NIKONCOOLPIX476

Α΄ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

18ταθ­μό ἤ μᾶλ­λον ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου με­τε­ω­ρί­τι­κου μο­να­χι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ ἵ­δρυ­ση τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ἤ τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Ἡ Μο­νή αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πα­λαι­ό­τε­ρη, με­γα­λύ­τε­ρη καί ἐ­πι­ση­μό­τε­ρη ἀ­πό τίς ὑ­πάρ­χου­σες σή­με­ρα με­τε­ω­ρι­κές μο­νές, ὅ­πως δη­λώ­νει καί ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς «Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο» ἤ ἁ­πλῶς «Με­τέ­ω­ρο». Σκαρ­φα­λω­μέ­νη πά­νω στόν ἐ­πι­βλη­τι­κό της βρά­χο, κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση ἀ­νά­με­σα στό μο­να­στι­κό συγ­κρό­τη­μα τῶν Με­τε­ώ­ρων.

Ἱ­δρύ­θη­κε λί­γο πρίν ἀ­πό τά μέ­σα τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να ἀ­πό τόν ὅ­σιο Ἀ­θα­νά­σιο τόν Με­τε­ω­ρί­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ὑ­πῆρ­ξε ὁ πρῶ­τος κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς καί ὀρ­γα­νω­τής συ­στη­μα­τι­κῆς μο­να­στι­κῆς κοι­νό­τη­τας. Ὁ ὅ­σιος Ἀ­θα­νά­σιος γεν­νή­θη­κε ἀ­πό γο­νεῖς ἐ­πι­φα­νεῖς πε­ρί τό 1302 στήν Ὑ­πά­τη (τή γνω­στή τό­τε με­σαι­ω­νι­κή πό­λη τῶν Νέ­ων Πα­τρῶν ἤ τῆς Νέ­ας Πά­τρας) καί τό κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀν­δρό­νι­κος. Ἔ­λα­βε κα­λή παι­δεί­α καί μόρ­φω­ση καί σ’ αὐ­τό σπου­δαῖ­ο ὁ­πωσ­δή­πο­τε ρό­λο ἔ­παι­ξε ἡ με­γά­λη του ἔ­φε­ση πρός τά γράμ­μα­τα καί ἡ φι­λο­μά­θειά του.

Με­τά τόν πρό­ω­ρο θά­να­το τῶν γο­νέ­ων του καί τήν κα­τά­λη­ψη τῆς γε­νέ­θλιας πό­λης του ἀ­πό τούς Κα­τα­λα­νούς, γύ­ρω στά 1318/19, κα­τα­φεύ­γει, σέ νε­α­ρή ἡ­λι­κί­α, μα­ζί μέ κά­ποι­ο θεῖ­ο του, στή Θεσ­σα­λο­νί­κη καί στή συ­νέ­χεια στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ὅ­που ὅ­μως, ὡς ἀ­νή­λι­κος ἀ­κό­μη, δέν γί­νε­ται δε­κτός ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες γιά να πα­ρα­μεί­νει ἐ­κεῖ.

Φύ­ση ἀ­νή­συ­χη καί δυ­να­μι­κή ὁ Ἀν­δρό­νι­κος, ρί­χνε­ται σέ νέ­ες πε­ρι­πλα­νή­σεις καί ἀ­να­ζη­τή­σεις. Με­τα­βαί­νει ἔ­τσι στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὅ­που γνω­ρί­ζε­ται καί συ­να­να­στρέ­φε­ται μέ σπου­δαί­ους λό­γιους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἄν­δρες, ὅ­πως τόν Γρη­γό­ριο Σι­να­ΐ­τη, τόν με­τέ­πει­τα οἰ­κου­με­νι­κό πα­τριά­ρχη (17 Μα­ΐ­ου 1347 – Φε­βρ./Μαρτ. 1350) Ἰ­σί­δω­ρο, τόν Δα­νι­ήλ τόν ἡ­συ­χα­στή καί ἄλ­λες ἐ­ξέ­χου­σες μορ­φές τῆς μο­να­στι­κῆς κοι­νό­τη­τας. Ἀ­π’ αὐ­τούς μυ­εῖ­ται στά μυ­στι­κά τῆς ἡ­συ­χα­στι­κῆς ζω­ῆς καί «ὡς μέ­λιτ­τα συλ­λέ­γει τά καί­ρια».

Ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ με­τά­βα­ση καί πα­ρα­μο­νή του στήν Κρή­τη γιά ὁ­ρι­σμέ­νο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα καί ἡ ἐ­πι­στρο­φή του πά­λι στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος γύ­ρω στά 1332, ἐ­νῶ ἦ­ταν τό­τε τριά­ντα πε­ρί­που χρό­νων. Ἐ­κεῖ, στή Μη­λέ­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, γί­νε­ται δε­κτός ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κός ἀ­πό δύ­ο ἐ­νά­ρε­τους, «εἰς ἄ­κρον ἀ­ρε­τῆς ἐ­λη­λα­κό­τας», ἀ­να­χω­ρη­τές, τόν Γρη­γό­ριο καί τόν Μω­υ­σῆ. Στή συ­νέ­χεια κεί­ρε­ται μο­να­χός ἀ­πό τό γέ­ρον­τά του ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Γρη­γό­ριο καί με­το­νο­μά­ζε­ται Ἀν­τώ­νιος. Τέ­λος, δέν ἀρ­γεῖ νά γί­νει καί με­γα­λό­σχη­μος, ὁ­πό­τε παίρ­νει τό νέ­ο καί ὁ­ρι­στι­κό πιά μο­να­χι­κό του ὄ­νο­μα Ἀ­θα­νά­σιος.

Οἱ συ­χνές ὅ­μως ἐ­πι­δρο­μές τῶν Τούρ­κων καί ἄλ­λες δυ­σκο­λί­ες καί ἀν­τί­ξο­ες πε­ρι­στά­σεις τῶν και­ρῶν ἐ­ξα­ναγ­κά­ζουν τόν Ἀ­θα­νά­σιο μα­ζί μέ τό γέ­ρον­τά του Γρη­γό­ριο νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Στή Θεσ­σα­λο­νί­κη καί στή Βέ­ροι­α, ἀ­π’ ὅ­που πέ­ρα­σαν οἱ δύ­ο ἀ­να­χω­ρη­τές, πολ­λοί καί σπου­δαῖ­οι προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­καν νά τούς κρα­τή­σουν κον­τά τους, πα­ρέ­χον­τας τά ἀ­παι­ραί­τη­τα γιά τή δι­α­βί­ω­σή τους. Ὅ­μως δέν συγ­κα­τα­τέ­θη­καν τε­λι­κά νά πα­ρα­μεί­νουν ἐ­κεῖ, κυ­ρί­ως για­τί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος αἰ­σθα­νό­ταν βα­θύ­τα­τη ἀ­πο­στρο­φή πρός τήν κο­σμι­κή τύρ­βη καί τό θό­ρυ­βο τῶν πό­λε­ων.

Ἔ­τσι, μέ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ τό­τε ἐ­πι­σκό­που Σερ­βί­ων Ἰ­α­κώ­βου κα­τα­φεύ­γουν στούς θεσ­σα­λι­κούς βρά­χους τῶν Στα­γῶν, γιά τούς ὁ­ποί­ου ὁ βι­ο­γρά­φος τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Λί­θοι ὑ­ψι­ί­κο­μοι καί εὐ­με­γέ­θεις ἀ­πό κτί­σε­ως­κό­σμου, οὕ­τω πα­ρά τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ ἱ­δρυ­θέν­τες». Καί συ­νε­χί­ζον­τας προ­σθέ­τει: «Ὅν καί λα­βόν­τες καί πρός τόν τό­πον πα­ρα­γε­νό­με­νοι, τούς μέν λί­θους εὖ­ρον κα­θώς ἤ­κου­σαν, ἀλ­λ’ οὐκ ἦν τις ὁ κα­τοι­κῶν ἐν αὐ­τοῖς, πλήν γυ­πῶν καί κο­ρά­κων».

Στό βρά­χο τοῦ στύ­λου, πού σή­με­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν ὁ γέ­ρον­τας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γρη­γό­ριος καί ὁ Ἀ­θα­νά­σιος. Ὁ Γρη­γό­ριος πα­ρέ­μει­νε ἐ­κεῖ μί­α ὁ­λό­κλη­ρη δε­κα­ε­τί­α καί γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­στη­κε καί στυ­λί­της. Ὁ φι­λέ­ρη­μος Ἀ­θα­νά­σιος, με­τά ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, γιά με­γα­λύ­τε­ρη ἄ­σκη­ση καί ἡ­συ­χί­α, ἀ­πο­τρα­βή­χτη­κε, μέ τή συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ γέ­ρον­τά του, «ἐν τι­νι τρώ­γλῃ τῆς πέ­τρας», ὅ­που κα­τά τίς ὧ­ρες τῆς ἀρ­γί­ας του ἀ­σχο­λοῦν­ταν μέ τήν κα­λα­θο­πλε­κτι­κή.

Καί πά­λι ὅ­μως ἀ­πο­ζη­τών­τας πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πο­μό­νω­ση καί γα­λή­νη, μέ τήν ἄ­δεια πάν­το­τε τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, δι­ά­λε­ξε ἄλ­λο βρά­χο, «τό­πον ἀ­να­χω­ρη­τι­κόν, πέ­τραν εἰς αἰ­θέ­ριον ὕ­ψος ἠρ­μέ­νην», ὅ­που καί κα­τέ­φυ­γε, γύ­ρω στά 1340, καί πα­ρέ­μει­νε ὁ­ρι­στι­κά πιά. Πρό­κει­ται γιά τό λε­γό­με­νο Πλα­τύ Λί­θο ἤ Πλα­τύ­λι­θο, πού ὁ ἴ­διος ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἀ­πε­κά­λε­σε Με­τέ­ω­ρο, ὀ­νο­μα­σί­α ἡ ὁ­ποί­α ἔ­μελ­λε νά κα­θι­ε­ρω­θεῖ ἔ­κτο­τε καί νά δι­α­τη­ρη­θεῖ διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, νά γε­νι­κευ­θεῖ στό σύ­νο­λο τῶν γύ­ρω μο­να­στη­ρι­ῶν καί βρά­χων καί νά ξε­πε­ρά­σει πο­λύ τά ὅ­ρια τοῦ ἑλ­λα­δι­κοῦ χώ­ρου.

Ἐ­φο­δι­α­σμέ­νος λοι­πόν μέ τίς πτέ­ρυ­γες τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος ὁ τα­πει­νός μο­να­χός Ἀ­θα­νά­σιος, πέ­τα­ξε καί πά­τη­σε στήν πέ­τρα αὐ­τή, πού μό­νο οἱ ἀ­χτί­δες τοῦ ἥ­λιου μπο­ροῦ­σαν νά πα­τοῦν καί νά θω­πεύ­ουν, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ σι­γίλ­λιο (Ἀ­πρ. τοῦ 1580) τοῦ οἰ­κουμ. πα­τριά­ρχη Μη­τρο­φά­νη Γ΄: «… θεί­ῳ ἔ­ρω­τι τρω­θείς… ὁ ὁ­σι­ώ­τα­τος ἐν μο­να­χοῖς Ἀ­θα­νά­σιος, πτέ­ρυ­γάς τε ἀ­να­λα­βών τάς τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος, πρῶ­τος ἀ­νέ­πτη εἰς τήν ἡ­λί­βα­τον ταύ­την πέ­τρα, τήν προ­κα­θη­μέ­νην τῶν… Στα­γῶν καί εὐ­λό­γως κε­κλη­μέ­νην Με­τέ­ω­ρον, οἷ­α τῶν ἄλ­λων ὑ­περ­κει­μέ­νην… καί κο­ρυ­φῆς ὕ­περ­θεν τοια­ύτης τό­πον θεῖ­ον εὕ­ρε­το, πα­ρά­δει­σον ἄλ­λον ἔ­δει­ξεν, ἀν­τί δέν­δρων δι­α­φό­ρων ἄν­δρας θεί­ως ἐ­να­σκου­μέ­νους ἀ­πο­δεί­ξας καί ἀν­τί ὡ­ραί­ων καί ἐ­τη­σί­ων καρ­πῶν τούς τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος, πάν­τας ἄλ­λους νι­κῶν­τας».

Ἐ­κεῖ ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἔ­κτι­σε τό ἀ­σκη­τι­κό του κα­τα­φύ­γιο καί ὀρ­γά­νω­σε τήν πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή μο­να­στι­κή κοι­νό­τη­τα μέ αὐ­στη­ρή τυ­πι­κή δι­ά­τα­ξη κοι­νο­βί­ου πού ὁ ἴ­διος δι­α­τύ­πω­σε. Ἡ ὑ­πό τόν Ἀ­θα­νά­σιο ἀ­δελ­φό­τη­τα ἀ­ριθ­μοῦ­σε ἤ­δη δε­κα­τέσ­σε­ρα μέ­λη. Στήν ἀρ­χή ὁ ὅ­σιος ἀ­να­χω­ρη­τής οἰ­κο­δό­μη­σε στό βρά­χο να­ό τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, στήν ὁ­ποί­α (Πα­να­γί­α τῆς Με­τε­ω­ρί­τισ­σας Πέ­τρας) ἀ­φι­έ­ρω­σε καί τή μο­νή, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ὁ ἴ­διος, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος, λί­γο πρίν πε­θά­νει, στούς μα­θη­τές καί συ­να­σκη­τές του: «Καί πρῶ­τον μέν πα­ρα­τί­θη­μι ὑ­μᾶς ἐν τῇ σκέ­πῃ τῆς ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νης Θε­ο­τό­κου καί ἀ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας, κα­θά καί ἡ μο­νή κε­κλή­ρω­ται». Ἀρ­γό­τε­ρα οἰ­κο­δό­μη­σε ἄλ­λο να­ό, πρός τι­μήν τοῦ Με­τα­μορ­φω­θέν­τος Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πε­τέ­λε­σε τό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς καί ἔ­δω­σε καί τή μέ­χρι σή­με­ρα ὁ­ρι­στι­κή ἐ­πω­νυ­μί­ας (τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως) τοῦ μο­να­στη­ριοῦ.

