ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Χ. ΜΠΑΣΤΑ: «Τα Χριστούγεννα της ζητιάνας»

 

ΠΡΟΣΩΠΑ:

 

1.       Θαλής                            . . . . . . . . . . . . . . . .

2.       Γιώργης                          . . . . . . . . . . . . . . . .

3.       Ζητιάνος                        

4.       Ιερέας                                      . . . . . . . . . . . . . . . .

 5.      Ψάλτης – Ανέστης           . . . . . . . . . . . . . . . .

6.       Αλέκος                          

7.       Περαστικοί (8 καλοί)      

8.       Περαστικός (κακός)         . . . . . . . . . . . . . . . .

9.       Μπακάλης – Παναής      . . . . . . . . . . . . . . . .

10.     Πατέρας – Σωτήρης        

11.     Γιος – Κώστας                 . . . . . . . . . . . . . . . .

12.     Παιδί – Λευτέρης            . . . . . . . . . . . . . . . .

13.     Γιατρός                           . . . . . . . . . . . . . . . .

14.     Παιδί 1ο (κάλαντα)          . . . . . . . . . . . . . . . .

15.     Παιδί 2ο (κάλαντα)          . . . . . . . . . . . . . . . .

16.     Αφηγητής                        . . . . . . . . . . . . . . . .

 

 

 

 

Σκηνή 1η

Φτωχόσπιτο της δεκαετίας του ’60. Λίγα έπιπλα, στον τοίχο κρεμασμένο ένα ασιδέρωτο κουστούμι, πιο πέρα τα εικονίσματα.

Αφηγητής: Στη χιονισμένη Αθήνα της δεκαετίας του ’60 ένας ηλικιωμένος κύριος, ο κυρ Θαλής, ζει μόνος του σ’ ένα φτωχικό σπίτι στα περίχωρα της Αθήνας. Η ιστορία αρχίζει με τον ήρωα μας να αναπολεί τις όμορφες στιγμές της παλαιάς, αριστοκρατικής του ζωής. Πράγματι, η ζωή του κυρ Θαλή ήταν γεμάτη από δόξα, τιμές και κοινωνική αναγνώριση. Ο πλούτος του τού χάρισε μια περίοπτη θέση στην μεταπολεμική, κοσμική Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει το γεγονός της πτώχευσής του. Ο κόσμος της γειτονιάς ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει πως ο πλούσιος κυρ Θαλής αρκείται πλέον στα προς το ζην. Την απάντηση ξέρουν μόνο οι φτωχοί στους οποίους κατέληξαν όλα του τα χρήματα…

(Ο κυρ Θαλής είναι στην πόρτα και αποχαιρετά τον ταχυδρόμο, ο οποίος δεν φαίνεται)

Θαλής:    Ευχαριστώ πολύ, κυρ ταχυδρόμε. Αχ! Πεντακόσιες εξήντα δραχμές για να ζήσεις έναν ολόκληρο μήνα! Μωρέ δε χρειάζεται μόνο να ζει κανείς λιτά για να τα βγάλει πέρα, μα πρέπει να ξέρει και πολύ καλά μαθηματικά. Πάει πολύς καιρός από τότε που περνούσαν πολλά χρήματα από τα χέρια μου. Αχ, εκείνες οι εποχές! Το όμορφο κατάστημά μου στην Ερμού, το σπίτι που ‘χαμε πιάσει στο Κολωνάκι, οι διακοπές στο Αιγαίο κάθε καλοκαίρι!... Γιατί να τα θυμάμαι τώρα, όμως, αυτά; Περασμένα μεγαλεία… Έτσι είναι τ’ ανθρώπινα: αλλάζουν εύκολα κι απότομα καμιά φορά. (Ακούγεται χτύπος στην πόρτα) Η ζωή ρόδα είναι και γυρίζει. (Ο κυρ Θαλής, χωρίς να κουνηθεί φωνάζει)Ανοιχτά είναι, μπείτε.

               (Εμφανίζεται ο γείτονας και παιδικός του φίλος, ο Γιώργης)

Γιώργης:  Τι συλλογίζεσαι, βρε Θαλή και κάθεσαι ολημερίς στο παράθυρο, λες και είναι η κορνίζα του πορτρέτου σου; Ώρες τώρα σε βλέπω απ’ το καλύβι μου και απορώ.

Θαλής:    Τι να σκέφτομαι βρε φίλε μου, βρε καλέ και παιδικέ μου φίλε Γιώργη; Τα περασμένα σκέφτομαι.

Γιώργης:  Μωρέ, το ξέρω ότι τα περασμένα σκέφτεσαι, αυτό κάνεις πάντα άλλωστε. Αλλά σήμερα τι απ’ όλα αυτά σκέφτεσαι; Την κυρά και την κόρη σου, που έφυγαν τόσο σύντομα και άδικα από την καταραμένη την αρρώστια, ή τις αγαθοεργίες που έκανες και είχαν σαν αποτέλεσμα να μείνεις ταπί και ψύχραιμος;

Θαλής:    Τι κουβέντες είναι αυτές φίλε μου; Με στεναχωρείς.

Γιώργης:  Γιατί, ψέματα είναι;

Θαλής:    Και φυσικά, ψέματα είναι. Ναι, σκέφτομαι τη σύζυγό και την κόρη μου, αλλά δεν έφυγαν σύντομα και άδικα. Ο Θεός δεν είναι άδικος, ούτε τις πήρε κοντά του όταν δεν έπρεπε. Η πανσοφία του γνωρίζει πολύ καλύτερα από μας πότε είναι η καλύτερη στιγμή για τον καθένα, να τον καλέσει κοντά του. Πότε η ψυχή θα βρει την καλύτερη ανάπαυση κοντά Του.

Γιώργης:  (ειρωνικο υφοσ)Ωχού, πάλι άρχισες τις βαριές θεολογίες σου;

Θαλής:    Κάποτε φίλε μου αυτές τις βαριές θεολογίες όπως τις λες, τις πίστευες και εσύ και τις ακολουθούσες.

Γιώργης:  Και που τις ακολουθούσα Θαλή τι κατάλαβα; Ευτυχώς να λες που το κατάλαβα έγκαιρα ότι όλα αυτά είναι ψέματα των παπάδων και δεν κατέληξα σαν και εσένα.

Θαλής:    Ευχαριστώ φίλε μου για τα όλο γεμάτα φιλία και αγάπη λόγια σου. Δε θα το συνεχίσω αυτό το θέμα διότι αυτή τη συζήτηση την έχουμε κάνει επανειλημμένως. Δε θα ξαναπροσπαθήσω πλέον να σε πείσω με λόγια. Όσον αφορά τις αγαθοεργίες, όπως τις λες, εγώ δε θυμάμαι τίποτα, και σε παρακαλώ, αν θυμάσαι εσύ κάτι από τα ελάχιστα που κάποτε έγιναν, να τα ξεχάσεις, χάριν της φιλίας μας.

Γιώργης:  Ναι, αλλά για το ότι έμεινες σχεδόν στην ψάθα, δεν έχεις να πεις τίποτα. Ε, Θαλή;

Θαλής:    Ταπί; Ψάθα; Τι λες, Γιώργη; Μόλις πέρασε ο ταχυδρόμος και μου έφερε τη σύνταξη. Πεντακόσιες εξήντα ολόκληρες δραχμές! Δεκαοχτώμιση δραχμές την ημέρα! Το ξέρω πως σου φαίνονται λίγες δεκαοχτώ δραχμές για (ΑΡΙΘΜΕΙ ΣΤΑ ΔΑΚΤΥΛΑ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΤΟΥ) φαΐ, ρούχα, νερό, φως και κάμποσα ακόμα. Αλλά –δόξα τω Θεώ– πλούσιες οι ευλογίες Του. Κάποιοι δεν έχουν ούτε αυτά και ζουν στο δρόμο. Μην είμαστε αχάριστοι, Γιώργη. Δόξα τω Θεώ να λέμε. Δόξα τω Θεώ.

