλλά η σκέψη πως είναι αδύνατο να σας βρω πια, να γυρίσω πίσω μ  έκανε ακόμα πιο σκληρό και αποφασισμένο να σας ξεχάσω... Το νόμισμα του πατέρα μου ήταν ο μόνος σύνδεσμος με το παρελθόν... Σήμερα που έμαθα την απαίσια διαταγή του βασιλιά ήμουν βέβαιος πως ο Κίμων θα υπεράσπιζε και με τη ζωή του το Μεσσία, για τον οποίο μου είχε μιλήσει με τόση θέρμη. Ήξερα πως θα κινδύνευε. Ήθελα ακόμη να πειθαρχήσω στην παράκλησή του να προσκυνήσω κι εγώ... Μα ήρθα αργά.

ΔΙΩΝ: Ποτέ δεν είναι αργά για το Θεό μας, Ίππαρχε. Ζει ο Μεσσίας και θα φέρει κάποτε περιστάσεις να Τον γνωρίσεις κι εσύ. Αδέλφια μου, τούτες τις μέρες είτε το καταλάβαμε καλά είτε όχι, αξιωθήκαμε όλοι μας σχεδόν να ζήσουμε τη γέννηση του Θεού, που θα εγκαταστήσει την καινούρια Του βασιλεία στη γη. Γιατί ο Μεσσίας δεν είναι Θεός των Εβραίων μόνο. Είναι και Θεός των Ελλήνων και Θεός των Ρωμαίων...  Όμως η βασιλεία Του, για να ξαπλωθεί σ’ όλο τον κόσμο, θα χρειαστεί κόπο και δουλειά, θυσία και προσφορά όπου κι αν είμαστε.

ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ: Μα, είθε να είμαστε όλοι μαζί και οι πέντε, στο πατρικό μας σπίτι στην Αθήνα.

ΔΙΩΝ: Ας το ξέρουμε όμως καλά. Ούτε αυτό, ούτε κανένα άλλο είναι το μόνιμο σπίτι μας, αλλά κάποιο άλλο ευλογημένο, που θα ετοιμάσει για τους δικούς Του ο Μεσσίας που προσκυνήσαμε.

ΑΥΛΑΙΑ

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