Ἔ­τσι ὁ Ἀ­θα­νά­σιος τό λί­θο τόν ἀ­πό­το καί δυ­σκο­λο­α­νά­βα­το τόν με­τέ­βα­λε σέ δρό­μο εὐ­κο­λο­δι­ά­βα­το, πού ὁ­δη­γοῦ­σε στόν «ἀ­κρό­γω­νο» λί­θο, δη­λα­δή στόν Χρι­στό:

«Τόν λί­θον, πά­τερ, τόν τρα­χύν καί ἀ­νάν­τη πρός λί­θον ἀ­κρό­γω­νον τρί­βον εἰρ­γά­σω».

Ἀ­νε­βαί­νον­τας σή­με­ρα τή λα­ξευ­τή σκά­λα, λί­γο πρίν ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τῆς μο­νῆς καί πρός τ’ ἀ­ρι­στε­ρά, ἀν­τι­κρύ­ζεις τό ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, μέ­σα στή φυ­σι­κή κοι­λό­τη­τα τοῦ βρά­χου, δι­α­μορ­φω­μέ­νη σέ στοι­χει­ώ­δη χῶ­ρο κα­τοι­κί­ας καί στόν ἀ­πα­ραί­τη­το να­ΐ­σκο. Αὐ­τοῦ, κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση, ἀρ­χι­κά, μό­λις σκαρ­φά­λω­σε στόν Πλα­τύ Λί­θο, ἀ­σκή­τε­ψε μό­νος ὁ ὅ­σιος ἐ­ρη­μί­της, προ­τοῦ κτί­σει ἐ­πά­νω στό πλά­τω­μα τοῦ βρά­χου να­ό καί κελ­λιά γιά τήν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν μο­να­χῶν πού ἀ­πό νω­ρίς ἄρ­χι­σαν νά συρ­ρέ­ουν ἐ­κεῖ.

Τα­πει­νός στό ἔ­παρ­κο ὅ­πως ἦ­ταν ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, πα­ρέ­μει­νε σ’ ὅ­λη του τή ζω­ή ἁ­πλός μο­να­χός. Στήν ἄ­κρα τα­πεί­νω­σή του ὀ­φεί­λε­ται ἴ­σως καί τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ ἴ­διος δέν ἄ­φη­σε γρα­πτά κεί­με­νά του, ἐ­νῶ δι­έ­θε­τε τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη παι­δεί­α καί τίς ἀ­παι­τού­με­νες γνώ­σεις.

Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, με­τά ἀ­πό σύν­το­μη ἀ­σθέ­νεια τῆς χο­λῆς καί τοῦ ἥ­πα­τος κα­τά τό βι­ο­γρά­φο του («συ­νέ­βη τῷ πα­τρί… ὑ­πό με­λαγ­χο­λι­κοῦ χυ­μοῦ νο­σῆ­σαι»), πέ­θα­νε ἤ­ρε­μα καί εἰ­ρη­νι­κά, σέ ἡ­λι­κί­α 78 χρό­νων, πε­ρί τό ἔ­τος 1380 (ὄ­χι 1382/83 ὅ­πως πι­στευ­ό­ταν μέ­χρι τώ­ρα). Ἤ­δη τό Νο­έμ­βριο τοῦ 1381, στό συ­νο­δι­κό γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Νεί­λου ὑ­πέρ τῆς Μο­νῆς τῆς Θε­ο­τό­κου τῶν Με­γά­λων Πυ­λῶν (Πόρ­τα-Πα­να­γιᾶς), πού φυ­λάσ­σε­ται στό ἀρ­χεῖ­ο τῆς Μο­νῆς Δου­σί­κου (Ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος), ὑ­πο­γρά­φει ὁ «Μα­κά­ριος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καί πνευ­μα­τι­κός πα­τήρ τοῦ Με­τε­ώ­ρου». Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ὁ ὅ­σιος Ἀ­θα­νά­σιος, ἐ­νό­σω ἀ­κό­μη ζοῦ­σε, λί­γο πρίν πε­θά­νει, ὅ­ρι­σε γιά με­τά τό θά­να­τό του ὡς «πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα» τοῦ Με­τε­ώ­ρου τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Μα­κά­ριο: «τόν ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις κῦ­ριν Μα­κά­ριον πρῶ­τον γάρ ζῶν­τος ἐ­μοῦ ἔ­τα­ξα τοῦ­τον ἄρ­χειν εἰς τάς χρεί­ας τοῦ κελ­λί­ου˙ ἄρ­τι δέ καί εἰς τάς  πνευ­μα­τι­κάς δι­α­γω­γάς ὀ­φεί­λει ὁ­δη­γεῖν καί ρυθ­μί­ζειν ὑ­μᾶς».

Πραγ­μα­τι­κός ὅ­μως δι­ά­δο­χος τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου καί δεύ­τε­ρο κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς ὑ­πῆρ­ξε ὁ μο­να­χός ὅ­σιος Ἰ­ω­ά­σαφ, πρώ­ην βα­σι­λεύς Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης (Uros) Ἄγ­γε­λος Κο­μνη­νός Δού­κας ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, ἐ­νό­σω ζοῦ­σε ἀ­κό­μη, τόν ὅ­ρι­σε δι­ά­δο­χό του: «Κοι­νῇ γνώ­μῃ καί βου­λῇ πάν­των τῶν πα­τέ­ρων καί ἀ­δελ­φῶν πᾶ­σαν τήν ἐ­ξου­σί­αν καί ἀρ­χήν ἐγ­χει­ρί­ζει τῷ κυ­ρῷ Ἰ­ω­ά­σαφ τῷ βα­σι­λεῖ»˙ ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος δέ πρός τούς λοι­πούς ἀ­δελ­φούς τῆς ποί­μνης του πα­ραγ­γέλ­νει: «καί ἄς ἄρ­χη γοῦν καί ἀ­πό­δο­τε αὐ­τῷ οἱ εὑ­ρι­σκό­με­νοι πᾶ­σαν ὑ­πο­τα­γήν καί εὐ­πεί­θειαν».

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης - Ἰ­ω­ά­σαφ ἦ­ταν γιός τοῦ Ἑλ­λη­νο­σέρ­βου βα­σι­λιᾶ Θεσ­σα­λί­ας καί Ἠ­πεί­ρου, μέ ἕ­δρα τά Τρί­κα­λα, Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου (1359-1370). Γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στά 1349/50. Ἡ μη­τέ­ρα του Θω­μα­ΐς ἦ­ταν κό­ρη τοῦ δε­σπό­τη τῆς Ἠ­πεί­ρου Ἰ­ω­άν­νη Β΄ Ὀρ­σί­νη (Orsini, 1323-1335) καί ἀ­δελ­φή τοῦ με­τέ­πει­τα δε­σπό­τη ἐπ­σί­ης τῆς Ἠ­πεί­ρου Νι­κη­φό­ρου Β΄ Ὀρ­σί­νη (+ 1359). Ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του συγ­γέ­νευ­ε μέ τή βυ­ζαν­τι­νή αὐ­το­κρα­το­ρι­κή οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων, τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­φε­ρε μέ ὑ­πε­ρη­φά­νεια καί τό ἐ­πώ­νυ­μο. Ἡ Μα­ρί­α Πα­λαι­ο­λό­γου (1259-1282) ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα της Ἰ­ω­άν­νη Πα­λαι­ο­λό­γο, καί ἐγ­γο­νή ἀ­πό τή μη­τέ­ρα της Εἰ­ρή­νη τοῦ ὑ­ψη­λοῦ ἀ­ξι­ω­μα­τού­χου, με­γά­λου λο­γο­θέ­τη, Θε­ο­δώ­ρου Με­το­χί­τη, κτί­το­ρα τῆς πε­ρι­ώ­νυ­μης Μο­νῆς τῆς Χώ­ρας στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, εἶ­χε συ­ζευ­χθεῖ τόν πάπ­πο τοῦ Ἰ­ω­άν­νη-Ἰ­ω­ά­σαφ Σέρ­βο βα­σι­λιά Στέ­φα­νου Γ΄ Οὔ­ρε­ση (1321-1331). Ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ εἶ­χε καί νε­ό­τε­ρο ἀ­δελ­φό, πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν Στέ­φα­νος. Ἡ ἀ­δελ­φή του Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να Κο­μνη­νή Δού­και­να ἡ Πα­λαι­ο­λο­γί­να (+ 28 Δεκ. 1394), με­γά­λη εὐ­ερ­γέ­τις καί δω­ρή­τρια στή Μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου, εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ τό δε­σπό­τη τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Θω­μᾶ Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384).

Πε­ρί τό 1370 πέ­θα­νε ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Συ­με­ών Οὔ­ρε­σης, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί δι­α­δέ­χτη­κε στήν ἐ­ξου­σί­α. Ἤ­δη α­πό τό 1359/60 ὁ Συ­με­ών εἶ­χε ἀ­να­γο­ρεύ­σει συμ­βα­σι­λέ­α τό γιό του Ἰ­ω­άν­νη, σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις 10 ἐ­τῶν ἤ καί μι­κρό­τε­ρο. Πο­λύ σύν­το­μα ὅ­μως ὁ νε­α­ρός βα­σι­λιάς Ἰ­ω­άν­νης, οἰ­στρη­λα­τη­μέ­νος ἀ­πό τό θεῖ­ο ἔ­ρω­τα, ἀ­παρ­νεῖ­ται τήν κο­σμι­κή ἐ­ξου­σί­α καί τύρ­βη καί ἀν­ταλ­λάσ­σει τήν πο­λυ­τε­λή βα­σι­λι­κή πορ­φύ­ρα μέ τό φτω­χι­κό μο­να­χι­κό τρι­βώ­νιο.

Πα­ρα­δί­δει τό­τε τήν ἐ­ξου­σί­α στόν καί­σα­ρα Ἀ­λέ­ξιο Ἄγ­γε­λο Φι­λαν­θρω­πη­νό. Ἔ­τσι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος γό­νος τῆς ἔν­δο­ξης σερ­βι­κῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Νε­μα­νι­δῶν (Nemanija), κα­τα­φεύ­γει, με­τά τό Νο­έμ­βριο τοῦ 1372, καί πρίν ἀ­πό τόν Ἰ­ού­νιο τοῦ 1373, στά Με­τέ­ω­ρα, στή Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ὅ­που κεί­ρε­ται μο­να­χός καί με­τα­νο­μά­ζε­ται Ἰ­ω­ά­σαφ, σέ ἡ­λι­κί­α 22 πε­ρί­που χρό­νων.

Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες, ἴ­σως καί μό­νες του, ἐ­πί­ση­μες πρά­ξεις ὡς κο­σμι­κοῦ ἄρ­χον­τα εἶ­ναι δύ­ο «ὀ­ρι­σμοί – προ­στάγ­μα­τα», πού ἐ­ξέ­δω­σε τό Νο­έμ­βριο τοῦ 1372 ὑ­πέρ τοῦ πε­ρή­φη­μου «πρώ­του» τῆς Σκή­της τῶν Στα­γῶν Νεί­λου. Ἀν­τί­γρα­φα καί τῶν δύ­ο αὐ­τῶν ἐγ­γρά­φων, σέ ἑ­νια­ῖο φύλ­λο χαρ­τιοῦ, σώ­ζον­ται στή Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί εἶ­ναι ἐ­κτε­θει­μέ­να σέ προ­θή­κη τοῦ μου­σεί­ου της.

Σέ ἀ­φι­ε­ρω­τή­ριο γράμ­μα τοῦ Ἰ­ου­νί­ου τοῦ 1373, τῆς μο­να­χῆς Θε­ο­δού­λης Κο­τε­α­νί­τζαι­νας πρός τή Μο­νή τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ «εὐ­σε­βής καῖ­σαρ» Ἀ­λέ­ξιος Ἄγ­γε­λος Φι­λαν­θρω­πη­νός, δι­ά­δο­χος τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Οὔ­ρε­ση, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι ἤ­δη τό­τε ὁ τε­λευ­ταῖ­ος εἶ­χε ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τά ἐγ­κό­σμια καί εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ γιά νά πε­ρι­βλη­θεῖ τό ἀγ­γε­λι­κό σχῆ­μα.

Ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ, μαρ­τυρ­ρη­μέ­να, δύ­ο φο­ρές, γιά μή ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­νους λό­γους, ἄ­φη­σε τή μο­νή τῆς με­τά­νοι­άς του καί ἀ­που­σί­α­σε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη καί στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὅ­ταν ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, λί­γο πρίν πε­θά­νει, σύμ­φω­να μέ τά ἀ­να­φε­ρό­με­να στό Βί­ο του, θέ­λον­τας ἴ­σως ν’ ἀ­παλ­λα­γεῖ ὁ ἴ­διος ἀ­πό τίς δι­οι­κη­τι­κές καί ἄλ­λες εὐ­θύ­νες λό­γῳ γή­ρα­τος, πα­ρε­χώ­ρη­σε στό βα­σι­λέ­α-μο­να­χό Ἰ­ω­ά­σαφ «πᾶ­σαν τήν ἐ­ξου­σί­αν καί ἀρ­χήν», ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ, με­τά ἀ­πό μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, ἄ­φη­σε τό μο­να­στή­ρι καί τό ἀ­ξί­ω­μά του καί με­τα­νά­στευ­σε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη: «δι­αρ­κέ­σας ἐν τού­τῳ βρα­χύν τι­να χρό­νον, με­τα­να­στεύ­ει πρός Θεσ­σα­λο­νί­κην». Τό γε­γο­νός αὐ­τό πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ γύ­ρω στά 1379/80.

Λί­γο ὅ­μως με­τά τό θά­να­το τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου (πε­ρί τό 1380), ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ ἐ­πέ­στρε­ψε πά­λι στή Μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ὅ­που καί ἀ­νέ­λα­βε τά κα­θή­κον­τά του ὡς δι­ά­δο­χος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του πα­τέ­ρα. Ἤ­δη τό Νο­έμ­βριο τοῦ 1381, στό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Νεί­λου, ὑ­πο­γρά­φει ἀ­νά­με­σα σέ πολ­λούς ἄλ­λους, ἀ­μέ­σως με­τά τό μη­τρο­πο­λί­τη, ὁ «Ἰ­ω­άνν(ης) Οὔ­ρε­σης ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος ὁ διά τοῦ θεί­ου καί ἀγ­γε­λι­κοῦ σχή­μα­τος με­τό­νο­μα­σθῆς Ἰ­ω­ἄ­σαφ (μον)αχ(ός)». Τό Μά­ι­ο τοῦ 1386 ἡ «δέ­σποι­να» τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να Πα­λαι­ο­λο­γί­να ἀ­πευ­θύ­νει γράμ­μα στόν ἀ­δελ­φό της βα­σι­λέ­α-μο­να­χό Ἰ­ω­άν­νη-Ἰ­ω­ά­σαφ σχε­τι­κό μέ δω­ρε­ές της πρός τή μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου. Τό γράμ­μα αὐ­τό βρί­σκε­ται σή­με­ρα ἐ­κτε­θει­μέ­νο σέ προ­θή­κη τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς.