Γιώργης:  Καλά, καλά.  Αλήθεια, πώς πάνε οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα;

Θαλής:    Οι ετοιμασίες; Χμ. Μακάρι μια χρονιά να μη ζούσα τα Χριστούγεννα όπως κάθε χρόνο δηλαδή με ετοιμασίες υλικές αλλά να τα ζούσα όπως πραγματικά τους αξίζουν. Αχ Θεέ μου! Τελοσπάντων καλά πάνε. Έβγαλα για σιδέρωμα το καλό μου το κοστούμι για το χριστουγεννιάτικο εκκλησιασμό. Να το, δεν το βλέπεις; (Ο Γιώργης πλησιάζει το κρεμασμένο κοστούμι με μια γκριμάτσα απορίας) Πρόσεχε μη μου το τσαλακώσεις κι άλλο!

Γιώργης:  Τι να σου τσαλακώσω, βρε καημένε, από αυτό; Ο σκώρος, σουρωτήρι σού το ‘κανε. Τέλος πάντων, δεν εννοώ αυτό. Εννοώ αν ετοίμασες τα απαραίτητα για να κάνεις το τραπέζι ανήμερα στα δύο μικρά του γείτονα απέναντι. (Ο Θαλής κοιτά το Γιώργη με απορία)

Θαλής:    Τι λες;

Γιώργης:  Απίστευτος είσαι, ακόμη επιμένεις να με πείσεις πως τα καλείς κάθε χρόνο για να σου κρατάν συντροφιά; Αφού ξέρω πως τα καλείς για να τα δώσεις να φάνε και όχι απλά για να σου κρατάνε παρέα. Και τι θα γίνει δηλαδή, όλο τον κόσμο θα ταΐζεις;

Θαλής:    Αχ, Γιώργη, τι να κάνω; Τέτοια χαρά δοκιμάζω με την πράξη αυτή που δεν μπορώ να σου την περιγράψω… Σα γελάνε εκείνα τα μικρά αθώα στοματάκια τους, σαν αστράφτει η ματιά τους στην αστραψιά της χαράς! Αλλά με το φαΐ μιας μέρας, με το γέλιο μιας μέρας, με μια γουλιά νερό, δεν μπορείς να σβήσεις τη φωτιά της φτώχειας, την πυρκαγιά της δυστυχίας τους. Αλήθεια, τι κάνει ο πατέρας τους;

Γιώργης:  Τι να κάνει Θαλή; Δυο μήνες είναι τώρα στο νοσοκομείο από το σοβαρό ατύχημα που είχε στην οικοδομή. Και δε βλέπει και καλυτέρευση. Άσε και τα δυο αδερφάκια τους. Είναι στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με φυματίωση.

Θαλής:    Φυματίωση;! Τι μου λες;

Γιώργης:  Ξέρω τι σκέφτεσαι τώρα Θαλή. Την κυρά και την κόρη σου θυμάσαι που έφυγαν από αυτή την αρρώστια. Αλλά τι να κάνουμε; Έτσι τα ήθελε ο Θεός στον οποίο πιστεύεις. Και πες μου. Γιατί αφήνει τέτοιες αθώες και καλές ψυχές να φεύγουν από κοντά μας; Για να μας βασανίζει; Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη. Στο λέω εγώ.

Θαλής:    Μη βλασφημείς Γιώργη. Για πες τώρα, αυτή η μάνα πώς τα καταφέρνει με έξι ανήλικα και ετοιμόγεννη;

Γιώργης:  Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να δυσκολεύονται πολύ. Οικονομικά κυρίως. Όπως ξέρεις δεν έχουν πηγές εσόδων. Ο πατέρας δεν μπορεί να δουλέψει εδώ και μήνες, η μητέρα δε μπορεί και αυτή λόγω της κατάστασής της και η μόνη τους ελπίδα τώρα είναι στο Θεό. Άντε να δω τώρα χρονιάρες μέρες πως θα τους βοηθήσει. Το χειρότερο όμως είναι πως το χτικιό γλυκάθηκε με τους δύο και ακονίζει τα δόντια του και για τους άλλους. Ήδη έχει πέσει στο κρεβάτι με ψηλό πυρετό και ένα ακόμη παιδί της οικογενείας.

Θαλής:    Θα δώσει ο Θεός μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να τους αφήσει. Απλά τους δοκιμάζει. Ξέρει εκείνος τι κάνει.

Γιώργης:  Δεν ξέρω Θαλή. Τι να πω; (Σιγή. Και οι δυο φαίνονται σκεφτικοί, και ιδιαίτερα ο κυρ Θαλής)Πέρασε η ώρα, φίλε μου, να πηγαίνω. Σε δυο μέρες έρχονται γιορτές και πρέπει να προλάβω τόσα. (Ο Γιώργης σηκώνεται να φύγει και κινείται προς την πόρτα. Ο Θαλής δείχνει να μην τον αντιλαμβάνεται απορροφημένος στις σκέψεις του. Μονάχα όταν ακούει το κλείσιμο της πόρτας πίσω από το Γιώργη κοιτάει γύρω του, συνειδητοποιεί ότι ο Γιώργης έφυγε και ευθύς προχωρά μπροστά στα εικονίσματα, όπου γονατίζει σε στάση προσευχής)

Θαλής:    Βοήθα το έρμο σπίτι Θεέ μου. Δεν αντέχω το καινούργιο χτύπημα που βρήκε τον πολύτεκνο γείτονα. Μεγάλη συμφορά οι καημένοι. Γλίτωσε Κύριε με τη πανσοφία σου αυτή τη δύστυχη οικογένεια που βασανίζεται από τόσα δεινά. Αχ να μπορούσα να βοηθήσω με κάποιο τρόπο. Θεέ μου, φώτισέ με να δω το άγιο θέλημά σου. (Κλαίει προσευχομενοσ) Ας είναι να πάρω την αρρώστια τους. Να μην ταλαιπωρούνται τα καημένα, κρίμα είναι. Αυτή η οικογένεια έχει τραβήξει τόσα αυτή την περίοδο. Ο πατέρας βαριά άρρωστος, η μητέρα ετοιμόγεννη, τα δυο παιδιά με φυματίωση Και το τρίτο με πυρετό. Αχ και να μπορούσα έστω και το πιο ελάχιστο Θεέ μου. Να μπορούσα κάτι λίγο… κάτι λίγο μονάχα…

Κλείσιμο Αυλαίας

Αφηγητής:Εκείνο το βράδυ, τον πήρε πολύ αργά ο ύπνος τον κυρ Θαλή. Προσευχόταν σχεδόν όλη τη νύχτα. Κι ήταν ανήσυχος με βραχνάδες και εφιάλτες ο ύπνος του. Ύπνος με όνειρα. Παράξενα όνειρα που δε μπορούσε να τα εξηγήσει. Να ο Θαλής λέει γύρναγε στους δρόμους ντυμένος στα κουρέλια. Άπλωνε το χέρι του στους διαβάτες και ζήταγε ταπεινά τη βοήθειά τους όχι για τον ίδιο, αλλά για τη φτωχή οικογένεια. Άλλοι τον σπλαχνίζονταν και τον βοηθούσαν και άλλοι τον περιφρονούσαν χωρίς να του δίνουν σημασία.

