IeraMoniAgiouNikolaou

7 Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ βρί­σκε­ται πο­λύ κον­τά στό χω­ριό Κα­στρά­κι. Εἶ­ναι τό πρῶ­το μο­να­στή­ρι πού συ­ναν­τά­ει κα­νείς ἀ­νε­βαί­νον­τας ἀ­πό τό χω­ριό αὐ­τό στά Με­τέ­ω­ρα. Τρι­γύ­ρω του βρί­σκον­ται καί τά ἐ­ρει­πω­μέ­να μο­να­στή­ρια Προ­δρό­μου, Ἁ­γί­ας Μο­νῆς καί Παν­το­κρά­το­ρος, κα­θώς καί τό ἐκ­κλη­σά­κι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πια­νης.

Ὁ βρά­χος, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο κτί­στη­κε τό μο­να­στή­ρι εἶ­ναι πο­λύ μι­κρός σέ ἔ­κτα­ση καί στε­νό­χω­ρος στό πλά­τω­μα τῆς κο­ρυ­φῆς του. Αὐ­τό ἐ­πη­ρέ­α­σε καί τήν κτι­ρια­κή δι­α­μόρ­φω­ση καί συγ­κρό­τη­ση τῆς μο­νῆς, πού ἀ­ναγ­κα­στι­κά δέν μπό­ρε­σε νά ἀ­να­πτυ­χθεῖ σέ ἔ­κτα­ση καί γ’ αὐ­τό ὡς τε­λι­κή λύ­ση χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν τά ἀλ­λε­πάλ­λη­λα πα­τώ­μα­τα.

Ἀ­νε­βαί­νον­τας τήν κτι­στή σκά­λα συ­ναν­τά­ει κα­νείς πρῶ­τα τό πο­λύ μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου καί τήν κρύ­πτη, ὅ­που φυ­λάσ­σον­ταν πα­λαι­ό­τε­ρα οἱ κώ­δι­κες καί τά κει­μή­λια τῆς μο­νῆς. Τό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α, για­τί στούς τοί­χους του δι­α­τη­ρεῖ λί­γα ὑ­πο­λείμ­μα­τα πα­λαι­ῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, πού ἀ­νά­γον­ται ἴ­σως στό ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.

Στόν ἑ­πό­με­νο ὄ­ρο­φο, κον­τά σ’ ἕ­να μα­κρό­στε­νο δι­ά­δρο­μο, εἶ­ναι κτι­σμέ­νο τό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς, ὁ να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, ἐ­νῶ στόν τε­λευ­ταῖ­ο ὄ­ρο­φο βρί­σκε­ται ἡ πα­λαι­ά τρά­πε­ζα τοῦ μο­να­στη­ριοῦ, δι­α­κο­σμη­μέ­νη καί μέ τοι­χο­γρα­φί­ες (Πα­να­γί­α βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, πα­ρα­βο­λή τοῦ πλου­σί­ου καί τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου) ὄ­χι ἀ­ξι­ό­λο­γης τέ­χνης. Ἡ τρά­πε­ζα, ἀ­να­και­νι­σμέ­νη σή­με­ρα, χρη­σι­μεύ­ει ὡς ἐ­πί­ση­μος χῶ­ρος ὑ­πο­δο­χῆς. Στόν ἴ­διο, τόν τε­λευ­ταῖ­ο, ὄ­ρο­φο βρί­σκε­ται ἐ­πί­σης τό ὀ­στε­ο­φυ­λά­κιο τῆς μο­νῆς καί τό πρό­σφα­τα (1971) ἀ­να­και­νι­σμέ­νο πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου.

Δέν εἶ­ναι ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­νο ποῦ ὀ­φεί­λει τήν ἐ­πω­νυ­μί­ας της ἡ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ. Πι­θα­νό­τα­τα σέ κά­ποι­ον πα­λαι­ό κτί­το­ρά της, πού θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ χρο­νι­κά στό ΙΔ΄ αἰ­ώ­να, μα­ζί μέ τίς ἀ­παρ­χές τῆς μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς πά­νω στό βρά­χο αὐ­τό. Ἄλ­λοι συ­σχε­τί­ζουν ἐ­τυ­μο­λο­γι­κά τό ὄ­νο­μα μέ τό ρῆ­μα «ἀ­να­παύ­ο­μαι», ὁ­πό­τε Ἀ­να­παυ­σᾶς θά πρέ­πει νά ση­μαί­νει τόν τό­πο ἀ­νά­παυ­σης καί ἀ­να­ψυ­χῆς.