Τό 1394, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀ­πό ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα (τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου καί τοῦ Νο­εμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους αὐ­τοῦ), ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ, μα­ζί μέ τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Σε­ρα­πί­ω­να καί τούς μο­να­χούς Φι­λό­θε­ο καί Γε­ρά­σι­μο, ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τή Μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν καί οἱ τέσ­σε­ρις στή Μο­νή Βα­το­πε­δί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Αὐ­τό συ­νέ­βη, πι­θα­νό­τα­τα, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς εἰ­σβο­λῆς τοῦ Βα­για­ζίτ Α΄ στή Θεσ­σα­λί­α καί τῆς ὁ­ρι­στι­κῆς κα­τά­κτη­σης τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­πό τούς Τούρ­κους (τέ­λη 1393/ἀρ­χές 1394). Τό 1396, ὅ­πως συ­νά­γε­ται πά­λι ἀ­πό ἁ­γι­ο­ρει­τι­κό γράμ­μα τῆς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου (τοῦ «πρώ­του» Νε­ο­φύ­του, Ἰ­αν. 1400), ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ ἔ­χει ἐ­πι­στρέ­ψει, γιά νά πα­ρα­μεί­νει ὁ­ρι­στι­κά πιά, στή μο­νή τῆς με­τά­νοι­άς του, τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­χε προ­η­γου­μέ­νως ὑ­πάρ­ξει ὁ ἀ­να­και­νι­στής καί δεύ­τε­ρος κτί­στης (με­τά τόν Ἀ­θα­νά­σιο).

Στίς ἀ­πο­δη­μί­ες τοῦ Ἰ­ω­ά­σαφ πρέ­πει νά συγ­κα­τα­λε­χθεῖ καί ἡ προ­σω­ρι­νή, γιά οἰ­κο­γε­νεια­κούς λό­γους, με­τά­βα­σή του στά Γι­άν­νε­να κα­τά τά τέ­λη Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ 1384 καί τίς ἀρ­χές Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1385, με­τά τή δο­λο­φο­νί­α (+ 23 Δεκ. 1384) τοῦ δε­σπό­τη τῆς πό­λε­ως αὐ­τῆς Θω­μᾶ Preliubović, τοῦ συ­ζύ­γου τῆς ἀ­δελ­φῆς του Μα­ρί­ας Ἀγ­γε­λί­νας. Στίς 31 Ἰ­αν. τοῦ 1385 ἡ Μα­ρί­α παν­τρεύ­ε­ται, σέ δεύ­τε­ρο γά­μο, τόν Esaü Buondelmonti, «τόν ἀ­δελ­φόν τῆς ἐν Κε­φαλ­λη­νί­ᾳ δου­κέσ­σης».

Ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­πί­ση­μες ἐ­πι­γρα­φι­κές μαρ­τυ­ρί­ες τῆς μο­νῆς, τό ἔ­τος .... [=6896] ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου, πού ἀν­τι­στοι­χεῖ μέ τό κο­σμο­σω­τή­ριο ἔ­τος 1387/88, δη­λα­δή πρίν ἐ­ξα­κό­σια χρό­νια πε­ρί­που, ἐ­πε­κτεί­νει καί ἐ­πα­να­κτί­ζει με­γα­λο­πρε­πέ­στε­ρο τόν ἀρ­χι­κό να­ό πού εἶ­χε ἀ­νε­γεί­ρει ὁ Ἀ­θα­νά­σιος: «Εἶ­τα… ἀ­νε­γεί­ρε­ται να­ός τῷ Σω­τῆ­ρι Χρι­στῷ ὡ­ραι­ό­τα­τος, οὗ­περ μέ­ρος κα­θε­λών ὕ­στε­ρον ὁ ἀ­να­δε­ξά­με­νος πα­ρ’ αὐ­τοῦ τό κελ­λί­ον κλει­νός Ἰ­ω­ά­σαφ εἰς μῆ­κος καί ὕ­ψος κα­θώς νῦν ὁ­ρᾶτ,αι ἀ­νή­γει­ρεν» (Βί­ος Ἀ­θα­να­σί­ου). Πρό­κει­ται γιά τό εὐ­ρύ­χω­ρο να­ό­σχη­μο ἱ­ε­ρό, στόν τύ­πο τοῦ σταυ­ρο­ει­δοῦς δι­κι­ό­νιου να­οῦ, μέ τροῦλ­λο, τοῦ ση­με­ρι­νοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς, τό ὁ­ποῖ­ο κο­σμεῖ­ται μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς τέ­χνης τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ ἔ­τους 1483.

Τό 1385/86 ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ χρη­μα­το­δό­τη­σε τήν ἀν­τι­γρα­φή ἀ­πό τό χαρ­το­φύ­λα­κα τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Τρι­κά­λων ἱ­ε­ρέ­α Θω­μᾶ Ξη­ρό τοῦ κώ­δι­κα 555 (Πρα­ξα­πό­στο­λος) τῆς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Τό προ­σω­πι­κό του ὅ­μως ἐγ­κόλ­πιο, ἕ­να θαυ­μά­σιο περ­γα­μη­νό τε­τρα­βάγ­γε­λο, μι­κροῦ σχή­μα­τος (12 Χ 9,5 ἑκ.), γραμ­μέ­νο καλ­λι­γρα­φι­κά σέ πο­λύ λε­πτή καί ἄ­ρι­στη ποι­ό­τη­τας περ­γα­μη­νή, μέ καλ­λι­τε­χνι­κή καί πο­λυ­τε­λή ἀρ­γυ­ρό­δε­τη στά­χω­ση, βρί­σκε­ται σή­με­ρα (χ/φο ὑ­π’ ἀ­ριθ. 58) στήν Ἐ­θνι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη Ἀ­θη­νῶν, ὅ­που με­τα­φέρ­θη­κε τό 1882 μα­ζί μέ ἄλ­λα με­τε­ω­ρι­κά χει­ρό­γρα­φα. Στό ἐ­σω­τε­ρι­κό τῆς πρό­σθιας πι­να­κί­δας τῆς στά­χω­σης φέ­ρει τήν ἰ­δι­ό­χει­ρη ὑ­πο­γρα­φή του: Ἰ­ω­ά­σαφ.

Στά 1389/90 ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ συ­νε­τέ­λε­σε στήν ἵ­δρυ­ση καί προ­α­γω­γή τῆς Μο­νῆς τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, τῆς ἐ­πι­λε­γό­με­νης τῶν Καλ­λι­γρά­φων, στόν ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο ἀ­πό­το­μο καί ἀ­πρό­σι­το σή­με­ρα βρά­χο.

Ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ, «τό ἀ­ει­θα­λές δέν­δρον καί ὑ­ψί­κο­μον… ὅ­περ θάλ­πει πάν­τας, ὁ ἅ­γιος, ὁ γλυ­κύς, ὁ πρᾶ­ος, ὁ ἥ­συ­χος, ὁ ἀγ­χί­νους», «τό ἐκ ρί­ζης βα­σι­λι­κῆς βλά­στη­μα», ὅ­πως τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ὁ­μώ­νυ­μός του μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης Ἰ­ω­ά­σαφ σέ γράμ­μα­τά του τῶν ἐ­τῶν 1401/2, πέ­θα­νε πι­θα­νό­τα­τα γύ­ρω στά 1422/23.

Τόν Ἀ­θα­νά­σιο καί τόν Ἰ­ω­ά­σαφ, «τούς τοῦ Με­τε­ώ­ρου οἰ­κή­το­ρας καί να­οῦ τοῦ θεί­ου δο­μή­το­ρας», ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας κα­τέ­τα­ξε στή χο­ρεί­α τῶν ὁ­σί­ων καί τι­μᾶ τή μνή­μη τους στίς 20 Ἀ­πρι­λί­ου. Ἀ­νώ­νυ­μος ὑ­μνο­γρά­φος (κώδ. Μ. Με­ταμ. 354), με­γα­λύ­νον­τας καί ἐ­ξαί­ρον­τας τήν ἀ­ρε­τή τῶν θεί­ων κτι­τό­ρων, πα­ρα­τη­ρεῖ: «Πέ­τραν ἀ­να­βάν­τες εἰς ὑ­ψη­λήν,/ θεῖ­ε Ἰ­ω­ά­σαφ, Ἀ­θα­νά­σι­έ τε σο­φέ,/ ἀ­ρε­τῆς εἰς ὕ­ψος ἀ­νήλ­θε­τε, κἀν­τεῦ­θεν/ τῶν οὐ­ρα­νῶν εἰς ὕ­ψη με­τε­βι­βά­σθη­τε».

Στά μέ­σα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ­ώ­να ἡ μο­νή γνώ­ρι­σε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀκ­μή καί ἄν­θι­ση. Ὁ οἰ­κου­με­νι­κός πα­τριά­ρχης Ἱ­ε­ρε­μί­ας Α΄ (1522-1546), ὁ ὁ­ποῖ­ος τό 1540, ὅ­πως συ­νά­γε­ται ἀ­πό μαρ­τυ­ρί­ες ἐ­πί­ση­μων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἐγ­γρά­φων, ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, μέ σι­γιλ­λι­ῶ­δες γράμ­μα του τοῦ ἔ­τους αὐ­τοῦ (πού δέν σώ­ζε­ται σή­με­ρα) ἀ­να­γνώ­ρι­σε καί κα­το­χύ­ρω­σε τά προ­νό­μια καί τήν πλή­ρη ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τοῦ μο­να­στη­ριοῦ κα­τά τό πρό­τυ­πο τῶν ἁ­γι­ο­ρει­τι­κῶν μο­νῶν.

Στά 1544/45, σύμ­φω­να μέ ἐν­τοι­χι­σμέ­νη μαρ­μά­ρι­νη ἐ­πι­γρα­φή, ἀ­νε­γέρ­θη­κε ὁ με­γα­λό­πρε­πος κυ­ρί­ως να­ός καί ἡ λι­τή τοῦ ση­με­ρι­νοῦ ἐ­πι­βλη­τι­κοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς. Ὁ να­ός ἀ­κο­λου­θεῖ τό γνω­στό ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό ἀ­θω­νι­κό τύ­πο, εἶ­ναι δη­λα­δή σταυ­ρο­ει­δής ἐγ­γε­γραμ­μέ­νος, τε­τρα­κι­ό­νιος, μέ τίς δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές κόγ­χες ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά, τούς λε­γό­με­νους χο­ρούς. Ὁ κυ­ρί­ως να­ός, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἄλ­λη ἐ­πι­γρα­φή του, ἁ­γι­ο­γρα­φή­θη­κε στά 1552 ἐ­πί ἡ­γου­μέ­βου Συ­με­ών, καί ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πό τά λαμ­πρό­τε­ρα καί ἀ­ξι­ο­λο­γό­τε­ρα τοι­χο­γρα­φι­κά σύ­νο­λα τῆς με­τα­βυ­ζαν­τι­νῆς ζω­γρα­φι­κῆς.

Ὁ ἴ­διος δρα­στή­ριος ἡ­γού­με­νος ἔ­κτι­σε στά 1557 καί τήν τρά­πε­ζα τῆς μο­νῆς, σπου­δαί­ο καί ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό οἰ­κο­δό­μη­μα, πού μέ πέν­τε κί­ο­νες κα­τά μῆ­κος χω­ρί­ζε­ται σέ δύ­ο κλί­τη, μέ θαυ­μα­στῆς τε­λει­ό­τη­τας πλιν­θό­κτι­στα τό­ξα, σταυ­ρο­θό­λια καί θό­λους στή στέ­γη. Γιά ὅ­λες αὐ­τές τίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες καί τό σπου­δαῖ­ο οἰ­κο­δο­μι­κό του ἔρ­γο ὁ ἠ­πει­ρώ­της ἡ­γού­με­νος Συ­με­ών θε­ω­ρεῖ­ται ὡς τρί­τος κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς.

Πλά­ι στήν τρά­πε­ζα, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται σ’ αὐ­τές τίς πε­ρι­πτώ­σεις, πρός τό βό­ρει­ο τοῖ­χος της, εἶ­ναι κτι­σμέ­νη ἡ ἑ­στί­α, δη­λα­δή τό μα­γει­ρεῖ­ο τῆς μο­νῆς. Ἡ ἑ­στί­α ἔ­χει καί ἐ­δῶ τόν κα­θι­ε­ρω­μέ­νο μο­να­στη­ρια­κό ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό τύ­πο˙ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό ἕ­να εὐ­ρύ­χω­ρο τε­τρά­γω­νο δω­μά­τιο πού στε­γά­ζε­ται ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­πό ἕ­να ἡ­μι­σφαι­ρι­κό θό­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος στήν κο­ρυ­φή του κα­τα­λή­γει σέ ἕ­να μι­κρό τρουλ­λί­σκο˙ τά πα­ρά­θυ­ρα τῆς σφεν­δό­νης τοῦ τρουλ­λί­σκου χρη­σι­μεύ­ουν γιά τήν ἔ­ξο­δο τοῦ κα­πνοῦ. Ἡ ἑ­στί­α, κα­λά συν­τη­ρη­μέ­νη καί κα­θα­ρι­σμέ­νη σή­με­ρα, ἐ­κτός ἀ­πό τό ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό πα­ρου­σιά­ζει καί ἄλ­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τόν ἐ­πι­σκέ­πτη, για­τί σ’ αὐ­τήν ἔ­χουν συγ­κεν­τρω­θεῖ καί εἶ­ναι ἐ­κτε­θει­μέ­να πολ­λά πα­λαι­ά χάλ­κι­να, πή­λι­να ἤ ξύ­λι­να μα­γει­ρι­κά καί ἄλ­λα σκεύ­η, πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τό­τε γιά τίς ἀ­νάγ­κες τους οἱ μο­να­χοί.