Άγνωστος:Τι τη θέλεις τη βοήθεια;

Αφηγητής:…τον ρώτησε κάποιος αδιάκριτος…

Θαλής:    Δεν είναι για μένα, άνθρωπέ μου, δεν είναι για μένα, μα για τους βαριόμοιρους τους γείτονές μου.

Άγνωστος:Για τους γείτονές σου;! Και εσύ τι κάνεις εδώ πέρα; (Αντίλαλος της ερώτησης)

Αφηγητής:«Και εσύ τι κάνεις εδώ πέρα;» Στην ερώτηση αυτή δε μπορούσε να απαντήσει ο Θαλής. Δεν ήξερε πραγματικά γιατί βρισκόταν εκεί. Ο αρχικός του σκοπός ήταν να βοηθήσει την πολύτεκνη και φτωχή οικογένεια με οποιοδήποτε τρόπο αλλά πως κατάφερε τελικά να πάρει αυτή την απόφαση να γίνει δηλαδή ζητιάνος ούτε και ο ίδιος ήξερε. Και αυτή η ερώτηση του περαστικού τον τάραξε και τον έβαλε σε βαθύ συλλογισμό και του έθεσε ένα μεγάλο ερώτημα: «Εγώ, ζητιάνος;!;!» Μήπως τελικά ήταν αυτό το θέλημα του Θεού που τόσο πολύ ήθελε να μάθει;

Άνοιγμα Αυλαίας

[ο Θαλής ανασηκώνεται από το κρεβάτι]

Θαλής:    Παράξενο όνειρο, παράξενο. Να βγω στους δρόμους; Να ντυθώ, να γίνω εγώ ζητιάνος; Μα εγώ είμαι κύριος! Ο χθεσινός έμπορος της Ερμού να παίρνω τους δρόμους και να ζητάω χρήματα; Μα πως; Με τι μάτια; Πως ν’ αντικρίζω τους ανθρώπους; Δεν το μπορώ, είναι αδύνατον, αδύνατον. Παλιόνειρο με αναστάτωσες. Και εννοείται πως δεν είναι αυτό το θέλημα του Θεού. Μη πει κανένας κάτι τέτοιο. Δεν είναι αυτό σε καμία περίπτωση. Ή μήπως είναι; Όχι, όχι, με τίποτα. Αποκλείεται λέω. Κάτι τέτοιο δε θα συμβεί γιατί απλά δε μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ, είπα. Και μη στεναχωριέσαι Θαλή, ο Κύριος θα σου δείξει τι πραγματικά θέλει να κάνεις για να βοηθήσεις αυτή τη δύσμοιρη οικογένεια.

Αφηγητής:Όντως αυτά που έλεγε ο Θαλής τα πίστευε και τα εννοούσε. Δεν ήθελε με τίποτα να σκεφτεί ότι ο σεβασμός που ενέπνεε στους γύρω του και αυτός κύριος καθώς ήταν στον καιρό του θα μπορούσε ποτέ να ντυθεί ζητιάνος για χάρη των άρρωστων παιδιών και των γονιών τους. Ο Θεός όμως του έστειλε εκπρόσωπο για να του δώσει λύση στους ενδοιασμούς και προβληματισμούς του. Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα και ο κυρ Θαλής ετοιμάζεται να πάει στην εκκλησία. Στο δρόμο συναντάει έναν άγνωστο ο οποίος είναι ζητιάνος. Το πρόσωπό του λάμπει. Δεν είναι σαν τους συνηθισμένους ζητιάνους.

Κλείσιμο Αυλαίας

 

 

 

Σκηνή 2η

(Με κλειστή αυλαία)

Ζητιάνος: Σε παρακαλώ κύριε, δώσε μου μια μικρή βοήθεια.

Θαλής:    (ΜΕ ΣΥΜΠΟΝΟΙΑ) Εσύ καινούργιος είσαι; Όλοι όσοι βρίσκονται έξω από την εκκλησία και ζητιανεύουν μου είναι γνωστοί. Εσύ άνθρωπε μου τι πρόβλημα έχεις και βρέθηκες στο δρόμο;

Ζητιάνος: (ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ) Εμένα καλέ μου κύριε, το πρόβλημά μου ένα είναι. Εγώ είμαι πέρα για πέρα αληθινός. Τίποτα δικό μου δεν είναι ψεύτικο. (ΜΕ ΠΑΡΑΠΟΝΟ) Αλλά όλοι με περιφρονούν και δε μου δίνουν σημασία. Και αν κάποιος με θυμάται κάποτε, σε λίγο καιρό φεύγει πάλι από κοντά μου και με ξεχνάει. Και να έλεγες ότι ζητάω κάτι ακατόρθωτο…

Θαλής:    (ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΕΡΩΤΗΣΗ) Και τι το ξεχωριστό είναι αυτό που ζητάς εσύ; Όλοι για τον ίδιο λόγο είστε έξω από την εκκλησία. Για να μαζέψετε χρήματα.

Ζητιάνος: Μα εγώ δε ζητάω χρήματα.

Θαλής:    (ΜΕ ΑΠΟΡΙΑ) Και τι ζητάς;

Ζητιάνος: Να αγαπάτε το συνάνθρωπό σας όπως αγαπάτε τον εαυτό σας και να είστε έτοιμοι να κάνετε οποιαδήποτε θυσία χρειαστεί για να τον βοηθήσετε. Μη σκεφτείτε ποτέ το δικό σας συμφέρον σε τέτοιες περιπτώσεις. Βάλτε πάνω από όλα αυτόν που σας έχει ανάγκη.

Θαλής:    (ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΜΕΝΟΣ) Φίλε μου, δε σε παρεξηγώ. Το κρύο σου έχει πάρει το μυαλό και δε ξέρεις τι λες. Είσαι πολύ παράξενος ζητιάνος. Έλα πάρε αυτή τη δραχμή να βάλεις κάτι στο στόμα σου γιατί η σκέψη σου επηρεάζεται από το άδειο στομάχι σου. (ΓΥΡΙΖΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ ΑΛΛΑ Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΕΧΕΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ). Μα καλά που πήγε; Παράξενος άνθρωπος. Τι ήταν αυτά που έλεγε; Ασυναρτησίες. Ο δύστυχος. Δεν πειράζει έχει ο Θεός. Ας πάω τώρα μέσα γιατί πολύ χρόνο έφαγα εδώ έξω.

              

               (ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΥΛΑΙΑ – ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ)

Ψάλτης:   (Λέει διάφορα ψαλτικά των ημερών) Χριστός γεννάται δοξάσατε…

Ιερέας:     Αδελφοί μου, να μας διδάξει η ταπείνωση του Κυρίου μας. Για χάρη μας ξεντύνεται τη δόξα Του, αφήνει τους ουρανούς και γεννιέται αδύνατο βρέφος σε κρύα και υγρή σπηλιά. Τυλίγεται με σπάργανα και γέρνει σ’ ένα παχνί. Σκεφτείτε έναν τρανό βασιλιά που από αγάπη στους υπηκόους του θα καταδεχόταν να βγει ζητιάνος στους δρόμους. Θα ήταν μεγάλη ταπείνωση κάτι τέτοιο. Όμως, μπροστά στου αγίου Θεού μας τη συγκατάβαση να γίνει όμοιός μας άνθρωπος, είναι ένα τίποτε η ταπείνωση του βασιλιά που γίνεται ζητιάνο. Να δώσει ο Πανάγαθος Κύριος να ζήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα έτσι όπως πραγματικά πρέπει. Με το θείο βρέφος γεννημένο και στις καρδιές μας. Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

Ψάλτης:   Αμήν.