Γιά τήν πρώ­τη ὀρ­γά­νω­ση μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς στό βρά­χο τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ θά πρέ­πει νά λη­φθοῦν ὑ­πό­ψη τά λί­γα ὑ­πο­λείμ­μα­τα τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να στό μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου, κα­θώς καί ἡ προ­τρο­πή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη πρός τούς συ­να­σκη­τές του τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου νά ἐ­κλέ­γουν τόν ἑ­κά­στο­τε ἡ­γού­με­νό τους «καί με­τά γνώ­μης τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου». Ἐ­άν ἡ μνη­μο­νευ­ό­με­νη ἐ­δῶ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου ταυ­τί­ζε­ται πρός τήν ὁ­μώ­νυ­μη με­τε­ω­ρι­κή Μο­νή τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ θά πρέ­πει νά ἀ­να­χθεῖ στίς πρῶ­τες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.

Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ἐ­δῶ ὅ­τι σέ ἐ­πί­ση­μο γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1392/93, πού φυ­λάσ­σε­ται στό ἀρ­χεῖ­ο τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, μνη­μο­νεύ­ε­ται «μο­νύ­δριο» τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, τό ὁ­ποῖ­ο πι­θα­νό­τα­τα ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν ὁ­μώ­νυ­μη με­τε­ω­ρι­κή μο­νή, τήν ἐ­πι­λε­γό­με­νη τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ.

Τό μο­να­στή­ρι ἀ­να­και­νί­ζε­ται ρι­ζι­κά κα­τά τήν πρώ­τη δε­κα­ε­τί­α τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ­ώ­να καί ἀ­νε­γεί­ρε­ται ἀ­πό τά θε­μέ­λιά του τό ση­με­ρι­νό κα­θο­λι­κό (να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου) ἀ­πό τό μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν Ἐ­λε­ή­μο­να (+ 28 Μαρτ. 1510), πού ἐγ­κα­τα­βί­ω­σε καί πέ­ρα­σε ἐ­κεῖ εἰ­ρη­νι­κά τά τε­λευ­ταῖ­α του χρό­νια ὡς μο­να­χός, καί ἀ­πό τόν ἔ­ξαρ­χο Στα­γῶν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Νι­κά­νο­ρα (+ 1521/22). Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νι­κά­νωρ ἀ­να­γρά­φε­ται, σέ κτη­το­ρι­κό ση­μεί­ω­μα, δω­ρη­τής στή Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ χει­ρό­γρα­φης Πα­ρα­κλη­τι­κῆς (ἄλ­λο­τε ὑ­π’ ἀ­ριθ. 42 κώδ. τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ = ση­με­ρι­νός κώδ. 61 τῆς Μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος).

Τό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό ἕ­να μι­κρό μο­νό­χω­ρο να­ό, σχε­δόν τε­τρά­γω­νο, ἀ­κα­νό­νι­στο ὅ­μως καί πα­ρά­γω­νο ἐ­ξαι­τί­ας τῆς στε­νό­τη­τας τοῦ βρά­χου, μέ μι­κρό τροῦλ­λο στό κέν­τρο τῆς στέ­γης, σκο­τει­νό καί χω­ρίς πα­ρά­θυ­ρα, ἀ­φοῦ ἔ­πρε­πε νά κτι­σθεῖ ἐ­πά­νω καί ἄλ­λος ὄ­ρο­φος. Τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ προ­η­γεῖ­ται, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται, ἐ­σω­νάρ­θη­κας (λι­τή), ἀρ­κε­τά εὐ­ρύ­χω­ρος σέ σύγ­κρι­ση μέ τό στε­νό­χω­ρο κυ­ρί­ως να­ό.