Τόν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1572, σύμ­φω­να μέ τήν ἐν­τοι­χι­σμέ­νη ἐ­ξω­τε­ρι­κή πλίν­θι­νη ἐ­πι­γρα­φή, ἀ­νε­γέρ­θη­κε τό νο­σο­κο­μεῖ­ο-γη­ρο­κο­μεῖ­ο τοῦ μο­να­στη­ριοῦ, σπου­δαῖ­ο καί αὐ­τό ἀ­πό ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή ἄ­πο­ψη κτί­ριο, μέ τήν πε­ρί­τε­χνη πλιν­θό­κτι­στη ὀ­ρο­φή τοῦ ἰ­σο­γεί­ου του, μέ κεν­τρι­κό θό­λο, στη­ρι­ζό­με­νο σέ τέσ­σε­ρις κί­ο­νες, καί μέ ὀ­κτώ πλευ­ρι­κά σταυ­ρο­θό­λια.

Ἤ­δη κα­τά τή δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τί­α τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., στά χρό­νια τῆς ἀρ­χῆς τοῦ βο­ε­βό­δα τῆς Βλα­χί­ας NeagoeBasarab (1512-1521), μέ προ­σω­πι­κά ἔ­ξο­δα τοῦ δυ­να­μι­κοῦ καί φι­λό­θρη­σκου αὐ­τοῦ ἡ­γε­μό­να, εἶ­χε κα­τα­σκευα­στεῖ ὁ πύρ­γος καί ἡ κλί­μα­κα ἀ­νό­δου (ὄ­χι ἡ ση­με­ρι­νή λα­ξευ­τή στό βρά­χο πού κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τό 1922, ἀλ­λά ξύ­λι­νη ἀ­νε­μό­σκα­λα προ­ση­λω­μέ­νη κα­τα­κό­ρυ­φα στό βρά­χο) τῆς μο­νῆς, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γράμ­μα τοῦ κα­θη­γου­μέ­νου τοῦ Με­τε­ώ­ρου Δι­ο­νυ­σί­ου: «αὐ­τός δέ ὁ μα­κα­ρί­της κύρ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Νε­άγ­γος ἐ­κα­τάρ­τι­σεν ἐ­κα­τάρ­τι­σεν ἡ­μῖν πύρ­γον ἄ­νω ἐν τῷ λί­θῳ καί τήν κλί­μα­κα ἐ­καλ­λι­έρ­γη­σεν καί τάς ζευ­κτη­ρί­ας αὔ­ξη­σεν καί πολ­λά ἀ­γα­θά προ­τε­ρή­μα­τα ἐν τῷ μο­να­στη­ρί­ῳ πε­ποί­η­κε καί κει­μή­λια ἐ­δω­ρή­σα­το».

Ἀ­νά­με­σα στούς πα­λαι­ούς ἡ­γου­μέ­νους, τῶν ὁ­ποί­ων τό πέ­ρα­σμα ἄ­φη­σε ἀ­νε­ξά­λει­πτα τά ἴ­χνη τῆς ἔν­το­νης πα­ρου­σί­ας τους στή μο­νή, ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση κα­τέ­χει ὁ Παρ­θέ­νιος Ὀρ­φί­δης, ὁ «μου­σι­κώ­τα­τος» καί «ψάλ­της», κα­τά τά τέ­λη τοῦ ΙΗ΄ καί τίς ἀρ­χές τοῦ ΙΘ΄ αἰ­ώ­να. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να σέ ἐ­πι­γρα­φές ὡς ἀ­να­και­νι­στής καί δω­ρη­τής εἰ­κό­νων, ὅ­πως στό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου (1784), στό τέμ­πλο τοῦ να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς (1790), καί στό πα­ρεκ­κλή­σι τῶν ἰ­σα­πο­στό­λων Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης, κα­θώς ἐ­πί­σης καί ὡς δω­ρη­τής πα­λαι­οῦ κομ­ψοῦ προ­σκυ­νη­τα­ρί­ου μέ ὡ­ραί­α ἔν­θε­τη δι­α­κό­σμη­ση ἀ­πό φίλ­ντι­σι, τό ὁ­ποῖ­ο βρί­σκε­ται στόν κυ­ρί­ως να­ό τοῦ κα­θο­λι­κοῦ καί φέ­ρει τήν ἐ­πι­γρα­φή:

ΕΠΙ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΑΡΘΕ/ΝΙΟΥ ΟΡΦΙΔΟΥ ΗΓΟΥΜΕ/ΝΟΥ ΤΕ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ/ ΜΕΤΕΩΡΟΥ ΣΥΝ ΚΑΛ/ΛΙΝΙΚΩ ΤΩ ΝΙΚΗΝ/ ΜΟΥΣΑΙΣ [ΔΙΔ]ΟΝΤ/ ΠΕΡΙΦΑ[ΝΕΣΙ] ΚΑΛΛ/ΕΣΙΝ ΤΑΔ ΥΦΑΝΘΗ.

Στίς ἡ­μέ­ρες του ἀ­νε­γέρ­θη­κε (1789) τό πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης καί κα­τα­σκευ­ά­στη­κε (1791) τό ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κό ξυ­λό­γλυ­πτο τέμ­πλο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς. Μέ δι­κή του, τέ­λος, πρω­το­βου­λί­α καί προ­σω­πι­κά του ἔ­ξο­δα εἶ­χε οἰ­κο­δο­μη­θεῖ (1806), ὁ­λό­κλη­ρη νέ­α σει­ρά κελ­λι­ῶν (ἡ σχε­τι­κή ἐ­πι­γρα­φή, σέ μάρ­μα­ρο, φυ­λάσ­σε­ται σή­με­ρα στό μου­σεῖ­ο, για­τί τά κελ­λιά αὐ­τά ἔ­χουν κα­τε­δα­φι­στεῖ καί ἀ­να­κτι­στεῖ).

Καί ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­νῶ πα­ρέ­λα­βε τό μο­να­στή­ρι «εἰς ἐ­σχά­την πε­νί­αν καί εἰς χρέ­ος βα­ρύ­τα­τον καί φορ­τί­ον δυ­σβά­στα­κτον», ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἴ­διος σέ ἀ­χρο­νο­λό­γη­τη ἁ­παν­τα­χοῦ του ζη­τεί­ας. Ἤ­δη ἀ­πό τόν Ἀ­πρί­λιο (8-25) τοῦ 1779, πού ὁ Σου­η­δός ἀ­να­το­λι­στής JacobJ. Björnstahlἐ­πι­σκέ­φθη­κε τή Μο­νή τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἡ­γού­με­νος τοῦ μο­να­στη­ριοῦ ἦ­ταν ὁ Παρ­θέ­νιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­δα­ψί­λευ­σε στόν ξέ­νο πε­ρι­η­γη­τή φι­λό­φρο­νη φι­λο­ξε­νί­α καί τόν δι­ευ­κό­λυ­νε στίς ἐ­ρευ­νη­τι­κές του ἀ­να­ζη­τή­σεις. Μου­σι­κά του μέ­λη πε­ρι­έ­χει ὁ κώδ. 329 τῆς μο­νῆς.

Στά 1809, με­τά τό μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος τοῦ θρυ­λι­κοῦ πα­πᾶ-Θύ­μιου Βλα­χά­βα στά Γι­άν­νε­να ἀ­πό τό θη­ρι­ώ­δη Ἀ­λή-Πα­σά, ὁ ἡ­γού­με­νος Παρ­θέ­νιος Ὀρ­φί­δης βρί­σκε­ται αἰχ­μά­λω­τος στήν ἠ­πει­ρω­τι­κή πρω­τεύ­ου­σα, φυ­λα­κι­σμέ­νος στά μπουν­τρού­μια τοῦ Ἀ­λῆ για­τί προ­φα­νῶς ἡ Μο­νή τοῦ Με­γά­λους Με­τε­ώ­ρου, ὅ­πως καί οἱ ὑ­πό­λοι­πες μο­νές, εἶ­χε ὑ­πο­θάλ­ψει καί ἐ­νι­σχύ­σει τό κί­νη­μα τοῦ φλο­τε­ροῦ ἱ­ε­ρω­μέ­νου. Γι’ αὐ­τό, ἐ­κτός ἀ­πό τή Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου πού κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἱ­σο­πε­δώ­θη­κε ἀ­πό τά τη­λε­βό­λα τῶν Τουρ­καλ­βα­νῶν, καί ὅ­λα τά ἄλ­λα με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρια γνώ­ρι­σαν τό­τε τήν ἐκ­δι­κη­τι­κή μα­νί­α τοῦ φο­βε­ροῦ τυ­ράν­νου των Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἡ ἐν­θύ­μη­ση τοῦ ἁ­πλο­ϊ­κοῦ καί ἀ­γράμ­μα­του πα­πᾶ-Χρύ­σαν­θου ἀ­πό τά Τρί­κα­λα (κώδ. Μ. Βαρ­λα­άμ 106) μέ τρό­πο συγ­κι­νη­τι­κό, λα­κω­νι­κό ἀλ­λά καί πο­λύ εὔ­γλωτ­το, ἀ­πει­κο­νί­ζει τά γε­γο­νό­τα: «1809… ε­πια­σαι ω κα­πι­ταν πα­σιας των Πα­πα­θη­μιο Πλα­χα­βα και αι­στη­λαι υς τα Ι­ω­α­νη­να στω βι­ζι­ρι και τον αι­κα­μι ζτη­ραι­κυ­α ται­σι­ρα… και τε­λυ­ω­νον­τας ω πολ­μος αι­στη­λαι ω βε­ζι­ρησ και ε­βου­λω­σε τα μο­να­στη­ρια και ε­πι­ρε κε του γου­με­νοσ α­πω­νι [=ὁ­πού ’­ναι], ης τα Ει­ω­α­νη­να ε­ος την σι­μαι­ρον η­μαι­ραν».

Πρέ­πει, τέ­λος, νά ἀ­να­φέ­ρο­με καί τό λό­γιο καί πο­λυ­πράγ­μο­να ἡ­γού­με­νο τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου, στά τέ­λη τοῦ ΙΘ΄ αἰ­ώ­να, ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Πο­λύ­καρ­πο Ραμ­μί­δη, συγ­γρα­φέ­α (1882) καί τῆς πρώ­της γε­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας τῶν μο­νῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων.

Ἡ Μο­νή ἔ­χει καί δύ­ο πα­λαι­ά πα­ρεκ­κλή­σια. Τό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, θο­λο­σκέ­πα­στο μέ τρί­ρι­χτη ἐ­ξω­τε­ρι­κά στέ­γη, εἶ­ναι στή ση­με­ρι­νή του μορ­φή μι­κρός μο­νό­χω­ρος να­ός τοῦ τέ­λους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. Ἔ­χει ὅ­μως καί πα­λαι­ό­τε­ρες οἰ­κο­δο­μι­κές φά­σεις, μέ ἄλ­λο προ­ο­ρι­σμό τοῦ χώ­ρου, πού ἀ­νά­γον­ται ἴ­σως στά χρό­νια τῶν κτι­τό­ρων τῆς μο­νῆς Ἀ­θα­να­σί­ου καί Ἰ­ω­ά­σαφ. Σέ πα­ρεκ­κλή­σι δι­α­μορ­φώ­θη­κε, πι­θα­νό­τα­τα, στίς ἀρ­χές τοῦ ΙΖ΄ αἰ­ώ­να. Βρί­σκε­ται στό ἀ­να­το­λι­κό ἄ­κρο τῆς νό­τιας πλευ­ρᾶς τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, δί­πλα στό ἱ­ε­ρό, μέ τό ὁ­ποῖ­ο καί ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ.

Τό πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης εἶ­ναι καί αὐ­τό μι­κρός μο­νό­χω­ρος να­ός τοῦ τέ­λους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. μέ ὡ­ραῖ­ο τροῦλ­λο, προ­σαρ­μο­σμέ­νο μορ­φο­λο­γι­κά στόν ἐ­πι­βλη­τι­κό τροῦλ­λο τοῦ κα­θο­λι­κοῦ. Σύμ­φω­να μέ τήν ἐν­τοι­χι­σμέ­νη ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἐ­πι­γρα­φή του, ἀ­νε­γέρ­θη­κε τό Μάρ­τιο τοῦ 1789, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παρ­θε­νί­ου Ὀρ­φί­δη, μέ ἔ­ξο­δα τοῦ μο­να­χοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου καί τοῦ γιοῦ του, ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ζα­χα­ρί­α, ἀ­πό τήν Κό­νι­τσα. Βρί­σκε­ται στά δυ­τι­κά τοῦ κα­θο­λι­κοῦ καί πο­λύ κον­τά σ’ αὐ­τό.

Ὑ­πάρ­χει καί ἕ­να και­νούρ­γιο, τρί­το πα­ρεκ­κλή­σι, τοῦ Ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, στό ἰ­σό­γει­ο τῆς ἀ­να­και­νι­σμέ­νης βο­ρει­ο­δυ­τι­κῆς πτέ­ρυ­γας τῶν κελ­λι­ῶν, τό ὁ­ποῖ­ο κο­σμεῖ­ται μέ κα­λῆς τέ­χνης σύγ­χρο­νες τοι­χο­γρα­φί­ες.

Πολ­λές εἶ­ναι οἱ κα­τα­στρο­φές τῶν και­ρι­κῶν πε­ρι­στά­σε­ων πού ἔ­πλη­ξαν τό μο­να­στή­ρι τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Ἐ­πι­δρο­μές ἀ­θέ­ων καί ἀ­σε­βῶν, κλε­ψι­ές καί λε­η­λα­σί­ες, πυρ­κα­γι­ές: «Ἐ­πί ἔ[τους] ᾳ­χθ΄ [=1609] ἐ­σκή­λευ­σαν τό μο­να­στή­ρι ἀ­γα­ρη­νοί (;)… ἐ­ροί­μο­σεν παν­τε­λῶς τό μο­να­στή­ρι καί τό γρά­φω­μεν ἐν­θύ­μη­σιν τῶν με­τα­γε­νε­στέ­ρων ἀ­δελ­φῶν» (ση­μεί­ω­ση στό τοι­χο­γρα­φη­μέ­νο τμῆ­μα τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ νάρ­θη­κα, στό ἀ­να­το­λι­κό ἄ­κρο). Ὁ Σου­η­δός πε­ρι­η­γη­τής J. Björnstahlστό «Ὁ­δοι­πο­ρι­κό» του (1779, πρω­το­εκ­δό­θη­κε ὅ­μως στά 1783) μᾶς δι­α­σώ­ζει ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες ἐν­θυ­μή­σεις γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς, τίς ὁ­ποῖ­ες δι­ά­βα­σε σέ χει­ρό­γρα­φο εὐ­αγ­γέ­λιο πού σή­με­ρα δέν ὑ­πάρ­χει. Σύμ­φω­να μέ τίς ἐν­θυ­μή­σεις αὐ­τές, στά 1616, Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή, ἡ μο­νή λε­η­λα­τή­θη­κε ἄ­γρια ἀ­πό τόν πα­σά τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἀρ­σλάν – μπέ­η (+ 1618), ὁ ὁ­πῖ­ος, «μέ τό πρό­σχη­μα πώς ἤ­θε­λε νά σερ­γι­α­νί­σει ἐ­κεῖ ἀ­πά­νω καί νά δεῖ τή μο­νή μα­ζί μέ τή συ­νο­δεί­α του, ξε­γέ­λα­σε τούς μο­να­χούς˙ καί μό­λις τούς ἔ­συ­ραν ἀ­πά­νω, ἄρ­χι­σε μέ τούς στρα­τι­ῶ­τες του νά τούς του­φε­κά­ει. Σκό­τω­σε τρεῖς ἕ­ως τέσ­σε­ρις ἀ­π’ αὐ­τούς καί ἔ­πει­τα ἅρ­πα­ξε τά πάν­τα». Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, στίς 26 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 1633, με­γά­λη πυρ­κα­γιά ἀ­πο­τε­λεί­ω­σε τήν κα­τα­στρο­φή.

