KATA MATHAIOYΤῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. Λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ακούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Ακούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.

1. Ἀγαποῦσε τὸν πλησίον του;
Κάποια μέρα πλησίασε τὸν Κύριο ἕ­­νας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε μὲ ἐν­δια­φέρον πολύ: Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Γιατί μὲ ὀνο­­μάζεις ἀγαθό, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕ­­­ναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πραγματικὰ ἀγα­θὸς πα­­ρὰ μό­­νον ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ εἰσ­­έλθεις στὴν αἰώνια ζωή, φύλαξε σ’ ὅ­­­λη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές.


Κι ὁ νέος ξαναρωτᾶ: Ποιὲς ἐντολές; Ὁ Κύριος τοῦ ἀπαριθμεῖ κάποιες ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ­­ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυ­ρή­σεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μη­τέρα σου. Καὶ τοῦ προσθέτει καὶ μία ἀ­­­κόμη ἐντολὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ «Λευϊ­τικό»: Νὰ ἀγα­πήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυ­τό σου. Ὁ νέος τότε μὲ ἀπορία λέει: Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;

Ἦταν ὅμως ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ νέ­ου; Ἔλεγε πράγματι τὴν ἀλήθεια;
Βέβαια ὁ νεὸς αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε μὲ εἰλικρίνεια νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀνα­­ζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει περισσότερα, νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος λέει ὅτι ὁ Κύριος συμπάθησε τὸν νέο αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Κι ἐ­­­­­πει­δὴ γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς­ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρόσθεσε τὴν τε­­­­­­­­λευταία αὐτὴ ἐντολή. Διότι ἤθελε νὰ­­ τὸν ὁδηγήσει στὸ δρόμο τῆς τέλειας ἀ­­γά­πης καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν προσ­κόλληση ποὺ εἶχε στὸν πλοῦτο.

Σ’ αὐτὸ ὅμως τὸ θέμα τῆς ἀγά­πης ὁ νέος δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ καταλαβαίνει. Διότι μὲ βάση τὰ ὅσα ὅριζε ὁ νόμος, νόμιζε ὅτι ἦταν ἐντάξει. Ὅ­­μως δὲν ἦταν. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ἀγαπάει τὸν διπλανό του, τὸν κάθε φτωχὸ καὶ ἄρρωστο καὶ ἐνδεή, ὅταν κρατοῦσε τὰ πλούτη του ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μποροῦσε νὰ εὐτυχεῖ, ἐνῶ ἔβλε­πε ὅτι τόσοι ἄλλοι γύ­­ρω του ὑ­­­πέφεραν μέσα στὴ δυστυχία; Γιατί δὲν ἔδινε ἀπὸ τὰ πολ­λὰ ποὺ εἶχε σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε; Ἀγαποῦσε βέβαια τὸν διπλανό του μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἀγάπη του δὲν τοῦ στοίχιζε οἰκονομικά.

Δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοὶ στὶς μέ­­ρες μας μοιάζουμε πολὺ μὲ τὸν πλούσιο αὐ­τὸν τοῦ Εὐαγ­­γελίου. Ἀγαποῦμε τὸν Χρι­­στὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ μένουμε ταυτόχρονα προσκολλημένοι στὰ πολλὰ ἢ λίγα πλούτη μας. Ἐπιτελοῦμε βέβαια τὰ θρησκευτικά μας καθήκον­­τα, μετέχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν θέλουμε ὅμως νὰ στερηθοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε διαθέτοντας ἀπὸ αὐτὰ σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας ἢ σὲ ἄλλα ἱερὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι ἐνῶ γύρω μας τόσοι ὑποφέρουν, ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε ἄνετα, νὰ ἔχουμε πολ­λὰ σπίτια, πολλὰ αὐτοκίνητα, καινούργια ἔπιπλα καὶ τόσα ἄλλα. Ἔτσι ὅμως μεταδίδουμε τὸ πάθος μας αὐτὸ καὶ στὰ παιδιά μας. Καὶ κινδυνεύουμε νὰ σκληρυνθοῦ­με, νὰ γίνουμε ἄσπλαχνοι, νὰ χάσουμε τὸ δρόμο μας καὶ τὸν προορισμό μας.

2. Τό μεγάλο ἐμπόδιο
Ὁ Κύριος στὴ συνέχεια εἶπε κατη­γο­ρημα­τικὰ καὶ ξεκάθαρα στὸν πλούσιο νέο: Ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς. Κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις.
Μόλις ὅμως ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐ­­­τά, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολ­λὰ κτήματα καὶ ἡ καρδιά του ἦταν προσ­κολλημένη σ’ αὐτά. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του: Ἀληθινὰ σᾶς λέω ὅτι δύσκολα ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπεῖ στὴ Βα­σιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἶναι εὐκολότε­ρο νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύ­πα ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ μπεῖ στὴ Βα­­σιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ μαθητὲς μὲ με­­γάλη ἔκπληξη ρω­­­τοῦν: Μὰ τότε ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Καὶ ὁ Χρι­­στὸς τοὺς ἀπαντᾶ: Στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύ­νατο, στὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο ὅ­­­μως αὐτὸ προκύπτει εὔλογα ἡ ἀπορία: Ὅποιος δη­λαδὴ θέλει νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, πρέπει νὰ πουλήσει ὅλη του τὴν περιουσία; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἡ παραγγελία αὐτὴ τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν συγκεκριμένο πλού­­σιο καὶ εἶχε εἰδικὸ σκοπό. Νὰ τὸν ἀ­­­­πε­­­ξαρτήσει ἀπὸ τὴ φιλαργυρία. Διότι ἡ φιλαργυρία του αὐτὴ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀκο­­λουθήσει τὸν δρόμο τῆς τελειότητος. Ὁ Κύριος δηλαδὴ προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάθε ἄνθρωπο στὴν τελειότητα, τοῦ ζητᾶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ ἄλφα ἢ βῆτα πά­­θος ποὺ τὸν δένει στὴ γῆ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀγαπήσει ἐλεύθερα καὶ δυνατὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει διαφορετικὸ πάθος κυρίαρχο στὴν ψυχή του. Ἄλλος εἶναι δέσμιος στὸ θυμό, ἄλλος στὴ ζή­­­­λεια, στὴ μέθη, στὸ ψέμα, στὴν πονη­ρία. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐ­­­­­­­λευθερωθεῖ ἀ­­­πὸ τὸ κυρίαρχο πάθος του, νὰ εἰσέλθει στὴ στενὴ πύλη καὶ νὰ βαδίσει τὴν τεθλιμμένη ὁδὸ γιὰ νὰ κερ­­δίσει τὴν αἰώνια ζωή. Διαφορετικὰ κά­­ποτε θὰ ἀπέλθει κι αὐτὸς λυπούμενος σὰν τὸν πλούσιο νέο. Γι’ αὐτὸ ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πολεμήσουμε ὅλοι μας τὰ πάθη ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὴν ψυχή μας, ποὺ μᾶς κρατοῦν σκλάβους στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ ἀγα­πήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία του.

Ἂς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν, καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θε­­­οῦ θὰ δοῦμε τὴν ψυχή μας νὰ ἐ­­­λευ­θε­ρώνεται, νὰ ὑψώνεται πρὸς τὰ ἀνώτερα. Τότε θὰ ἀγαποῦμε περισσότερο τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προσευχή, τὴ λατρεία, τὴν πνευματικὴ μελέτη. Θὰ ποθοῦμε καθημερινὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