Τόν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 1527 (ἔ­τος ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου ΄ζλς΄ = 4036), σύμ­φω­να μέ τήν κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τοῦ νάρ­θη­κα πρός τόν κυ­ρί­ως να­ό, τό κομ­ψό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς ἔ­χει ἁ­γι­ο­γρα­φη­θεῖ ἀ­πό τόν πε­ρί­φη­μο Κρη­τι­κό ζω­γρά­φο Θε­ο­φά­νη Στρε­λί­τζα, τόν ἐ­πι­λε­γό­με­νο Μπα­θᾶ:

+ ΑΝΙΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΘΕΙΩΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΩΣ ΝΑΩΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΗΣ ΠΑΤΡΟΣ ΕΙΜΩΝ/ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΟΤΑΤΟΥ ΜΙΤΡΟΠΩΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΗΡ ΔΙΟΝΙΣΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΟΥ ΩΣΕΙΩΤ(Α)ΤΟΥ/ ΕΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΕ(Ι)Σ ΚΗΡ ΝΙΚΑΝΩΡΟΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΑΡΧΟΥ ΣΤΑΓΩΝ Κ(ΑΙ) Τ(ΩΝ) ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ˙ ΕΙΣΤΩ/ΡΙΘΗ ΔΕ Κ(ΑΙ) ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΥΤΕΛΟΥΣ [Κ]ΥΠΡΙΑΝΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΩΝΟΥ / ΕΤΟΥΣ) ...... ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΙΒ˙ ΕΝ ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΙ) Α­η /ΧΕΙΡ ΘΕΟΦΑΝΗ Μ(ΟΝΑ)Χ(ΟΥ) ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ /ΚΡΙΤΗ˙ ΣΤΡΕΛΗΤΖΑΣ.

Ὁ Θε­ο­φά­νης Στρε­λί­τζας-Μπα­θᾶς κα­τά­γε­ται ἀ­πό οἰ­κο­γέ­νεια καλ­λι­τε­χνῶν, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πό τήν τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Πε­λο­πόν­νη­σο, πι­θα­νό­τα­τα ἀ­πό τήν πα­λιά βυ­ζαν­τι­νή πό­λη Μου­χλί, με­τα­νά­στευ­σε, κα­τά τίς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ ΙΕ΄ αἰ., καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στή βε­νε­το­κρα­τού­με­νη Κρή­τη. Ὁ ζω­γρά­φος Θε­ο­φά­νης γεν­νή­θη­κε τήν τε­λευ­ταί­α δε­κα­πεν­τα­ε­τί­α τοῦ ΙΕ΄ αἰ. στο Ἡ­ρά­κλει­ο, ὅ­που ἀ­κο­λού­θη­σε τό οἰ­κο­γε­νεια­κό καλ­λι­τε­χνι­κό ἐ­πάγ­γελ­μα. Παν­τρεύ­τη­κε καί ἀ­πέ­κτη­σε δύ­ο γιούς, τόν Συ­με­ών καί τόν Νε­ό­φυ­το, ζω­γρά­φους κι αὐ­τούς. Πρίν ἀ­πό τό 1527 (προ­η­γή­θη­κε πι­θα­νό­τα­τα ὁ θά­να­τος τῆς συ­ζύ­γου του) ἔ­γι­νε μο­να­χός. Πέ­θα­νε στή γε­νέ­θλια πό­λη του, στό Ἡ­ρά­κλει­ο, στίς 24 Φε­βρ. τοῦ 1559. Μο­να­χοί ἐ­πί­σης ἔ­γι­ναν καί οἱ δύ­ο γιοί του. Ἀ­π’ αὐ­τούς ὁ Συ­με­ών συ­νερ­γά­στη­κε μέ τόν πα­τέ­ρα του στήν τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Σταυ­ρο­νι­κή­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους κα­τά τό τέ­λος τοῦ 1545 καί ὥς τά μέ­σα τοῦ 1546. Ὁ Νε­ό­φυ­τος ἐρ­γά­στη­κε ἀρ­γό­τε­ρα, τό 1573, στίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ να­οῦ τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου τῆς Κα­λαμ­πά­κας.

Ἡ τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ ἀ­πο­τε­λεῖ τό πα­λαι­ό­τε­ρο ἐ­πώ­νυ­μο ἔρ­γο τοῦ με­γά­λου καλ­λι­τέ­χνη καί ἀρ­χη­γέ­τη τῆς Κρη­τι­κῆς Σχο­λῆς Θε­ο­φά­νη, τοῦ «ἀ­ρί­στου ἁ­γι­ο­γρά­φου», ὅ­πως τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ γιός του μο­να­χός Νε­ό­φυ­τος στήν ἐ­πι­γρα­φή τοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Κα­λαμ­πά­κας.