Ὅ­μως τό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, μέ­σα ἀ­πό τίς ἀ­τέ­λει­ω­τες πε­ρι­πέ­τει­ες καί τούς κα­τα­τρεγ­μούς ἕ­ξι αἰ­ώ­νων, συ­νέ­χι­σε χω­ρίς δι­α­κο­πή τή μο­να­στι­κή πα­ρου­σί­α καί ἀ­κτι­νο­βο­λί­α του καί δι­α­φύ­λα­ξε, κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος, τούς πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ρούς καί τά ἀ­νε­κτί­μη­τα ἐ­θνι­κά καί θρη­σκευ­τι­κά του κει­μή­λια. Τό σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα ὅ­μως, στά ἑ­ξα­κό­σια αὐ­τά χρό­νια ἀ­πο­τε­λεῖ ζων­τα­νή ἔ­παλ­ξη τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου μο­να­χι­σμοῦ, προ­πύρ­γιο ἀ­λη­θι­νό τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης καί κι­βω­τό ἱ­ε­ρή τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καί ἐ­θνι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

1. Τοι­χο­γρα­φί­ες.- Ἡ τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, ἐ­κτός ἀ­πό ἐ­κεί­νη τοῦ ἱ­ε­ροῦ (πού εἶ­ναι πα­λαι­ό­τε­ρη κα­τά 80 πε­ρί­που χρό­νια), εἶ­χε ἀ­πο­πε­ρα­τω­θεῖ στίς 8 Νο­εμ. τοῦ 1552, ὅ­ταν ἡ­γου­μέ­νευ­ε ὁ Γι­αν­νι­ώ­της Συ­με­ών, σύμ­φω­να μέ τή γρα­πτή κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ:

ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ, ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ, Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ, ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ/ ΚΑΙ Θ(ΕΟ)Υ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ, ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ˙ ΔΙΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ/ ΤΩΝ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ˙ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ˙ / ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ ζῶ ξῶ Α­ω [7061 – 5509 = 1552] ΕΝ ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Η˙ ΙΝ(ΔΙΚΤΩ)ΝΟΣ ΙΑης.

Ἄλ­λη ἐ­πι­γρα­φή χα­ραγ­μέ­νη σέ μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα, ἐν­τοι­χι­σμέ­νη ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἀ­ρι­στε­ρά ἀ­πό τή βό­ρεια εἴ­σο­δο τῆς λι­τῆς, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ἡ ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς εἶ­χε ἤ­δη συν­τε­λε­σθεῖ ἀ­πό τό ἔ­τος 1544/45:

+ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο /ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑ/ΜΟΡΦΩΣΕΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ / ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟ/ΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ + ΕΤΟΥΣ ζΝΓ [7053 – 5509/8 = 1544/5].

Ἡ λι­τή, εὐ­ρύ­χω­ρη, μέ τέσ­σε­ρις κί­ο­νες καί ἐν­νέ­α σταυ­ρο­θό­λια, εἶ­ναι κα­τά­κο­σμη ἀ­πό τοι­χο­γρα­φί­ες. Στό δυ­τι­κό, τό βό­ρει­ο καί τό νό­τιο τοῖ­χο, κα­θώς καί στά σταυ­ρο­θό­λια τῆς ὀ­ρο­φῆς εἰ­κο­νί­ζον­ται μαρ­τύ­ρια ἁ­γί­ων, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται στίς λι­τές τῶν κα­θο­λι­κῶν, γιά τήν ἐ­νί­σχυ­ση καί ἐν­θάρ­ρυν­ση τῆς πί­στης καί τῆς καρ­τε­ρί­ας τοῦ χρι­στια­νοῦ πρίν ἀ­πό τήν εἴ­σο­δό του στόν κυ­ρί­ως να­ό καί τήν προ­βο­λή τῆς δό­ξας καί τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στό ΝΔ ἄ­κρο τοῦ νό­τιου τοί­χου, σέ ἀ­βα­θή κόγ­χη, πά­νω ἀ­πό τόν τά­φο τους, εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι οἱ ὅ­σιοι κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς Ἀ­θα­νά­σιος καί Ἰ­ω­ά­σαφ, φο­ρών­τας τίς μο­να­χι­κές τους ἐν­δυ­μα­σί­ες καί κρα­τών­τας ἀ­πό κοι­νοῦ στά χέ­ρια τους, ὅ­πως συμ­βαί­νει σ’ αὐ­τές τίς πε­ρι­πτώ­σεις, ὁ­μοί­ω­μα τοῦ να­οῦ πού ἀ­νή­γει­ραν. Στόν ἀ­να­το­λι­κό τοῖ­χο, ἀ­ρι­στε­ρά τῆς κεν­τρι­κῆς εἰ­σό­δου πρός τό να­ό, σέ μι­κρή κόγ­χη, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος˙ δε­ξιά, σέ κόγ­χη πά­λι, ἡ Βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Στόν ἴ­διο τοῖ­χο, πά­νω ἀ­πό τήν κυ­ρί­α εἴ­σο­δο, ἡ Δέ­η­ση, μέ τό Χρι­στό στή μέ­ση, ἀ­ρι­στε­ρά τήν Πα­να­γί­α καί δε­ξιά τόν Πρό­δρο­μο. Στό ΒΑ ἄ­κρο ἡ Α΄ Οἰ­κουμ. Σύ­νο­δος τῆς Νί­και­ας, ἐ­νῶ στό ΝΑ ἡ Ζ΄ Οἰ­κουμ. Σύ­νο­δος.

Στήν κά­τω ζώ­νη (στό βό­ρει­ο καί στό νό­τιο τοῖ­χο) εἰ­κο­νί­ζον­ται οἱ με­γά­λες μορ­φές τοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ, ὅ­πως ὁ ἅ­γιος Ὀ­νού­φριος, Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής, Παῦ­λος ὁ Θη­βαῖ­ος, Ζω­σι­μᾶς, ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α, Παῦ­λος ὁ ἐν Λά­τρῳ, Βαρ­λα­άμ. Δέν λεί­πουν καί οἱ με­γά­λοι με­λω­δοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως ὁ Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νός καί ὁ Κο­σμᾶς ὁ ποι­η­τής.

Κα­τά­γρα­φος ἐ­πί­σης εἶ­ναι καί ὁ κυ­ρί­ως να­ός. Στόν τροῦλ­λο ὁ Χρι­στός ὡς παν­το­κρά­το­ρας καί παν­τε­πό­πτης κυ­ρια­ρχεῖ μέ τή θέ­ση καί τό μέ­γε­θός του. Πε­ρι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τι­μη­τι­κή χο­ρεί­α ἀγ­γέ­λων. Στό τύμ­πα­νο τοῦ τρούλ­λου, ἀ­νά­με­σα στά πα­ρά­θυ­ρα, ὁ­λό­σω­μοι οἱ προ­φῆ­τες κρα­τοῦν εἰ­λη­τά μέ τίς προρ­ρή­σεις τους, πού ἀ­ναγ­γέ­λουν τήν ἔ­λευ­ση τοῦ Σω­τή­ρα. Στά σφαι­ρι­κά τρί­γω­να οἱ τέσ­σε­ρις εὐ­αγ­γε­λι­στές.

Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο καί σ΄το δυ­τι­κό τμῆ­μα τοῦ βό­ρει­ου καί νό­τιου τοί­χου, στήν κά­τω ζώ­νη, μορ­φές ὁ­λό­σω­μες με­γά­λων ὁ­σί­ων καί ἁ­γί­ων ἀ­σκη­τῶν - ἀ­να­χω­ρη­τῶν (ἅγ. Εὐ­θύ­μιος, Σάβ­βας ὁ Ἡ­γι­α­σμέ­νος, Πα­χώ­μιος, Ἀν­τώ­νιος,  Θε­ο­δό­σιος ὁ Κοι­νο­βιά­ρχης, Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἀ­θω­νί­της, Ἐ­φραίμ ὁ Σύ­ρος, Στέ­φα­νος ὁ νέ­ος, Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος, Νεῖ­λος, Ἀρ­σέ­νιος ὁ μέ­γας, Ἱ­λα­ρί­ων κ.ἄ.). Στή νό­τια πα­ρα­στά­δα τοῦ δυ­τι­κοῦ τοί­χου εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ­λό­σω­μος, ντυ­μέ­νος μέ τό μο­να­χι­κό του τρι­βώ­νιο καί κρα­τώ­τας σταυ­ρό στό δε­ξί του χέ­ρι καί εἰ­λη­τά­ριο στό ἀ­ρι­στε­ρό, ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς μο­νῆς, «ὁ ὅ­σιος πα­τήρ ἡ­μῶν Ἀ­θα­νά­σιος καί κα­θη­γη­τής τοῦ ἁ­γί­ου Με­τε­ώ­ρου». Στή βό­ρεια πα­ρα­στά­δα, σέ ἀν­τί­στοι­χη θέ­ση, εἰ­κο­νί­ζε­ται κα­τά τόν ἴ­διο τρό­πο «ὁ ὅ­σιος πα­τήρ ἡ­μῶν Ἰ­ω­ά­σαφ ὁ κτή­τωρ», κρα­τών­τας μέ τό δε­ξί του χέ­ρι ὁ­μοί­ω­μα τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς πού ἔ­κτι­σε.

Στούς χο­ρούς τοῦ να­οῦ, στήν κά­τω ζώ­νη, εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί ἅ­γιοι (ἅγ. Γε­ώρ­γιος, Θε­ό­δω­ρος ὁ Τή­ρων, Προ­κό­πιος, Νι­κή­τας, Ἰ­ά­κω­βος ὁ Πέρ­σης, Εὐ­στά­θιος στό νό­τιο χο­ρό˙ Μερ­κού­ριος, Ἀρ­τέ­μιος, Θε­ό­δω­ρος ὁ Στρα­τη­λά­της κ.ἄ. στό βό­ρει­ο). Ἀ­κο­λου­θοῦν πρός τά ἐ­πά­νω καί στούς τρεῖς τοί­χους, δυ­τι­κό, βό­ρει­ο καί νό­τιο, δύ­ο στε­νό­τε­ρες ζῶ­νες μέ στη­θά­ρια ἁ­γί­ων. Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο, πά­νω ἀ­πό τήν κυ­ρί­α εἴ­σο­δο καί τήν ἐ­πι­γρα­φή, ἱ­στο­ρεῖ­ται ὁ «Ἀ­να­πε­σών».

Τούς ὑ­πό­λοι­πους χώ­ρους τῶν τοί­χων, ἐ­πά­νω ψη­λά, κα­θώς καί τίς κα­μά­ρες τῶν κε­ραι­ῶν τοῦ σταυ­ροῦ, κα­λύ­πτει ὁ με­γά­λος δογ­μα­τι­κός κύ­κλος μέ τίς δε­σπο­τι­κές καί θε­ο­μη­το­ρι­κές ἑ­ορ­τές, τά θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου κ.ἄ. Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο, σέ ὅ­λο του τό μῆ­κος, κυ­ρια­ρχεῖ ἡ Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου, πο­λυ­πρό­σω­πη καί ἐ­πι­βλη­τι­κή σύν­θε­ση, καί ἐ­πά­νω ἡ Σταύ­ρω­ση, ὅ­που ἐν­τυ­πω­σιά­ζει ἡ συγ­κλο­νι­στι­κή μορ­φή τοῦ νε­κροῦ πιά Θε­αν­θρώ­που ἐ­πί τοῦ ξύ­λου τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Στή δυ­τι­κή κα­μά­ρα τοῦ σταυ­ροῦ σκη­νές ἀ­πό τό Πά­θος (ὁ Ἐμ­παιγ­μός, ἡ Προ­δο­σί­α, ἡ Ἄρ­νη­ση τοῦ Πέ­τρου κ.ἄ.).

Στήν κο­ρυ­φή τῆς κόγ­χης τοῦ βό­ρει­ου χο­ροῦ εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί πιό κά­τω τό «Χαῖ­ρε» τῶν Μυ­ρο­φό­ρων, ὁ Χρι­στός εἰς Ἐμ­μα­ούς, κα­θώς καί δι­ά­φο­ρα θαύ­μα­τά του. Στή βό­ρεια κα­μά­ρα τοῦ σταυ­ροῦ οἱ Μυ­ρο­φό­ρες μπρο­στά στόν κε­νό τά­φο, ἡ Ψη­λά­φη­ση τοῦ Θω­μᾶ κ.ἄ. Στήν κο­ρυ­φή τῆς κόγ­χης τοῦ νό­τιου χο­ροῦ σέ ἐ­πι­βλη­τι­κή καί ἐν­τυ­πω­σια­κή σύν­θε­ση ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση˙ πιό κά­τω ἡ Ἔ­γερ­ση τοῦ Λα­ζά­ρου, ἡ Βα­ϊ­ο­φό­ρος κ.ἄ. Στή νό­τια κα­μά­ρα τοῦ σταυ­ροῦ εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Νι­πτήρ, ὁ Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, ἡ Ὑ­πα­παν­τή κ.ἄ.

Στόν ἀ­να­το­λι­κό τοῖ­χο, πού χω­ρί­ζει τόν κυ­ρί­ως να­ό ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό βῆ­μα, πί­σω καί πά­νω ἀ­πό τό ψη­λό τέμ­πλο, στό κέν­τρο ἱ­στο­ρεῖ­ται ἡ Πεν­τη­κο­στή καί στήν ἀ­νώ­τε­ρη ζώ­νη ἡ Ἀ­νά­λη­ψη. Δε­ξιά ἡ Ἀ­να­στή­λω­ση τῶν εἰ­κό­νων καί ἀ­ρι­στε­ρά ἡ Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ.