(Αφού πάρουν όλοι αντίδωρο, ο Θαλήσ συναντάει ένα γνωστό του, τον Αλεκο. δινουνχειραψια)

Θαλής:    Γεια σου Αλέκο, καλή σου μέρα. Τι κάνεις;

Αλέκος:   Καλημέρα και σε σας, κυρ Θαλή. Όλα καλά. Εσείς;

Θαλής:    Δόξα τω Θεώ. Τι κάνει η οικογένεια;

Αλέκος:   (ΑΡΓΑ ΜΕ ΜΙΣΟΣΚΥΜΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ) Μια χαρά είμαστε. Τα παιδιά μου καλά είναι, η γυναίκα μου καλυτερεύει από τη γέννα δόξα τω Θεώ. (ΣΗΚΩΝΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ) Ημέρες Χριστουγέννων διανύουμε και ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το Θεό που γίνεται άνθρωπος. (ΠΑΥΣΗ ΛΙΓΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΩΝ) Ανατριχιαστικό και μόνο που το σκέφτομαι. Φαντάσου κυρ Θαλή. Ο ένας, ο μοναδικός και αληθινός Θεός να γίνεται άνθρωπος. Να ταπεινώνεται σε τέτοιο βαθμό που όμοιος του δεν υπάρχει.  Τρομερό! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος…

Θαλής:    … για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Έτσι είναι Αλέκο. Τέτοια ταπείνωση δέχτηκε και ας μην την άξιζε.

Αλέκος:   Πράγματι. Λοιπόν να σας αφήσω γιατί πρέπει να πάω να κάνω τα τελευταία ψώνια για τα Χριστούγεννα.

Θαλής:    Στο καλό Αλέκο. Καλό κουράγιο. Ο Θεός να σου δίνει δύναμη.

Αλέκος:   (ΚΑΘΩΣ ΦΕΥΓΕΙ) Ευχαριστώ πολύ, καλημέρα.

Ανέστης:  (Ο ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΛΗ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ) Γεια σας κυρ Θαλή.

Θαλής:    (ΜΕ ΕΚΠΛΗΞΗ) Γεια σου και σε σένα Ανέστη μου. Μπράβο, πολύ ωραία έψαλλες και σήμερα. Πες μου τα νέα σου. Τι κάνεις;

Ανέστης:  Μια χαρά κυρ Θαλή. Όλα και όλοι καλά.

Θαλής:    Πολύ χαρούμενο σε βλέπω βρε Ανέστη. έγινε κάτι το ξεχωριστό; (ΒΗΧΕΙ)

Ανέστης:  Και γιατί να μην είμαι κύριε Θαλή. Στο σχολείο καλά τα πάω, με το ψαλτήρι ασχολούμαι που μου αρέσει και πολύ, η νηστεία αύριο επιτέλους τελειώνει και ήδη το σπίτι μυρίζει φρεσκοψημένους κουραμπιέδες και τσουρέκια. Οπότε… όλα καλά.

Θαλής:    (ΓΕΛΩΝΤΑΣ) Πολύ ωραία, χαίρομαι για σένα. (ΒΗΧΕΙ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΕΥΕΙ) Δε μου λες παλληκάρι μου, έμαθες τίποτα για τους συμμαθητές του μικρού αδερφού σου, τα παιδιά της κυρά-Ακριβής, που ‘ναι με φυματίωση;

Ανέστης:  Όπως τα ξέρετε κυρ Θαλή. Τα κακόμοιρα τα παιδιά, αν και είναι σε αρχικό στάδιο είναι πολύ δύσκολο να γλιτώσουν διότι αυτή η αρρώστια όπως γνωρίζετε θέλει περιποίηση και καλοπέραση. Πράγμα που η κυρά-Ακριβή δε μπορεί να τους τα παρέχει

Θαλής:    Αχ τι κάνει η φτώχεια. Τα ρημάζει τα καημένα τα παιδιά. (ΒΗΧΕΙ)

Ανέστης:  Δε σας ακούω καλά. Είστε άρρωστος;

Θαλής:    (ΕΝΩ ΒΗΧΕΙ) Μπα τίποτα το ιδιαίτερο. Σήμερα ανέβασα λίγο πυρετό και νιώθω αδύναμος. Πονάει και λίγο ο θώρακας μου, αλλά είπα τη θεία λειτουργία δεν την χάνω. Θα κουκουλωθώ και θα πάω.

Ανέστης:  (Αποχαιρετά τον κύριο Θαλή και φεύγει)  Καλά κάνατε. Περαστικά, κυρ Θαλή. Να φεύγω εγώ τώρα να πάω σπίτι μου. Με περιμένει η μάνα μου.

Θαλής:    Στο καλό Ανέστη, στο καλό. (Ο Θαλής κάθεται συγκλονισμένος σε μια καρέκλα στο ναό. Ο ιερέας τον πλησιάζει)

Ιερέας:     Τι έχεις Θαλή και είσαι χλωμός;

Θαλής:    (Σαν να ξυπνά) Ε, να μάλλον κρύωσα λίγο αλλά κυρίως έγνοιες και σκοτούρες, πάτερ μου. Για την ακρίβεια ένα πρόβλημα τυραννάει το μυαλό μου, μία σκέψη. (ΒΗΧΕΙ)

Ιερέας:     Και γι’ αυτό κάνεις έτσι, τέκνον μου; Ο Βασιλιάς του ουρανού και της γης αύριο θα γίνει άνθρωπος. [ο ιερέας πιάνει από τους ώμους το θαλή και τον ταρακουνά) Θα γίνει ζητιάνος, Θαλή. Το καταλαβαίνεις; Κι εσύ κάθεσαι και χολοσκάς μ’ απλά πράγματα; Γιατί ότι και να σκέφτεσαι απλά πράγματα είναι μπροστά στη θεία συγκατάβασή που γιορτάζουμε. Ότι κι αν είναι, ζήτα τη βοήθειά Του και ο Χριστός θα σου δείξει τη λύση. Τώρα συγχώρα με, μα με περιμένουν. (φεύγοντας λέει στο Θαλή) Και που είσαι, χαμογέλα, Θαλή. Χαμογέλα και μη διστάζεις. Κάνε αυτό που πρέπει. Αυτό που σου λέει η συνείδησή σου. (Ο Θαλής μένει μόνος μέσα στο ναό και μονολογεί)

Θαλής:    (σιγη. ακουγονται τα υπογραμμισμενααποσπασματαωσσυνειδηση του θαλη. Σε λίγο μια έκφραση θαυμασμού εμφανίζεται στο πρόσωπο του Θαλή. Σχεδόν χαμογελά) Δίκιο έχει ο πάτερ. Δίκιο έχει και ο ζητιάνος. Δίκιο έχει και ο Αλέκος. Όλοι έχουν δίκιο. Αυτό λοιπόν σήμαινε το όνειρο; (ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ) Ναι λοιπόν, ο λόγος σου Κύριέ μου μέσα από αυτούς τους ανθρώπους έκανε το θαύμα του στην καρδιά και το μυαλό μου. Την πήρα την απόφασή μου. Ώρα να βάλω μπρος το μεγάλο τόλμημα. Να κάνω αυτό που πρέπει και οφείλω σα σωστός χριστιανός. Αυτό που θέλει ο Θεός.