Στό νάρ­θη­κα εἰ­κο­νί­ζε­ται με­γά­λη σει­ρά ἀ­πό ὁ­λό­σω­μους ὁ­σί­ους, ἀ­σκη­τές καί ἁ­γί­ους, ὅ­πως ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος, ὁ ἅ­γιος Πα­χώ­μιος πού συ­νο­μι­λεῖ μέ ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου, ἅ­γιος Ἀν­τώ­νιος, ἅ­γιος Σάβ­βας, ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος, ὅ­σιος Θε­ο­δό­σιος, ὅ­σις Θε­ο­φά­νης ὁ Γρα­πτός κ.ἄ. Κά­τω χα­μη­λά, ἀ­νά­με­σα στήν ἔν­θρο­νη καί βρε­φο­κρα­τοῦ­σα Πα­να­γί­α καί στόν ὅ­σιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Με­τε­ω­ρί­τη, εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι, μέ τή μο­να­χι­κή τους πε­ρι­βο­λή, οἱ κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς, ἀ­ρι­στε­ρά ὁ μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος ὁ Ἐ­λε­ή­μων καί δε­ξιά ὁ ἔ­ξαρ­χος Στα­γῶν ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος Νι­κά­νωρ. Στήν ἐ­πά­νω ζώ­νη με­γά­λη ἔ­κτα­ση κα­τα­λαμ­βά­νουν τά θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ (θε­ρα­πεί­α τοῦ ὑ­δρω­πι­κοῦ, τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων, τοῦ ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλοῦ, τοῦ πα­ρα­λύ­του˙ὁ πει­ρα­σμός τοῦ Χρι­στοῦ στήν ἔ­ρη­μο, ὁ γά­μος στήν Κα­νά κ.ἄ.). Κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση κα­τέ­χουν οἱ ἐ­πι­βλη­τι­κές καί πο­λυ­πρό­σω­πες συν­θέ­σεις τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας, τῆς Κοι­μή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Ἐ­φραίμ τοῦ Σύ­ρου καί τῆς Κοι­μή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου. Ἐν­τυ­πω­σια­κή εἶ­ναι καί ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Ἀ­δάμ στόν πα­ρά­δει­σο, ὅ­που ὀ­νο­μα­το­θε­τεῖ τά δι­ά­φο­ρα ζῶ­α καί πτη­νά: «Καί ἐ­κά­λε­σεν Ἀ­δάμ ὀ­νό­μα­τα πᾶ­σι τοῖς κτή­νε­σι καί πᾶ­σι τοῖς πε­τει­νοῖς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί πᾶ­σι τοῖς θη­ρί­οις τοῦ ἀ­γροῦ» (Γέν. 2, 20).