Ὁ σπου­δαῖ­ος ἁ­γι­ο­γρά­φος ὅ­λου αὐ­τοῦ τοῦ τοι­χο­γρα­φι­κοῦ συ­νό­λου κρά­τη­σε τήν ἀ­νω­νυ­μά­ι του καί δέν μᾶς πα­ρέ­δω­σε τό ὄ­νο­μά του. Μέ βά­ση τε­χνο­τρο­πι­κά στοι­χεῖ­α ἔ­χουν γί­νει προ­σπά­θει­ες γιά τήν ἀ­πό­δο­ση τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν σέ ὁ­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα ἤ σέ ζω­γρα­φι­κές σχο­λές. Ἔ­τσι οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες αὐ­τές ἔ­χουν ἀ­πο­δο­θεῖ στό με­γά­λο Κρη­τι­κό ζω­γρά­φο Θε­ο­φά­νη ἤ σέ συ­νερ­γεῖ­ο μα­θη­τῶν του, ἤ τέ­λος στόν ἁ­γι­ο­γρά­φο τῆς Μο­νῆς Δου­σί­κου (Ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος, 1557) Τζι­όρ­τζη. Σή­με­ρα ἄ­ρι­στα συν­τη­ρη­μέ­νες καί κα­θα­ρι­σμέ­νες, ἐν­τυ­πω­σιά­ζουν μέ τή λάμ­ψη, τήν ποι­κι­λί­α τῶν χρω­μά­των καί τήν τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἐ­κτέ­λε­σής τους.

Στό βό­ρει­ο ἄ­κρο τοῦ δυ­τι­κοῦ τοί­χου τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, στή λευ­κή ται­νί­α κά­τω ἀ­πό τήν πρώ­τη ζώ­νη τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν (συγ­κε­κρι­μέ­να κά­τω ἀ­πό τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ ἁ­γί­ου Εὐ­θυ­μί­ου καί τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα τοῦ Ἡ­γι­α­σμέ­νου), ὁ Ρῶ­σος μο­να­χός – πε­ρι­η­γη­τής - προ­σκυ­νη­τής Βα­σί­λει­ος Barskij, ὁ γνω­στός σκι­τσο­γρά­φος τῶν με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­να­στη­ρι­ῶν, ἔ­χει ἀ­πο­θα­να­τί­σει τό πέ­ρα­σμά του καί ἀ­πό ἐ­κεῖ μέ συγ­κι­νη­τι­κή ἰ­δι­ό­χει­ρη ἐν­θύ­μη­ση: «+ Εὐ­χα­ρι­στῶ σοι, Χρι­στέ ὁ Θε­ός, τῷ κα­τα­ξι­ώ­σαν­τι προ­σκυ­νῆ­σαι πάν­τα τά τῶν Με­τε­ώ­ρων μο­να­στή­ρια ἐ­μέ τόν ἐν μο­να­χοῖς ἐ­λά­χι­στον Βα­σί­λει­ον Ρῶ­σον Κι­ο­βί­την… ἔ­τει ᾳψ­μέ [= 1745] φευ­ρου­α­ρί­ου α΄». Κα­τά τήν ἐ­πι­ζω­γρά­φι­ση τῆς λευ­κῆς ται­νί­ας ἡ ἐ­πι­γρα­φή αὐ­τή ἔ­χει ἐ­πι­χρι­σθεῖ μέ λευ­κό χρῶ­μα καί δι­α­βά­ζε­ται πο­λύ δύ­σκο­λα.

Τό ἱ­ε­ρό τοῦ κα­θο­λι­κοῦ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τήν ἀρ­χι­κή οἰ­κο­δο­μι­κή φά­ση τοῦ να­οῦ τῆς μο­νῆς. Εἶ­ναι ὁ να­ός πού ἔ­κτι­σε γύ­ρω στά μέ­σα τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να ὁ ὅ­σιος Ἁ­θα­νά­σιος ὁ Με­τε­ω­ρί­της, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­ξέ­τει­νε καί ἀ­νέ­κτι­σε στά 1387/88 ὁ δεύ­τε­ρος τῆς μο­νῆς, ὁ βα­σι­λεύς – μο­να­χός Ἰ­ω­άν­νης-Ἰ­ω­ά­σαφ Οὔ­ρε­σης ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος, σύμ­φω­να μέ τά ἱ­στο­ρού­με­να στό Βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου καί τίς ἐ­πι­γρα­φι­κές μαρ­τυ­ρί­ες. Δύ­ο ἐ­πι­γρα­φές ἐ­ξω­τε­ρι­κά στό πα­ρά­θυ­ρο τῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ, στό μαρ­μά­ρι­νο ἐ­πί­κρα­νο ἡ μί­α (μό­νο ἡ χρο­νο­λο­γί­α) καί σέ κα­τα­κό­ρυ­φη στε­νή μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ἡ ἄλ­λη, ἀ­να­φέ­ρον­ται στό γε­γο­νός:

ΕΤ(ΟΥΣ) ..... [6896 – 5509/8 = 1387/88], καί στή συ­νέ­χεια:

ΑΝΟΙΚΟ/ΔΟΜΗΘΗ/ Ο ΠΑΝΣΕ/ΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ/ ΝΑΟΣ ΤΟΥ/ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΗΜΩΝ/ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΔΙ/Α ΣΗΝΔΡΟΜ(ΗΣ)/ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤ(Α)Τ(ΟΥ)/ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ/ ΙΩΑΣΑΦ.

Ἄλ­λη γρα­πτή ἐ­πι­γρα­φή, ἐ­σω­τε­ρι­κά στό ἱ­ε­ρό, στό βό­ρει­ο τοῖ­χο του, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων, καί γιά τή χρο­νο­λο­γί­α τῆς τοι­χο­γρά­φη­σης (1483):

+ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΟΝ Κ(ΑΙ) ΑΝΙΚΟΔΟΜΗΘ(Ι)/ Ο ΘΕΙΟΣ Κ(ΑΙ) Π(ΑΝ)ΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ˙ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ Κ(ΑΙ) Θ(ΕΟ)Υ Κ(ΑΙ) Σ(ΩΤΗ)/Ρ(Ο)Σ ΗΜ(ΩΝ)/ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ˙ ΔΙΑ ΚΟΠ(ΟΥ)˙ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔ(ΟΥ) ΤΩΝ ΟΣΙ(ΩΝ) Π(ΑΤΕ)ΡΩΝ ΗΜΩΝ˙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΙΩΑΣΑΦ˙ /ΕΝ ΕΤ(Ι) ..... [6896 – 5509/8 = 1387/88]˙ Ο Κ(ΑΙ) ΚΤΙΤΩΡ(ΕΣ)˙ ΑΝΙΣΤΟΡΙΘ(Ι) ΔΙΑ Σ(ΗΝ)ΔΡΟΜ(ΗΣ) Κ(ΑΙ) / ΚΟΠ(ΟΥ) Τ(ΟΝ) ΕΛΑΧΙΣΤ(ΟΝ) ΑΔΕΛΦ(ΩΝ)˙ ΕΤ(ΟΥΣ), .... [6992 – 5509 = 1483] ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΟΣ) Β΄˙ ΜΗΝΗ ΝΟΕΜΒΡ(Ι)Ω ΚΑ΄.

Τό 1483 λοι­πόν ἁ­γι­ο­γρα­φή­θη­κε τό ἱ­ε­ρό, πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό­τε τό κα­θο­λι­κό τῆς μο­νῆς. Γι’ αὐ­τό ἔ­χει καί τή μορ­φή μι­κροῦ ἀ­νε­ξάρ­τυ­του να­οῦ, πού ἀ­νή­κει στόν τύ­πο τοῦ σταυ­ρο­ει­δοῦς δι­κι­ό­νιου ἐγ­γε­γραμ­μέ­νου μέ τροῦλ­λο. Ἔ­τσι οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες θε­μα­τι­κά κα­λύ­πτουν τόν πλή­ρη σχε­δόν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κό καί δογ­μα­τι­κό κύ­κλο ἑ­νός κα­νο­νι­κοῦ να­οῦ.

Στόν τροῦλ­λο εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Χρι­στός ὡς παν­το­κρά­το­ρας πε­ρι­στοι­χι­ζό­με­νος ἀ­πό χο­ρεί­α ἀγ­γέ­λων. Στά σφαι­ρι­κά τρί­γω­να οἱ τέσ­σε­ρις εὐ­αγ­γε­λι­στές. Στήν κά­τω ζώ­νη τῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ ὁ­λό­σω­μοι πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἱ­ε­ράρ­χες (Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος, Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, Ἰ­ω. Χρυ­σό­στο­μος, κ.ἄ.). Σέ προ­το­μή, στό νό­τιο τοῖ­χο, ὁ το­πι­κός ἅ­γιος Ἀ­χίλ­λιος. Στήν ἐ­πά­νω ζώ­νη τῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἱ­στο­ρεῖ­ται ἡ Με­τά­δο­ση καί ἡ Με­τά­λη­ψη, κα­τά τό γνω­στό εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό τύ­πο, καί στήν κο­ρυ­φή τῆς ἁ­ψί­δας ἡ Θε­ο­τό­κος ἔν­θρο­νη, συμ­πα­ρα­στα­τού­με­νη ἀ­πό δύ­ο ἀγ­γέ­λους μέ ρι­πί­δια.

Στούς λοι­πούς τοί­χους, στήν κά­τω ζώ­νη, ἱ­στο­ροῦν­ται στρα­τι­ω­τι­κοί ἅ­γιοι (νό­τιος τοῖ­χος), ὅ­πως Θε­ό­δω­ρος ὁ Στρα­τη­λά­της, Θε­ό­δω­ρος ὁ Τή­ρων, Γε­ώρ­γιος ὁ Καπ­πά­δοξ, Δη­μή­τριος ὁ μέ­γας δούκ (οἱ δύ­ο τε­λευ­ταῖ­οι μέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ξε­νι­κά κα­πέ­λα), Νέ­στωρ, καί ἀ­σκη­τές (βό­ρει­ος τοῖ­χος), ὅ­πως ὁ ἅγ. Ἀν­τώ­νιος καί ὁ ἅγ. Εὐ­θύ­μιος. Στήν ἀ­μέ­σως ἀ­νώ­τε­ρη καί στε­νό­τε­ρη ζώ­νη στη­θά­ρια ἁ­γί­ων.

Στό νό­τιο πεσ­σό τοῦ δυ­τι­κοῦ τοί­χου εἰ­κο­νί­ζε­ται:

Ο ΟΣΙΟΣ Π(ΑΤ)ΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΚΑΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΕΩΡΟΥ. Φο­ρά­ει τή μο­να­χι­κή του ἐν­δυ­μα­σί­α καί κρα­τά­ει εἰ­λη­τό, ὅ­που ἀ­να­γρά­φε­ται πε­ρι­λη­πτι­κά τό τυ­πι­κό τῆς μο­νῆς. Στό βό­ρει­ο πεσ­σό, σέ ἀν­τί­στοι­χη θέ­ση, ὁ δεύ­τε­ρος κτί­το­ρας:

Ο ΟΣΙΟΣ Π(ΑΤΗΡ) ΗΜ(ΩΝ) ΙΩΑΣΑΦ/

Στούς ὑ­πό­λοι­που χώ­ρους ἱ­στο­ροῦν­ται σκη­νές τοῦ Δω­δε­κά­ορ­του καί τῶν Πα­θῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Στό νό­τιο τοῖ­χο ἡ Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Νι­πτήρ, ὁ Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, ἡ Προ­δο­σί­α˙ στό βό­ρει­ο τοῖ­χο ἡ Σταύ­ρω­ση, ὁ Ἐ­πι­τά­φιος, ἡ Ἀ­νά­στα­ση, ἡ Ψη­λά­φη­ση τοῦ Θω­μᾶ. Στό νό­τιο πεσ­σό τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ τοί­χου εἰ­κο­νί­ζε­ται «Μή­τηρ Θε­οῦ ἡ Πα­ρά­κλη­σις» καί στό βό­ρει­ο πεσ­σό «Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ὁ θερ­μός προ­στά­της».

Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ ἱ­ε­ροῦ, κα­θα­ρι­σμέ­νες κι αὐ­τές καί συν­τη­ρη­μέ­νες κα­λά, ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να ἐ­πι­βλη­τι­κό ζω­γρα­φι­κό σύ­νο­λο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό τῶν τε­χνο­τρο­πι­κῶν τά­σε­ων τῶν τε­λευ­ταί­ων πα­λαι­ο­λό­γει­ων χρό­νων καί τῆς πρώ­ι­μης Τουρ­κο­κρα­τί­ας, λί­γο με­τά τήν ἅ­λω­ση τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Ὡς πρό­τυ­πά τους ἔ­χουν τήν τοι­χο­γρά­φη­ση να­ῶν τῆς Μα­κε­δο­νί­ας τοῦ ΙΔ΄ αἰ­ώ­να.

Στήν κλει­σμέ­νη πα­λαι­ά εἴ­σο­δο τοῦ ἀρ­χι­κοῦ να­οῦ, στόν ἐ­ξω­τε­ρι­κό νάρ­θη­κα σή­με­ρα, ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης τοι­χο­γρα­φί­ες. Ἐ­πά­νω ἡ Δέ­η­ση˙ ἐν­τός κόγ­χης εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ Χρι­στός ἔν­θρο­νος μέ δύ­ο μι­κρούς ἀγ­γέ­λους ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά, στά ἐ­πά­νω ἄ­κρα τοῦ θρό­νου. Σέ στά­ση δε­ή­σε­ως, ἱ­κε­τεύ­ον­τες γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου, ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά, ἔ­ξω ἀ­πό τήν κόγ­χη, ἡ Πα­να­γί­α καί ὁ Πρό­δρο­μος. Κά­τω, λα­ϊ­κό­τρο­πης τέ­χνης τοι­χο­γρα­φί­α μέ τούς πα­τριά­ρχες στόν πα­ρά­δει­σο, κα­θι­σμέ­νους σέ σκα­μνί˙ γύ­ρω σχη­μα­τι­κή πα­ρά­στα­ση δέν­τρων καί λου­λου­δι­ῶν.