Κλείσιμο Αυλαίας

Αφηγητής:Ο Θαλής την είχε πάρει την απόφασή του. Θα ντυνόταν ζητιάνος, όχι για δικό του συμφέρον, αλλά για τους φτωχούς. Για τους γείτονες που είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη τη βοήθεια του. Και αυτός με τη σειρά του, παρά το περασμένο της ηλικίας του δε δίσταζε πλέον. Θα έκανε αυτό που του ζήτησε ο Θεός τρεις φορές. Μια το όνειρο, μια ο ζητιάνος και τέλος ο ιερέας. Στο σπίτι του λίγο αγχωμένος, λίγο πανικοβλημένος ψάχνει για  παλιά και σκισμένα ρούχα.

(Με κλειστή αυλαία φαίνεται ένα μπαούλο,  ο Θαλής εμφανίζεται να ψάχνει)

Θαλής:    Μα κάπου εδώ θυμάμαι να ‘χω βάλει… Να τα!... Μπα, όχι αυτά, (βγαζει συνεχεια ρουχα απ’ το μπαουλο και τα πεταει κατω) δε πείθουν... Αυτά όμως είναι ότι πρέπει!

(σταδιακα και αφου ψάχνει πάλι φοραει ένα τρύπιο πουκαμισο, ένα φαρδυ παντελονι παμπάλαιο πάνω απ’ αυτό που φοράει, μια τραγιάσκα, σκισμένα παπούτσια και κομμενα γάντια)

(ενώ ντύνεται) Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Που θα πάω; Από πού θ’ αρχίσω; Πως φέρονται οι ζητιάνοι, τι λένε; Έχει και παγωνιά έξω. Θεέ μου, Χριστέ μου, που ταπεινώθηκες και φόρεσες τα κουρέλια του ανθρώπου, το ξέρεις, δεν είναι για ‘μένα, είναι για τους φτωχούς γειτόνους, είναι για να διώξω το χτικιό που θέλει να τους φάει όλους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 3η

Δρόμος πόλης με κίνηση ανθρώπων, φασαρία κόρνες και ξερά φύλλα

(Ο Θαλής πλησιάζει ενάν κύριο που κοντοστέκεται. φαίνεται κι αυτόσ σχετικά φτωχόσ)

Θαλής:    Χρόνια σου πολλά (Απλώνει το χέρι). Σε παρακαλώ. Δεν είναι για ‘μένα... Για τους αρρώστους μου είναι. Το χτικιό τους ρουφάει το αίμα και δεν έχουνε τίποτα, δεν έχουνε τίποτα, δεν έχουνε κανένα. Εσύ... φτωχός είσαι , καταλαβαίνεις από φτώχια και βάσανα.

Περαστ. 1:(Τον κοιταει παραξενεμένος) Λες αλήθεια;

Θαλής:    (Το χέρι του Θαλή τρέμει) Την αλήθεια του Θεού καλέ μου άνθρωπε.

Περαστ. 1:Να, πάρε, μια μέρα δε θα πάω στο καφενείο για καφέ. (Του βάζει στο χέρι ένα τάλιρο και ο περαστικός φευγει).

Θαλής:    Ευχαριστώ. Ο Θεός να σου το πληρώσει το καλό που κάνεις.(Σταυρώνει το κέρμα και το βάζει στη τσέπη). Καλή αρχή έγινε.(Προχωρά και στέκεται σε μια γωνια, σκύβει το κεφάλι και απλώνει το χερι. περναει κόσμοσ)Να ‘χετε καλό. Νά ‘χεται την ευλογία του Χριστού. Βοηθάτε, βοηθάτε...

               (Ένας νεαρός του δίνει ένα πενηνταράκι)

Θαλής:    Την ευλογία του Χριστού που γεννιέται αύριο να έχεις παιδί μου.

               (νασ κύριοσ του δίνει δύο δεκάρεσ)

Θαλής:    Ευχαριστώ πολύ καλέ μου κύριε. Χρόνια πολλά. (ΚΟΙΤΑΕΙ ΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ) Ένα πενηνταράκι, δυο δεκάρες. Με δεκάρες δε γίνεται δουλειά. Τζάμπα τόση ταλαιπωρία. Μα, αφού είναι για ιερό σκοπό, γιατί να μη ζητήσω τη βοήθεια του Θεού; Κύριε μου, μικρέ μου Χριστέ, ξέρεις το σκοπό μου. Δεν είναι για ‘μένα. Δε με νοιάζει πως και αν τα βγάζω πέρα εγώ. Χριστέ μου, φώτισε τούτο τον κόσμο, λάβε πρόνοια για τα άμοιρα παιδιά  της Ακριβής και το σύζυγό της.(Ένας κύριοςδίνει μια δραχμή. Το ίδιο και ένας άλλος)Την ευχή της Παναγίας να έχεις παλληκάρι μου. Χρόνια πολλά. Καλά Χριστούγεννα. Κάτι γίνεται τώρα Θεέ μου. Δόξα τω Θεώ.

               (Ένας άντρας με καμπαρντίνα στέκεται μπροστά του. Τον κοιτάει. Κάτι σκέφτεται. Ανοίγει το πορτοφόλι του)

Άντρας:    Έλα, γιορτές είναι, μεγάλες γιορτές είναι θείε, πάρε να φας και ‘συ, να κάνεις Χριστούγεννα και ‘σύ. (Του δίνει πενήντα δραχμές και φεύγει).

               ( Ο Θαλής κοιτάει το πενηντάρικο απορημένος)

Αφηγητής:Κόσμος περνάει συνέχεια. Είναι βιαστικός ο κόσμος, ειδικά σήμερα. Κάποιοι σκοντάφτουν του. Οι περισσότεροι τον προσπερνάνε αδιάφοροι.

               (Ένας περαστικός που πέφτει πάνω στον Θαλή τον βρίζει)

Περαστ. 2:Εκμεταλλευτή, αλήτη! Δε φταις εσύ. Η αστυνομία φταίει που σας αφήνει και ζείτε σε βάρος του κόσμου. Παράσιτα της κοινωνίας… (Φεύγει)

(Ενώ ο Θαλής παραμένει με απλωμένο το χέρι)

Αφηγητής:Όμως το απλωμένο χέρι μαζεύει. (Πέφτει ο φωτισμός). Δεκάρες, πενηνταράκια, εικοσαράκια, δραχμές, δίδραχμα πέφτουν κάθε τόσο στ’ απλωμένο γέρικο χέρι. Από ‘δω και πέρα γίνονται δύσκολα τα πράγματα. Ο ουρανός βούρκωσε. Στάζει ψιλή βροχή ο ουρανός. Να φύγει; Καθώς τον βλέπουνε να μουσκεύει στη γωνία του δρόμου, τον λυπούνται μερικοί, του δίνουν μερικοί.(Ταυτόχρονα περνάνε δυο περαστικοί και του δίνουν) Ο κυρ Θαλής όλο προσεύχεται τώρα,(Τα χείλη του Θαλή προσεύχονται)ευλογεί το όνομα του Θεού που φυτεύει δροσερό φυτό στις καρδιές των ανθρώπων τη συμπόνια. Εύχεται ο Θαλής. Οι ευχές του είναι όμορφες και τρυφερές. Μοιάζουν γλυκοτόνιστο τραγούδι του πρωτότυπου ζητιάνου οι ευχές…

(Ο φωτισμός ανοίγει. Ο Θαλής πάει και κάθεται σε ένα περβάζι)

Θαλής:    Αυτό ήταν για σήμερα. Για να δούμε βγήκε τίποτα; (Ανοιγει ένα μαντήλι στο σκαλοπάτι, βγάζει απ’ τη τσέπη του τα χρήματα και αρχίζει το μέτρημα )5, 10, 60, 61, 66, 68, 70 ,90, 95… (συνεχίζει από μέσα του το μέτρημα. Όταν τελειώσει). Διακόσιες τριαντα επτά δραχμες! Δόξα σοι ο Θεός. Με διακόσιες τόσες δραχμές κανείς αγοράζει…. Και τι δεν αγοράζει!.... Δόξα σοι ο Θεός! (ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙ) (Κλείνει αυλαία)

Σκηνή 4η

Παιδί:      Σου είπα θέλω τη μεγάλη τη σοκολάτα.