Στόν κυ­ρί­ως να­ό, στήν κο­ρυ­φή τοῦ τρούλ­λου, δε­σπό­ζει ἡ γε­μά­τη γλυ­κύ­τη­τα καί συμ­πό­νοι­α μορ­φή τοῦ Παν­το­κρά­το­ρα, πού εἰ­κο­νί­ζε­ται ἐ­δῶ ὡς «Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ὁ Ἐ­λε­ή­μων». Στήν πρώ­τη ζώ­νη πού ἀ­κο­λου­θεῖ με­τά τόν Παν­το­κρά­το­ρα εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Λει­τουρ­γί­α τῶν Ἀγ­γέ­λων καί στήν ἄλ­λη ζώ­νη οἱ δέ­κα προ­φῆ­τες, μέ ἔν­το­νη κι­νη­τι­κό­τη­τα καί μέ εἰ­λη­τά­ρια στά χέ­ρια τους, ὅ­που ἀ­να­γρά­φον­ται ρη­τά σχε­τι­κά μέ τόν Χρι­στό. Στα σφαι­ρι­κά τρί­γω­να εἰ­κο­νί­ζον­ται, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται, οἱ τέσ­σε­ρις εὐ­αγ­γε­λι­στές. Στούς τοί­χους χα­μη­λά, στήν κά­τω ζώ­νη, εἰ­κο­νο­γρα­φοῦν­ται ὁ­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί καί ἄλ­λοι ἅ­γιοι (Εὐ­στά­θιος, Ἀρ­τέ­μιος, Νι­κό­λα­ος ὁ Νέ­ος, Γε­ώρ­γιος, Δη­μή­τριος, Νέ­στωρ, Θε­ό­δω­ρος ὁ Τή­ρων, Θε­ό­δω­ρος ὁ Στρα­τη­λά­της, Κων­σταν­τί­νος καί Ἑ­λέ­νη, Ἀρ­χάγ­γε­λοι Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ, ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ὁ ἐν Μύ­ροις κ.ἄ.). Πιό πά­νω, τέ­λος, εἰ­κο­νί­ζον­ται ἅ­γιοι σέ στη­θά­ρια καί σκη­νές ἀ­πό τό Δω­δε­κά­ορ­το καί τά πά­θη τοῦ Χρι­στοῦ (Εὐ­αγ­γε­λι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου, Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου, Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, Βά­πτι­ση, Ὑ­πα­παν­τή, Βα­ϊ­ο­φό­ρος, Νι­πτήρ, Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, Ἄρ­νη­ση τοῦ Πέ­τρου, Προ­δο­σί­α, Μα­στί­γω­ση, Ἐμ­παιγ­μός, Σταύ­ρω­ση, Ἀ­νά­στα­ση κ.ἄ.). Πο­λύ ὡ­ραί­α εἶ­ναι ἡ τοι­χο­γρα­φί­α στήν πρό­θε­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ, ὅ­που εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Χρι­στός ὡς ἡ Ἄ­κρα Τα­πεί­νω­σις.

Ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα, ἡ τοι­χο­γρα­φί­α τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μι­κρῆς αὐ­τῆς με­τε­ω­ρι­κῆς μο­νῆς φέ­ρει τήν προ­σω­πι­κή σφρα­γί­δα μέ ὅ­λα τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ἀ­νε­πα­νά­λη­πτης τέ­χνης τοῦ με­γά­λου Κρη­τι­κοῦ ζω­γρά­φου, εὐ­γέ­νεια, ζων­τά­νια, δρο­σε­ρό­τη­τα, πλα­στι­κό­τη­τα, μα­λα­κούς καί φω­τει­νούς τό­νους καί γε­νι­κά ὑ­ψη­λή ποι­ό­τη­τα καί τε­λει­ό­τη­τα στό σχε­δια­σμό καί στή χρω­μα­τι­κή ἀ­πό­δο­ση τῶν μορ­φῶν, γνω­ρί­σμα­τα πού τε­λι­κά ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­καν, τυ­πο­ποι­η­μέ­να ὅ­μως, στά με­γά­λα τοι­χο­γρα­φι­κά σύ­νο­λα τῆς ὡ­ρι­μό­τη­τάς του στίς ἁ­γι­ο­ρει­τι­κές μο­νές Με­γί­στης Λαύ­ρας (κα­θο­λι­κοῦ, 1535˙ πι­θα­νό­τα­τα καί τρά­πε­ζας, 1535/1541) καί Σταυ­ρο­νι­κή­τα 1545/1546).