2. Φο­ρη­τές εἰ­κό­νες.- Με­γά­λη σπου­δαι­ό­τη­τα ἔ­χουν καί ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν καί οἱ φο­ρη­τές εἰ­κό­νες τῆς μο­νῆς. Ἀ­πό τίς εἰ­κό­νες τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ ξε­χω­ρί­ζουν γιά τήν τέ­χνη καί τήν πα­λαι­ό­τη­τά τους δύ­ο με­γά­λες τῶν πα­λαι­ο­λό­γει­ων χρό­νων (ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.), ἡ Πα­να­γί­α Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, στό δε­ξιό πρός τά ἐμ­πρός προ­σκυ­νη­τά­ρι, καί ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος, στό ἀν­τί­στοι­χο πρός τ’ ἀ­ρι­στε­ρά προ­σκυ­νη­τά­ρι.

Τοῦ τέμ­πλου οἱ εἰ­κό­νες ἀ­νή­κουν χρο­νο­λο­γι­κά σέ δι­ά­φο­ρες ἐ­πο­χές, ἀ­πό τό ΙΣΤ΄ μέ­χρι τό ΙΘ΄ αἰ­ώ­να. Ση­μαν­τι­κές ἀ­π’ αὐ­τές γιά τήν τέ­χνη καί τήν πα­λαι­ό­τη­τά τους εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ (ΙΣΤ΄ αἰ.), κα­θώς καί ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Βρε­φο­κρα­τού­σας (δε­ξιά ἀ­πό τήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ), τοῦ Προ­δρό­μου καί τῶν 24 οἴ­κων τοῦ Ἀ­κά­θι­στου Ὕ­μνου μέ κεν­τρι­κή σύν­θε­ση τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό τῆς Θε­ο­τό­κου.

Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα εἶ­ναι καί ἡ ἐ­νε­πί­γρφη εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας στό τέμ­πλο, ἀ­ρι­στε­ρά τῆς Ὡ­ραί­ας Πύ­λης. Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή φέ­ρει τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Δέ­η­σις τοῦ δού­λου τοῦ Θε­οῦ Παρ­θε­νί­ου ἡ­γου­μέ­νου, τοῦ μου­σι­κω­τά­του, διά χει­ρός εὐ­τε­λοῦς Ἀ­να­γνώ­στου, υἱ­οῦ Οἰ­κο­νό­μου Κα­πε­σο­βί­του ἐκ Ζα­γό­ρι˙ 1790˙ μα­ΐ­ου 12» (ἡ ὀρ­θο­γρα­φί­α τῆς ἐ­πι­γρα­φῆς δι­ορ­θω­μέ­νη ἐ­δῶ). Ἡ Πα­να­γί­α εἰ­κο­νί­ζε­ται μέ στέμ­μα, ἀλ­λά καί ὁ μι­κρός Χρι­στός εἶ­ναι ντυ­μέ­νος σάν βα­σι­λιάς καί φο­ρά­ει κι αὐ­τός στέμ­μα στό κε­φά­λι του˙ μέ τό ἕ­να του χέ­ρι κρα­τά­ει σκῆ­πτρο καί μέ τό ἄλ­λο τή σφαί­ρα τοῦ κό­σμου.

Ἐ­πι­γρα­φή ἔ­χει καί ἡ εἰ­κό­να τῶν Ἀ­σω­μά­των (Τα­ξια­ρχῶν), ἡ πρώ­τη ἀ­πό τά ἀ­ρι­στε­ρά στό τέμ­πλο: «Ἱ­στο­ρή­θη ἡ πα­ροῦ­σα εἰ­κών τῆς συ­νά­ξε­ως τῶν Ἀ­σω­μά­των διά συν­δρο­μῆς τοῦ πα­νο­σι­ω­τά­του ἡ­γου­μέ­νου κυ­ρί­ῳ κυ­ρί­ῳ Κυ­ρίλ­λῳ˙ οὗ τό μνη­μό­συ­νον αὐ­τοῦ εἴ­η διά παν­τός˙ ᾳ­ωλ΄» [=1830] (καί ἐ­δῶ δι­ορ­θω­μέ­νη ὀρ­θο­γρα­φι­κά ἡ ἐ­πι­γρα­φή). Πο­λύ κα­λῆς τέ­χνης καί οἱ εἰ­κό­νες τῶν λυ­πη­τε­ρῶν καί τῶν ἀ­πο­στο­λα­ρί­ων τοῦ τέμ­πλου.

Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες, τέ­λος, εἶ­ναι οἱ εἰ­κό­νες τῶν δύ­ο μπρο­στι­νῶν ξυ­λό­γλυ­πτων προ­σκυ­νη­τα­ρί­ων, κον­τά στήν εἴ­σο­δο. Ἀ­ρι­στε­ρά, οἱ ὅ­σιοι κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς Ἀ­θα­νά­σιος καί Ἰ­ω­ά­σαφ, μέ ὁ­μοί­ω­μα τοῦ κτί­σμα­τός του­ςε στά χέ­ρια˙ δε­ξιά, ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση. Καί οἱ δύ­ο εἰ­κό­νες, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­πι­γρα­φές τους, ἔ­γι­ναν τό 1822 (Ἀ­πρ. 10, Μαρτ. 30), «δι’ ἐ­ξό­δων ἐ­πι­σκό­που Βελ­λᾶς καί Κο­νί­τζας Ἰ­ω­σήφ τοῦ ἐκ Νά­ξου καί διά χει­ρός Λα­ζά­ρου ἐξ Ἄ­νω Σου­δε­νά Ζα­γό­ρι».

Με­γά­λης σπου­δαι­ό­τη­τας ὅ­μως ἀ­πό ἄ­πο­ψη πα­λαι­ό­τη­τας καί τέ­χνης εἶ­ναι οἱ φο­ρη­τές εἰ­κό­νες τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς. Ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ἔ­χουν δύ­ο εἰ­κό­νες πού δώ­ρι­σε στή μο­νή ἡ Μα­ρί­α Πα­λαι­ο­λο­γί­να (με­τά τό 1372 καί πρίν ἀ­πό τό Δεκ. τοῦ 1384), ἀ­δελ­φή τοῦ δεύ­τε­ρου κτί­το­ρα ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ. Στή μί­α εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Πα­να­γί­α στό κέν­τρο ὁ­λό­σω­μη, ὄρ­θια καί βρε­φο­κρα­τοῦ­σα, μέ ρα­δι­νό καί λε­πτό πα­ρά­στη­μα. Στό φό­ρε­μά της κυ­ρια­ρχεῖ τό μπλέ χρῶ­μα. Τά πρό­σω­πα, τό­σο τῆς Πα­να­γί­ας ὅ­σο καί τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς κα­τε­στραμ­μέ­να. Κά­τω, στά πό­δια τῆς Πα­να­γί­ας, ἀ­ρι­στε­ρά ὡς πρός τόν βλέ­πον­τα, γο­να­τι­σμέ­νη, μι­κρο­σκο­πι­κή, ἡ Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να, ντυ­μέ­νη μέ βα­σι­λι­κά ἐν­δύ­μα­τα καί μέ δι­ά­δη­μα στό κε­φά­λι. Πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι της, μέ κε­φα­λαῖ­α γράμ­μα­τα, ἡ ἐ­πι­γρα­φή:

ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΕΒΕ/ΣΤΑΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΑ/ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΚΟ/ΜΝΗΝΗ ΔΟΥΚΕΝΑ/ Η ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙ/ΝΑ.

Ἡ Πα­να­γί­α πλαι­σι­ώ­νε­ται ἀ­πό 14 προ­το­μές ἁ­γί­ων, ζω­γρα­φι­σμέ­νες στό πε­ρι­θώ­ριο τῆς εἰ­κό­νας. Κά­τω ἀ­πό κά­θε προ­το­μή ἁ­γί­ου ἤ ἁ­γί­ας ὑ­πῆρ­χε καί τμῆ­μα λει­ψά­νου. Σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν μό­νο οἱ κοι­λό­τη­τες ὅ­που ἦ­σαν το­πο­θε­τη­μέ­να τά ἅ­για λεί­ψα­να. Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή εἶ­ναι τό σω­ζό­με­νο τμῆ­μα ἑ­νός δι­πτύ­χου. Στό χα­μέ­νο φύλ­λο τοῦ δι­πτύ­χου εἰ­κο­νί­ζον­ταν ὁ Χρι­στός καί ὁ σύ­ζυ­γος τῆς Μα­ρί­ας Πα­λαι­ο­λο­γί­νας, δε­σπό­της τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, Θω­μᾶς Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384), ὅ­πως ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τό σω­ζό­με­νο ἀ­κέ­ραι­ο ἀν­τί­γρα­φο τοῦ δι­πτύ­χου στόν κα­θε­δρι­κό να­ό τῆς Cuencaτῆς Ἰ­σπα­νί­ας.

Ἡ ἄλ­λη πε­ρί­φη­μη εἰ­κό­να, ἀ­φι­έ­ρω­μα πά­λι τῆς Μα­ρί­ας Πα­λαι­ο­λο­γί­νας στή μο­νή, εἶ­ναι ἡ Ψη­λά­φη­ση τοῦ Θω­μᾶ. Ἐ­δῶ, ἀ­ρι­στε­ρά, μα­ζί μέ τόν Θω­μᾶ καί ἄλ­λους ἀ­πο­στό­λους, εἰ­κο­νί­ζε­ται ὄρ­θια, ντυ­μέ­νη μέ πορ­φυ­ρό βα­σι­λι­κό ἔν­δυ­μα καί μέ δι­ά­δη­μα στό κε­φά­λι, ἡ «βα­σί­λισ­σα» Μα­ρί­α˙ κον­τά της δι­α­κρί­νε­ται μό­νο τό πρό­σω­πο τοῦ συ­ζύ­γου της Θω­μᾶ, φε­ρώ­νυ­μου τοῦ ἀ­πο­στό­λου, τοῦ ὁ­ποί­ου δο­κι­μά­ζε­ται ἡ ἀ­πι­στί­α.

Ἐ­κτός ἀ­πό τίς δύ­ο εἰ­κό­νες τῆς Μα­ρί­ας Πα­λαι­ο­λο­γί­νας, με­γά­λης ἀ­ξί­ας γιά τήν ὑ­ψη­λή του τέ­χνη εἶ­ναι δί­πτυ­χο τῶν πα­λαι­ο­λό­γει­ων χρό­νων, ὅ­που, σέ χρυ­σό βά­θος, ἡ Πα­να­γί­α θρη­νοῦ­σα ἀ­πό τό ἕ­να μέ­ρος καί ὁ Χρι­στός ὡς Ἄ­κρα Τα­πεί­νω­ση ἀ­πό τό ἄλ­λο. Στό πρό­σω­πο τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται δι­α­κρι­τι­κά καί ὄ­χι κραυ­γα­λέ­α ἡ συγ­κρα­τη­μέ­νη ὀ­δύ­νη καί ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κός πό­νος. Γε­νι­κά ἡ ἔκ­φρα­ση τῶν προ­σώ­πων ἀ­πο­πνέ­ει εὐ­γέ­νεια, θαυ­μα­στή εἶ­ναι η τε­λει­ό­τη­τα­τα στήν ἐ­κτέ­λε­ση καί στήν ἀ­πό­δο­ση τῶν λε­πτῶν χρω­μα­τι­κῶν τό­νων.

Ἀ­ξι­ό­λο­γη εἶ­ναι ἡ σει­ρά 12 φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., ὅ­που οἱ ἅ­γιοι τοῦ μη­νο­λο­γί­ου. Οἱ μορ­φές τῶν ἁ­γί­ων μέ τήν τέ­λεια καί λε­πτή ἐ­κτέ­λε­σή τους καί μέ τό χρω­μα­τι­κό πλοῦ­το θυ­μί­ζουν ἔν­το­να κα­λῆς τέ­χνης μι­κρο­γρα­φί­ες χει­ρο­γρά­φων.

Τῆς ἴ­διας ἐ­πο­χῆς, τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., καί πο­λύ κα­λῆς τέ­χνης κι αὐ­τές, εἶ­ναι οἱ εἰ­κό­νες τοῦ Δω­δε­κά­ορ­του: Εἰ­σό­δια τῆς Θε­ο­τό­κου, Εὐ­αγ­γε­λι­σμός, Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, Ὑ­πα­παν­τή, Βα­ϊ­ο­φό­ρος, Μυ­στι­κός Δεῖ­πνος, Σταύ­ρω­ση, Κοίμ­ση­η τῆς Θε­ο­τό­κου κ.ἄ.


Γ΄ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ – ΕΓΓΡΑΦΑ – ΕΝΤΥΠΑ

Ἡ Βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως εἶ­ναι ἀ­πό τίς πλου­σι­ό­τε­ρες καί ἀ­ξι­ο­λο­γό­τε­ρες μο­να­στη­ρια­κές βι­βλι­ο­θῆ­κες. Πα­ρά τίς ποι­κί­λες πε­ρι­πέ­τει­ες ἕ­ξι αἰ­ώ­νων καί τίς ἀν­τί­ξο­ες, πολ­λές φο­ρές, ἱ­στο­ρι­κές συγ­κυ­ρί­ες, οἱ με­τε­ω­ρί­τες κα­λό­γε­ροι δι­α­φύ­λα­ξαν μέ εὐ­λά­βεια καί θρη­σκευ­τι­κό δέ­ος καί δι­έ­σω­σαν μέ­χρι σή­με­ρα τούς ἀ­νε­κτί­μη­τους θη­σαυ­ρούς τοῦ μο­να­στη­ριοῦ, τους, χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες, ἔγ­γρα­φα βυ­ζαν­τι­νά καί με­τα­βυ­ζαν­τι­νά, σπά­νια ἔν­τυ­πα κ.ἄ. Πα­λαι­ές κα­τα­γρα­φές τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ώ­να, ἀλ­λά καί ἡ συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­λο­γο­γρά­φη­ση στίς ἀρ­χές τοῦ αἰ­ώ­να μας (1908/9) τῶν χει­ρο­γρά­φων καί ἐγ­γρά­φων τῆς μο­νῆς ἀ­πό τόν Νί­κο Βέ­η, σέ σύγ­κρι­ση μέ τά ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να, δεί­χνουν ὅ­τι οἱ ἀ­πώ­λει­ες, εὐ­τυ­χῶς, ὑ­πῆρ­ξαν ἐ­λά­χι­στες καί ἀ­σή­μαν­τες.