Πατέρας: Μα αφού ούτε τη μισή δε θα μπορέσεις να φας βρε παιδί μου. Τι τη θες ολόκληρη;

Παιδί:      Εγώ σου είπα τη θέλω και εσύ θα μου την πάρεις. (ΑΡΧΙΖΕΙ ΚΑΙ ΨΑΧΟΥΛΕΥΕΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ)

Μπακάλης:       Κωστάκη γιατί μιλάς έτσι στον πατέρα σου;

Πατέρας: Αδιόρθωτο παιδί Παναή. Άστο, δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη.

Παιδί:      Σε άκουσα. Μη νομίζεις ότι δε σε άκουσα. Κυρ Παναή βάλε μου και μισό κιλό από τις καραμέλες με τη φράουλα.

Πατέρας: Βάλ’ του μωρέ Παναή. Με έχει σκάσει χριστουγεννιάτικα.

Παιδί:      Ακριβώς. Χριστούγεννα έρχονται και εγώ θα ‘μαι με μισή σοκολάτα και χωρίς καραμέλες; Τι είναι αυτά που λες;

(ΕΝΩ ΑΓΟΡΑΖΟΥΝ ΠΙΟ ΠΕΡΑ, ΜΠΑΙΝΕΙ ΕΝΑ ΚΟΥΤΣΟ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ ΚΑΙ ΖΗΤΑΕΙ ΕΛΙΕΣ ΚΑΙ ΡΥΖΙ)

Παιδί(κ):  Κύριε Παναή χαίρεται τι κάνετε;

Μπακάλης:       Καλά Λευτέρη εσύ; Πως πάει το πόδι;

Παιδί(κ):  Τα ίδια κυρ Παναή. Τα ίδια. Ήρθα να πάρω λίγο ρύζι και ελιές που ζήτησε η μαμά μου.

Μπακάλης:       Και καλά εσένα έστειλε;!

Παιδί(κ):  Όχι, εγώ της είπα να έρθω για να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα. Τόσο καιρό μέσα στο σπίτι με το πόδι έσκασα.

Μπακάλης:       Ορίστε. Μία δραχμή και 17 λεπτά

Παιδί(κ):  (ΕΝΩ ΨΑΧΝΕΙ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ) Κυρ Παναή βγάλτε μερικές ελιές δεν έχω τόσα χρήματα.

Μπακάλης:       Και πόσα χρήματα έχεις βρε Λευτεράκη;

Παιδί(κ):  50, 70, 75,95, μία δραχμή (ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ)

Μπακάλης:       Λευτεράκη, συγνώμη αλλά έκανα λάθος. 75 λεπτά κοστίζουν. Σχώρα με Ορίστε και τα ρέστα σου.

Παιδί(κ):  Ευχαριστώ πολύ κυρ Παναή. Να ΄στε καλά. Γεια σας. (ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΑΙΔΙ ΛΕΕΙ)

Παιδί:      Χα, χα! Μπαμπά το είδες το κουτσό; Ούτε για πέντε ελιές δεν είχε χρήματα.

Πατέρας: Σώπα Κώστα. Ντροπή! Είσαι ανάγωγος. απορώ από ποιον πήρες τέτοια ανατροφή. Τέρμα τελείωσε δε σου παίρνω τίποτα (ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΛΑΙΕΙ) Σταμάτα να κλαις αυτή τη στιγμή. Πάμε τώρα. Συγνώμη Παναή αλλά καταλαβαίνεις.

 Μπακάλης:Εντάξει Σωτήρη στο καλό να πάτε. Καλές γιορτές να έχετε.

(ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΤΟ ΘΑΛΗ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΜΠΑΙΝΕΙ)

Θαλής:    Τι έγινε τι έπαθε αυτό Παναή; Γιατί τόσο νευριασμένο; Μύγα το τσίμπησε;

Μπακάλης:       Όχι… να ο πατέρας του το τιμώρησε επειδή είναι αγενές. Τώρα που ερχόσουν θα είδες προφανώς τον Λευτεράκη που κουτσαίνει. Ε, επειδή του μίλησε άσχημα ο μικρός και το πρόσβαλλε για την κατάσταση του ποδιού του, ο Σωτήρης το μάλωσε και δε του αγόρασε τίποτα. Και ζητούσε ένα σωρό πράματα. Ενώ το άλλο το δύστυχο λίγο ρύζι ήθελε και ελιές για το σπίτι. Και δεν είχε και πολλά λεφτά.

Θαλής:    Τέτοια αδικία υφίσταται η σημερινή κοινωνία Παναή. Τέτοια οικονομική ανισότητα.

Μπακάλης:       (ΣΚΥΒΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΨΑΧΝΕΙ) Εσύ τι θα ήθελες κυρ Θαλή να σου δώσω;

Θαλής:    (ΑΡΓΑ) Λοιπόν, θέλω να μου ετοιμάσεις ότι υλικό χρειάζεται έτσι ώστε να ετοιμαστεί ένα τραπέζι χριστουγεννιάτικο για να φάνε 8 άτομα. 237 δραχμές σου δίνω. Ξεκίνα να γεμίζεις σακούλες. (ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ)

Μπακάλης:       Τι ένα τραπέζι χριστιανέ μου. Αυτά τα λεφτά ετοιμάζουν 10 βασιλικά τραπέζια, όχι απλά χριστουγεννιάτικα. (ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΝΑ ΓΕΜΙΖΕΙ)

Θαλής:    Όσα είναι. Αυτοί οι άνθρωποι το αξίζουν. Αυτό και πολύ περισσότερα.

Μπακάλης:       Φίλοι σου είναι αυτοί που θα καλέσεις;

Θαλής:    Σχεδόν φίλοι. Τους αγαπώ τόσο πολύ που δε θα τους έλεγα μόνο φίλους αλλά συγγενείς μου.

Μπακάλης:       Μια ερώτηση κυρ Θαλή με όλο το θάρρος που σου έχω. Εσύ τόσα χρήματα που τα βρήκες;

Θαλής:    Πάντως δεν έκλεψα κανένα.

Μπακάλης:       Καλά αυτό εννοείται. Όλοι εδώ πέρα ξέρουν πόσο καλός και τίμιος άνθρωπος είσαι.

Θαλής:    Καλά, καλά δίνει ο Θεός Παναή. Κανένα δεν αφήνει. Όσον αφορά αυτά τα χρήματα τώρα πες ότι έκανα οικονομία.

Μπακάλης:       Εντάξει κυρ Θαλή μη σε φέρνω και σε δύσκολη θέση. Ούτως ή άλλως εμένα με συμφέρει. Τον τελευταίο καιρό δεν πάνε καλά οι δουλειές. Ας τα να πάνε. Και τώρα εσύ σα να σε έστειλε ο Θεός για να μπορέσω να κάνω και εγώ Χριστούγεννα.