Σχε­τι­κά μέ τήν αἰ­σθη­τι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση καί τή γε­νι­κό­τε­ρη ση­μα­σί­α τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ ὁ Ἀ. Ξυγ­γό­που­λος ση­μει­ώ­νει: «Αἱ τοι­χο­γρα­φί­αι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ τῶν Με­τε­ώ­ρων εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­βό­λως ἕν ἐκ τῶν πρώ­των ἔρ­γων τοῦ Θε­ο­φά­νους… οὗ­τος δέν εἶ­χεν ἀ­κό­μη ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­σει τήν τε­χνι­κήν καί τήν τε­χνο­τρο­πί­αν του. Εὑ­ρί­σκε­ται ἀ­κό­μη ὑ­πό τήν ἐ­πί­δρα­σιν τῆς Μα­κε­δο­νι­κῆς Σχο­λῆς, χω­ρίς νά ἔ­χῃ ἀ­παλ­λα­γῆ ἀ­πό τήν τε­χνι­κήν τῆς φο­ρη­τῆς εἰ­κό­νος. Κα­τά τήν διά­ρκειαν ὅ­μως τῆς ἐρ­γα­σί­ας του αὐ­τῆς εἰς τόν να­όν τῶν Με­τε­ώ­ρων ἐ­πέρ­χε­ται ρα­γδαί­α ἡ ἐ­ξέ­λι­ξις τῆς τε­χνι­κῆς καί τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας του. Αἱ ὀ­λί­γαι σκη­ναί ἐκ τῶν Πα­θῶν μέ τήν τε­χνι­κήν τῆς εἰ­κό­νος εἶ­ναι ἡ ἀρ­χή ἴ­σως τῆς δι­α­κο­σμή­σε­ως. Τήν τε­χνι­κήν αὐ­τήν πο­λύ τα­χέ­ως, φαί­νε­ται, τήν ἐγ­κα­τα­λεί­πει, διά νά ἀ­φο­σι­ω­θῇ εἰς τήν νέ­αν μέ τούς φω­τει­νούς τό­νους καί τάς ἁ­πα­λάς ἀν­τι­θέ­σεις, τήν τε­χνι­κήν δη­λα­δή τοῦ με­γα­λυ­τέ­ρου μέ­ρους τῆς δι­α­κο­σμή­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, καί μέ τήν ὁ­ποί­αν ἐ­ζω­γρά­φη­σεν ὀ­λί­γον ἀρ­γό­τε­ρον τό κα­θο­λι­κόν τῆς Λαύ­ρας. Ἡ ἀ­νο­μοι­γέ­νεια τῆς τε­χνι­κῆς καί ἡ ἀ­βε­βαι­ό­της τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας, αἱ πα­ρα­τη­ρού­με­ναι εἰς τήν δι­α­κό­σμη­σιν τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τῶν Με­τε­ώ­ρων, δει­κνύ­ουν ἀ­σφα­λῶς ὅ­τι διά πρώ­την ἴ­σως φο­ράν ἐ­πε­χεί­ρη­σεν ἐ­κεῖ ὁ Θε­ο­φά­νης ἔρ­γον με­γά­λης ὁ­πωσ­δή­πο­τε κλί­μα­κος. Ἀ­πό τῆς ἀ­πό­ψε­ως αὐ­τῆς αἱ τοι­χο­γρα­φί­αι τοῦ να­οῦ τού­του ἔ­χουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κήν ση­μα­σί­αν. Εἰς αὐ­τάς εὑ­ρί­σκον­ται τά σπέρ­μα­τα τῆς με­γά­λης τέ­χνης τοῦ Θε­ο­φά­νους, ὅ­πως αὕ­τη ἀ­νε­πτύ­χθη εἰς τά ἑ­πό­με­να ἔρ­γα του».

Ἡ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ, ἀ­πό τήν πρώ­τη δε­κα­ε­τί­α τοῦ αἰ­ώ­να μας, ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε καί ἄρ­χι­σε νά ἐ­ρη­μώ­νε­ται καί νά ἐ­ρει­πώ­νε­ται. Ἦ­ταν ἤ­δη κλει­στή, χω­ρίς μο­να­χούς, ἀ­πό τό Δε­κέμ­βριο τοῦ 1909 πού τήν εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φθεῖ ὁ Ν. Βέ­ης γιά τήν κα­τα­γρα­φή τῶν χει­ρο­γρά­φων της. Ὑ­πῆρ­χαν τό­τε ἐ­κεῖ 50 πε­ρί­που κώ­δι­κες, τούς ὁ­ποί­ου ὁ Βέ­ης, γιά με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­σφά­λεια, με­τέ­φε­ρε στή Μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ὅ­που καί ἀ­νή­κουν σή­με­ρα, ἐν­ταγ­μέ­νοι σέ ἑ­νια­ία συλ­λο­γή μα­ζί μέ ἐ­κεί­νους τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος καί τῆς Μ. Ρου­σά­νου.

Στή δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960 ἡ Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ ἀ­να­και­νί­στη­κε καί ἀ­να­στη­λώ­θη­κε ἀ­πό τήν ἁρ­μό­δια Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κή Ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ταυ­τό­χρο­να ἔ­γι­νε καί συ­στη­μα­τι­κή καί προ­σε­χτι­κή συν­τή­ρη­ση τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες, με­τά τόν κα­θα­ρι­σμό τους, ἀ­πέ­κτη­σαν τήν πα­λιά τους ὀ­μορ­φιά καί λάμ­ψη.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