(ΕΝΩ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΙΣ ΣΑΚΟΥΛΕΣ ΠΑΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ)

Μπακάλης:       Μα αφού δυσκολεύεσαι κυρ Θαλή καν να τις σηκώσεις, πού θα τις μεταφέρεις; Άσε να σου στείλω τον παραγιό με τα πράματα στο σπίτι. Δεν είσαι πια και κανένας νέος. Δεν θα βαστάξεις μέχρι το σπιτικό σου τέτοιο βάρος!

Θαλής:    Βάρος; Λάθος κάνεις κυρ Παναή. Τούτο το βάρος ούτε που το αισθάνομαι. Αυτό το βάρος πήρε και τον κόπο της ορθοστασίας, στέγνωσε και τα μουσκεμένα ρούχα μου και με κανε να ξεχάσω πως ακόμη δεν πρόλαβα να φάω! Όλα καλά Παναή.

Μπακάλης:       Η αλήθεια είναι ότι σε βλέπω κάπως χλωμό. Μήπως είσαι άρρωστος;

Θαλής:    Όχι καλά είμαι σε χαιρετώ. (ΓΥΡΙΖΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΜΑ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ)

               (ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΑΗΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ)

Μπακάλης:       (ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ) Περίεργος άνθρωπος ο κυρ Θαλής. Βιάζεται λέει, λες και έχει οικογένεια και πρέπει να δώσει λογαριασμό. Γιατί άραγε όμως να λιποθύμησε; Τι να έφταιξε; Σίγουρα οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα. Αμ το άλλο; Άνθρωπος μόνος και έρμος φορτώθηκε τόσα πράματα. Τρείς οκάδες μακαρόνια, τυρί, βούτυρο ακόμη και κουραμπιέδες! Άσε και τις τρεις οκάδες κρέας! Τι καλεσμένους έχει πια. Αυτός απ όσο ξέρω μόνος είναι σ’ αυτό τον κόσμο. Και από τότε που πέθανε η γυναίκα του και η κόρη του έχει μείνει αυτός και οι τοίχοι του  σπιτιού του. Τέλος πάντων, καλά να γίνει ο άνθρωπος με τέτοιο τζίρο που μου κανε χρονιάρες μέρες.(φεύγει)

Αφηγητής:         Διπλό το καλό που έκανε τα Χριστούγεννα ο Θαλής. Και την οικογένεια της κυράς-Ακριβής βοήθησε και το μπακάλη στήριξε οικονομικά. Και δεν τον ένοιαζε καθόλου που αρρώστησε. Ήξερε ότι μόνο καλό θα του κάνει η αρρώστια. Για αυτό την είχε ζητήσει από το Θεό.Καλό θα έβγαινε από αυτή. Και το καλό θα φαινόταν αργότερα. Και θα ωφελούσε και ακόμη έναν που το είχε πάρα πολύ ανάγκη.

 

 

 

 

 

 

Σκηνή 5η

(Σπίτι Θαλή)

(Επάνω στο τραπέζι βρίσκονται οι χαρτοσακούλες. Ο Θαλής ξαπλωμένοσ στον καναπε του σπιτιου του και ο γιατροσ τον εξεταζει. ο γιωργησδιπλα του στην πολυθρονασκεφτεται)

Γιώργης:      Γιατρέ τι έγινε; Τι έχει;

Γιατρός:       Η αλήθεια είναι ότι έχω μπερδευτεί λίγο με το θέμα του κυρ Θαλή. Προχθές που τον εξέτασα διέγνωσα ένα γερό σώμα χωρίς προβλήματα παρά την ηλικία του.

Γιώργης:      (ΑΓΩΝΙΑ) Και τώρα τι πρόβλημα υπάρχει δηλαδή;

Γιατρός:       (ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΟΣ ΛΕΕΙ) Ακούστε. Τους πνεύμονες δεν τους άκουσα καλά. Δυστυχώς υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να έχει προσβληθεί από φυματίωση. Αλλά θα είχα καλύτερη εικόνα αν ερχόταν στο ιατρείο μου να τον δω και να τον εξετάσω λεπτομερώς. Δεν είναι βέβαια σε θέση τώρα να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά αύριο αν μπορείτε, φέρτε τον στο ιατρείο.

Γιώργης:      Ναι γιατρέ, μην ανησυχείτε, θα τον φέρω εγώ ο ίδιος.

Γιατρός:       Ωραία, θα σας περιμένω.

Θαλής:        Βρε Γιώργη φέρε ένα νερό στον άνθρωπο. Έχει στεγνώσει το στόμα του.

Γιατρός:       Ναι,  αν δε σας είναι κόπος. Ευχαριστώ. (Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΝΕΡΟ)

Θαλής:        (ΑΝΑΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ) Ξέρω γιατρέ από τι πάσχω. Ο Θεός θέλησε να το πάθω αυτό. Να πάω να βρω τη γυναίκα και την κόρη μου.

Γιατρός:       (ΜΗ ΠΕΙΣΤΙΚΟΣ) Όχι κυρ Θαλή, μη το λέτε αυτό. Θα προσπαθήσουμε, θα το παλέψουμε μαζί. Δε θέλει ο Θεός κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση.

Θαλής:        Αυτό θέλει γιατρέ. Αυτό θέλει. (ΞΑΠΛΩΝΕΙ. ΜΠΑΙΝΕΙ ΜΕΣΑ Ο ΓΙΩΡΓΗΣ)

Γιώργης:      Ορίστε το νερό σας.

Γιατρός:       Ευχαριστώ πολύ. (ΠΙΝΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ) Να πηγαίνω τώρα. Θα σας δω αύριο.

Γιώργης:      Ευχαριστούμε πολύ γιατρέ. (ΚΑΘΩΣ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΑΝΕΣΤΗΣ)

Ανέστης:      Καλησπέρα κυρ Θαλή. Έμαθα από το μπακάλη ότι δεν είστε καλά και ήρθα να δω τι πάθατε. Λοιπόν τι πάθατε; Πως μπορώ να σας βοηθήσω; Πείτε μου.

Θαλής:        Άκου Ανέστη μου δεν έχω κάτι σημαντικό. Θέλω να πας στης κυρα- Ακριβή. Θα της πεις χρόνια πολλά και περαστικά στους αρρώστους της. Του χρόνου να τους έχει όλους γερούς κοντά της. Μην τα ξεχάσεις. Γι αυτή την τυραννισμένη ψυχή αυτές οι ευχές είναι πολύ σημαντικές. Βάλσαμο στις πληγές της ψυχής.

Ανέστης:      Εντάξει κυρ Θαλή, το κατάλαβα. Αλλά μόνο αυτό; Να τις μεταφέρω τις ευχές σας;

Θαλής:        Όχι παιδί μου.

Ανέστης:      Τι εννοείτε;

Θαλής:        Θα καταλάβεις. Πήγα και βρήκα κάτι καλόψυχους Χριστιανούς που λυπήθηκαν την κυρα- Ακριβή και την οικογένειά της που υποφέρουν και τους έτυχαν μαζεμένες τόσες αρρώστιες και μου ‘δωκαν, Ανέστη μου, όλα αυτά τα πράματα να κάνουν και αυτοί οι δόλιοι Χριστούγεννα.

Ανέστης:      Α, ωραία! Και από εμένα τι θέλετε; Βοήθεια στο κουβάλημα; Ευχαρίστως. Γιατί τα βλέπω πολλά για έναν άνθρωπο να τα μεταφέρει.

Θαλής:        Όχι ευλογημένε, βιάζεσαι, τρέχεις. Περίμενε να σου εξηγήσω. Εγώ δεν μπορώ να τα πάω, όχι γιατί είναι πολλά αλλά φοβούμαι μήπως η κυρα- Ακριβή νομίσει πως εγώ της τα δίνω, πως τα πήρα από το υστέρημα μου και κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Ενώ άμα δει εσένα Ανέστη να της τα πηγαίνεις θα το πιστέψει πως τα στέλνουν αυτοί οι καλοί Χριστιανοί. Κάνε μου αυτή την χάρη παιδί μου. Σκέψου πως τα πας στον Χριστό μας, στην φάτνη του.

Ανέστης:      Μετά χαράς να τα πάω, κυρ Θαλή στους πονεμένους μας γείτονες. Εγώ νομίζετε δεν τους λυπάμαι που τους βλέπω να μαραζώνουν ένας ένας από την αρρώστια; Μακάρι να δώσει ο Θεός να γίνουν όλοι τους καλά. (Ο Ανέστης παίρνει με ενθουσιασμό τα πράγματα απ’ το τραπέζι και πηγαίνοντας προς την πόρτα) Θέλετε μήπως να της μηνύσω και τίποτα άλλο της κυρα- Ακριβής;

Θαλής:        Όχι παλικάρι μου, όχι. Την ευχή του Χριστού και της Παναγίας μας να έχεις. Α!, να της πεις πως αυτοί οι  χριστιανοί σου ‘δωσαν την υπόσχεση τους πως θα ‘χουν την έγνοια τους. Κάθε τόσο θα τους θυμούνται. Έτσι να της πεις ότι σου ‘παν. Κι αν σε ρωτήσει ποιοι είναι αυτοί για να πάει να τους ευχαριστήσει να της πεις πως τ’ όνομα τους δε θέλουν να το ξέρει. Αυτά να της πεις Ανέστη μου. Τα θυμάσαι;

Ανέστης:      Μη στενοχωριέστε κυρ Θαλή, έτσι ακριβώς θα τα πω, με το νι και με το σίγμα, όπως μου τα ‘πατε. Πάω τώρα γιατί είναι και βαριά. (Φεύγει ο Ανέστης).

Γιώργης:      Μπορεί ταλαίπωρε φίλε μου να καταφέρνεις να ξεγελάσεις τον Ανέστη αλλά εμένα δύσκολα. Τι έγινε που τα βρήκες όλα αυτά και γιατί τα στέλνεις στη κυρά-Ακριβή;

Θαλής:        Δεν υπάρχει διαφορετική εξήγηση για εσένα Γιώργη. Ότι είπα στον Ανέστη αυτό θα πω και σε εσένα.

Γιώργης:      Όχι Θαλή. Εμένα θα μου πεις την αλήθεια. Σ΄ ακούω, πες μου τι έγινε.

Θαλής:        Εντάξει Γιώργη. Θα σου πω την αλήθεια. Θα σου πω ότι ακριβώς έγινε. (ΧΤΥΠΑΝ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΑΚΡΙΒΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ)

Παιδιά:        Να τα πούμε;

Θαλής:        Σε παρακαλώ άνοιξε την πόρτα. Αυτή την ώρα θέλω να ακούσω όμορφες παιδικές φωνές να ψάλλουν τα κάλαντα.

Γιώργης:      Εντάξει φίλε μου. Τους ανοίγω. (ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ)

Παιδιά:        Καλήν εσπέρα, άρχοντες… (Ο ΘΑΛΗΣ ΤΑ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ)

Γιώργης:      (ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΟΥΝ) Μπράβο παιδιά και του χρόνου. Να ορίστε πάρτε λίγα φιστίκια για τον κόπο σας.

Παιδί 1ο:      Ευχαριστούμε πολύ κυρ Γιώργη αλλά δεν μπορούμε να τα πάρουμε.

Γιώργης:      Γιατί;

Θαλής:        Πάρτε τα παιδιά. Είναι για τον κόπο και τη κούραση σας.

Παιδί 2ο:      Ναι αλλά  η μαμά μας, μας είπε να βγούμε να πούμε τα κάλαντα χωρίς να πάρουμε τίποτα από τους νοικοκύρηδες.

Γιώργης:      Και γιατί αυτό;

Παιδί 1ο:      Να είπε ότι είχαμε μια πολύ σοβαρή αρρώστια και μπορεί να πεθαίναμε από αυτή. Αλλά ο Θεός μας βοήθησε και μας γλίτωσε.

Παιδί 2ο:      Και το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε γι’ Αυτόν, είναι να αναγγείλουμε τη γέννησή Του στους ανθρώπους, χωρίς ανταλλαγές.

Παιδί 1ο:      Και πρέπει τώρα να πάμε να προλάβουμε και όλους τους υπόλοιπους της γειτονιάς.

Παιδί 2ο:      Κύριε Γιώργη, ο κυρ Θαλής γιατί είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κλαίει;

Γιώργης:      Είναι άρρωστος και πονάει γι’ αυτό κλαίει. Πριν λίγο ήρθε ο γιατρός και τον εξέτασε. Είπε ότι έχει την αρρώστια που είχατε και εσείς.

Παιδί 1ο:      Κρίμα! Ο καημένος. Μόλις έφυγε από εμάς η αρρώστια πήγε κατευθείαν σε εκείνον. (Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΕΝΕΙ ΕΚΣΤΑΣΙΑΣΜΕΝΟΣ) Αλλά θα γίνει καλά όπως γίναμε και εμείς. Φεύγουμε τώρα γιατί έχουμε πολύ δουλειά. Γεια σας! (ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΦΕΥΓΟΥΝ ΕΝΩ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΕΝ ΤΑ ΧΑΙΡΕΤΑΝΕ)

Θαλής:        Τώρα καταλαβαίνεις πια είναι η αλήθεια Γιώργη; Να από πού κόλλησα την  αρρώστια

Γιώργης:      Μα δεν καταλαβαίνω. Τα παιδιά δεν ήρθαν καθόλου σπίτι σου για να σε κολλήσουν.

Θαλής:        Η δύναμη της προσευχής ξεπερνά τους τοίχους και τα «θέλω» του ανθρώπου.

Γιώργης:      Θαλή αυτό που έκανες ήταν μεγάλη θυσία.

Θαλής:        Σαν τη θυσία του Θεού Γιώργη δε συγκρίνετε καμία. Αύριο για άλλη μια φορά θα ταπεινωθεί και θα γεννηθεί άνθρωπος, για να σταυρωθεί αργότερα, να αναστηθεί και να μας σώσει από τις αμαρτίες μας. Αυτό είναι θυσία Γιώργη, όχι η δική μου. Και τα χρήματα, για να πάρω τα τρόφιμα για την οικογένεια της Ακριβής, τα μάζεψα ζητιανεύοντας. Ζητιάνος ντύθηκα αλλά δε με πείραξε. Η παγωνιά του καιρού απαλυνόταν κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι τα μικρά αυτά παιδάκια φέτος τα Χριστούγεννα θα φάνε και θα περάσουν ωραία όπως περνούσα εγώ και εσύ όλα αυτά τα χρόνια.

Γιώργης:      (ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΘΑΛΗ) Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ο οποίος μου έδειξε το σωστό δρόμο για την αγάπη. Συγχώρα με φίλε μου, συχώρεσε με, που σου φέρθηκα τόσο άσχημα όλον αυτό τον καιρό και σε έφερνα σε δύσκολη θέση. Παρακάλεσε το Θεό να συγχωρέσει την αμαρτωλή καρδιά του δούλου Του και να με δεχτεί πίσω στην αγκαλιά Του.

Θαλής:        Ναι Γιώργη θα προσευχηθώ για εσένα. Έλα τώρα να τσιμπήσουμε κάτι και να κοιμηθούμε. Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