1. Χει­ρό­γρα­φα.- Ἀ­πό τά 1200 χει­ρό­γρα­φα τῶν με­τε­ω­ρι­κῶν μο­νῶν τά 640 ἀ­νή­κουν σή­με­ρα στή Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Ἀ­π’ αὐ­τά 86 εἶ­ναι περ­γα­μη­νά (69 κώ­δι­κες καί 17 εἰ­λη­τά). Χρο­νο­λο­γι­κά κα­λύ­πτουν δέ­κα πε­ρί­που αἰ­ῶ­νες πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρα­γω­γῆς (9ος-19ος αἰ.). Τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος ἀ­νή­κει στούς αἰ­ῶ­νες 11ο-16ο.

Το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εἶ­ναι ποι­κί­λο. Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἰ­σχύ­ουν κι ἐ­δῶ οἱ γε­νι­κοί κα­νό­νες πού δι­έ­πουν τή συγ­κρό­τη­ση τῶν μο­να­στη­ρια­κῶν βι­βλι­ο­θη­κῶν, ὅ­που κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γον­τας γιά τό εἶ­δος τῶν συγ­κεν­τρου­μέ­νων χει­ρο­γρά­φων καί ἐν­τύ­πων βι­βλί­ων εἶ­ναι κυ­ρί­ως οἱ λει­τουρ­γι­κές ἀ­νάγ­κες τῶν μο­να­χῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι καί οἱ μό­νοι σχε­δόν χρῆ­στες τῆς βι­βλι­ο­θή­κης.

Ἔ­τσι καί οἱ κώ­δι­κες αὐ­τοί, βα­σι­κά, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κοί καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί: Λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α (Εὐ­αγ­γέ­λια, Πρα­ξα­πό­στο­λοι, Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, Πα­ρα­κλη­τι­κές, Ὡ­ρο­λό­για, Ψαλ­τή­ρια, δι­ά­φο­ρες Ἀ­κο­λου­θί­ες, Τυ­πι­κές δι­α­τά­ξεις κ.ἄ.), ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, ὑ­μνο­γρα­φι­κά, ἁ­γι­ο­λο­γι­κά (Βί­οι, Μαρ­τύ­ρια, Ἐγ­κώ­μια, Συ­να­ξά­ρια καί Ἀ­κο­λου­θί­ες ἁ­γί­ων, μαρ­τύ­ρων, νε­ο­μαρ­τύ­ρων καί ὁ­σί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας), δογ­μα­τι­κά, ἑρ­μη­νευ­τι­κά, ἀ­πο­λο­γη­τι­κά, κα­τη­χη­τι­κά, ἀ­σκη­τι­κά, πα­ραι­νε­τι­κά, δι­η­γή­σεις ψυ­χω­φε­λεῖς καί ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κές γιά τούς μο­να­χούς (παρ­μέ­νες ἀ­πό τό Γε­ρον­τι­κό), παρ­ρη­σί­ες ἤ βι­βλί­α προ­θέ­σε­ως, ἀ­πό­κρυ­φα κεί­με­να. Ἀ­ξι­ό­λο­γη ἐ­πί­σης εἶ­ναι ἡ συλ­λο­γή μου­σι­κῶν καί νο­μι­κῶν χει­ρο­γρά­φων (νο­μο­κά­νο­νες, ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ρια κ.ἄ.).

Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως πρός τούς θε­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου κώ­δι­κες ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λοι, τῆς λε­γό­με­νης «θύ­ρα­θεν» παι­δεί­ας, δη­λα­δή κεί­με­να ἀρ­χαί­ων συγ­γρα­φέ­ων (Ὅ­μη­ρος, Ἡ­σί­ο­δος, Σο­φο­κλῆς, Δη­μο­σθέ­νης, Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, ἀ­λε­ξαν­δρι­νοί συγ­γρα­φεῖς), κα­θώς καί νε­ό­τε­ρα κεί­με­να φι­λο­σο­φι­κά, γραμ­μα­τι­κά, ἀ­στρο­λο­γι­κά, ἀλ­χη­μεί­ας καί μα­γι­κά, ἰ­α­τρο­σό­φια, χρο­νο­γρα­φι­κά, ἐ­πι­στο­λά­ρια, μα­θη­μα­τά­ρια, ἀλ­λά καί ἀρ­κε­τά καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα κεί­με­να τῆς δη­μώ­δους γραμ­μα­τεί­ας, σέ πε­ζό ἤ σέ ἔμ­με­τρο λό­γο, πολ­λά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι σπά­νια.

Ἐ­κτός ἀ­πό τή σπου­δαι­ό­τη­τα τῶν κω­δί­κων γιά τά κεί­με­να πού πε­ρι­έ­χουν, ξε­χω­ρι­στή εἶ­ναι καί ἡ πα­λαι­ο­γρα­φι­κή τους ση­μα­σί­α, ἀ­φοῦ μπο­ρεῖ κα­νείς νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει σ’ αὐ­τούς καί νά με­λε­τή­σει τήν ἐ­ξέ­λι­ξη καί τά δι­ά­φο­ρα εἴ­δη τῆς γρα­φῆς μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες. Κα­τά τό 16ο καί 17ο αἰ­ώ­να φαί­νε­ται πώς λει­τούρ­γη­σε στή Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως συ­στη­μα­τι­κό βι­βλι­ο­γρα­φι­κό ἐρ­γα­στή­ριο μέ ἔμ­πει­ρους καλ­λι­γρά­φους καί γρα­φεῖς κω­δί­κων. Στά χει­ρό­γρα­φα τῆς μο­νῆς ἀ­παν­τοῦν συ­νο­λι­κά 130 πε­ρί­που ὀ­νό­μα­τα κω­δι­κο­γρά­φων, πολ­λοί ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους γί­νον­ται γνω­στοί μό­νο ἀ­πό τήν ἐ­δῶ ἀν­τι­γρα­φι­κή τους ἐρ­γα­σί­α.

Τό πα­λαι­ό­τε­ρο ἀ­πό τά χει­ρό­γρα­φα ἀ­νή­κει στόν 9ο αἰ­ώ­να. Πρό­κει­ται γιά τόν πε­ρί­φη­μο κώ­δι­κα 591 (φφ. 423, Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου ἑρ­μη­νευ­τι­κές ὁ­μι­λί­ες στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λιο), πού γρά­φτη­κε τό ἔ­τος 861/2 στή Μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νας τῆς Βι­θυ­νί­ας, σέ με­γα­λο­γράμ­μα­τη καί σέ μι­κρο­γράμ­μα­τη γρα­φή, ἀ­πό τό μο­να­χό Εὐ­στά­θιο. Εἶ­ναι ὁ ἀρ­χαι­ό­τε­ρος γε­νι­κά με­τε­ω­ρι­κός κώ­δι­κας, ἀλ­λά ἴ­σως καί ὁ πα­λαι­ό­τε­ρος χρο­νο­λο­γη­μέ­νος κώ­δι­κας πού βρί­σκε­ται σή­με­ρα στόν ἑλ­λα­δι­κό χῶ­ρο.

Πολ­λοί κώ­δι­κες ἀ­πο­τε­λοῦν καί ἀ­ξι­ό­λο­γα κει­μή­λια τέ­χνης. Εἶ­ναι πλού­σια καί καλ­λι­τε­χνι­κά δι­α­κο­σμη­μέ­νοι μέ ἐν­τυ­πω­σια­κές μι­κρο­γρα­φί­ες, πο­λύ­χρω­μα καί πε­ρί­τε­χνα ἐ­πί­τι­τλα, πρω­το­γράμ­μα­τα καί ἄλ­λα δι­α­κο­σμη­τι­κά μο­τί­βα. Ἐν­δει­κτι­κά μνη­μο­νεύ­ον­ται οἱ πα­λαι­ές καί ἰ­δι­αί­τε­ρης καλ­λι­τε­χνι­κῆς σπου­δαι­ό­τη­τας μι­κρο­γρα­φί­ες εὐ­αγ­γε­λι­στῶν καί ἄλ­λων ἁ­γί­ων στούς κώ­δι­κες 540 καί 552 (τοῦ 11ου αἰ.) 106 (τοῦ 13ου αἰ.) καί 298 (τοῦ 15ου/16ου αἰ.). Ἀ­πό τούς γνω­στούς καλ­λι­γρά­φους, τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ κύ­κλου τοῦ Λου­κᾶ Οὐγ­γρο­βλα­χί­ας (1603-1628), ἀ­να­φέ­ρο­με τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἄν­θι­μο ἀ­πό τά Γι­άν­νε­να, γρα­φέ­α καί δι­α­κο­σμη­τή, κα­τά τά ἔ­τη 1634-1641, τῶν κω­δί­νων 217, 222, 223 καί 508 (μι­κρο­γρα­φί­ες Δα­βίδ, Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Δι­α­λό­γου κ.ἄ.).

Πο­λύ­τι­μες, τέ­λος, γιά τήν το­πι­κή ἀλ­λά καί τή γε­νι­κό­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α, εἶ­ναι οἱ δι­ά­φο­ρες ἐν­θυ­μή­σεις πού βρί­σκον­ται ἐγ­κα­τε­σπαρ­μέ­νες στά φύλ­λα τῶν κω­δί­κων αὐ­τῶν. Πα­ρα­θέ­το­με ἐν­δει­κτι­κά τό βι­βλι­ο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα τοῦ ἔ­τους 1385/6, πού πα­ράλ­λη­λα ἀ­πο­τε­λεῖ καί ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐν­θύ­μη­ση, τοῦ κώδ. 555, ὁ ὁ­ποῖ­ος γρά­φτη­κε μέ συν­δρο­μή καί ἔ­ξο­δα τοῦ δεύ­τε­ρου κτί­το­ρα τῆς μο­νῆς Ἰ­ω­ά­σαφ, λί­γα χρό­νια με­τά τό θά­να­το τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου: «+ ἐ­γρά­φη ἡ πα­ροῦ­σα βί­βλος τοῦ με­τε­ώ­ρου˙ διά συν/δρο­μῆc καί ἐ­ξό­δου βα­σι­λέ­ωσ, τοῦ ὡσ ἀ­λη­θῶσ ἐν/ μο­να­χοῖσ ὁ­σι­ω­τά­του κυ­ροῦ ἰ­ω­ά­σαφ˙ διά χει­ρόσ/ χαρ­το­φύ­λα­κοc τῆσ ἁ­γι­ω­τά­τησ ἐ­πι­σκο­πῆσ τρικ­κάλ(ων)/ ἱ­ε­ρέ­ωσ θω­μᾶ τοῦ ξη­ροῦ˙ ἐ­πί ἔ­τουσ .... [6894=1385/6] ἰν(δι­κτι­ῶ­νο)ς θ΄˙ ὁ­πό­ταν τῆ τοῦ θ(ε­ο)ῦ πα­ρα­χω­ρή­σει καί οἱ ἀ/χα­ρι­νοί οὐ μό­νον τῆς πό­λε(ως) βε­ροί­ασ ἀλ­λά καί πα­ρά/ μι­κρόν τῆσ ὑ­φη­λί­ου γε­γό­να­σι κύ­ριοι +».

2. Ἔγ­γρα­φα.- Πλού­σιο καί ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι καί τό ἀρ­χεῖ­ο τῶν ἐγ­γρά­φων τῆς μο­νῆς, βυ­ζαν­τι­νῶν με­τα­βυ­ζαν­τι­νῶν καί νε­ο΄τε­ρων. Χρυ­σό­βουλ­λα, μη­τρο­πο­λι­τι­κά ἔγ­γρα­φα, πα­τρι­αρ­χι­κά σι­γίλ­λια κ.ἄ., πού φυ­λάσ­σον­ται ἐ­κεῖ, ἀ­πο­τε­λοῦν σπου­δαῖ­α κει­μή­λια καί πο­λύ­τι­μα ἱ­στο­ρι­κά ντο­κου­μέν­τα. Ἀ­να­φέ­ρο­με ἐ­πι­λε­κτι­κά χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­δρο­νί­κου Γ΄ Πα­λαι­ο­λό­γου, τοῦ ἔ­τους 1336, ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς Ἁγ. Γε­ωρ­γί­ου τῶν Ζα­βλαν­τί­ων˙ χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ Στε­φά­νου Δου­σάν τοῦ ἔ­τους 1348, ὑ­πέρ τῆς ἴ­διας μο­νῆς˙ χρυ­σό­βουλ­λα τῶν ἐ­τῶν 1359 καί 1366 τοῦ βα­σι­λέ­ως Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, πα­τέ­ρα τοῦ κτί­το­ρα τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ˙ δύ­ο προ­στάγ­μα­τα, πού ἀ­πέ­λυ­σε τό Νο­έμ­βριο τοῦ 1372 ὑ­πέρ τοῦ πρώ­του τῆς σκή­της τῶν Στα­γῶν Νεί­λου ὁ βα­σι­λεύς Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος, ὁ με­τά ἀ­πό λί­γους μῆ­νες μο­να­χός Ἰ­ω­ά­σαφ, ὁ δεύ­τε­ρος κτί­το­ρας τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου˙ γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1386 τῆς «βα­σί­λισ­σας» Μα­ρί­ας Ἀγ­γε­λί­νας Πα­λαι­ο­λο­γί­νας πρός τόν ἀ­δελ­φό της βα­σι­λέ­α Ἰ­ω­άν­νη-μο­να­χό Ἰ­ω­ά­σαφ˙ γράμ­μα­τα τῶν μη­τρο­πο­λι­τῶν Λα­ρί­σης Ἀν­τω­νί­ου (πρίν ἀ­πό τό 1380) καί Ἰ­ω­ά­σαφ (τῶν ἐ­τῶν 1392/3 καί 1400/1402) κ.ἄ. Τά ἐ­πι­ση­μό­τε­ρα καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἀ­πό τά ἔγ­γρα­φα αὐ­τά βρί­σκον­ται ἐ­κτε­θει­μέ­να σέ προ­θῆ­κες τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς.

3. Ἔν­τυ­πα.- Πολ­λά καί σπά­νια εἶ­ναι καί τά πα­λαι­ό­τυ­πα πού ἔ­χουν δι­α­σω­θεῖ καί φυ­λάσ­σον­ται σή­με­ρα στή μο­νή. Ὁ συ­νο­λι­κός τους ἀ­ριθ­μός ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται χον­δρι­κά σέ 450 τό­μους (15ος-19ος αἰ.).

Ὅ­πως καί μέ τά χει­ρό­γρα­φα, ἔ­τσι καί ἐ­δῶ ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος ἀ­π’ αὐ­τά εἶ­ναι λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α, ἀρ­κε­τά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α δυ­σεύ­ρε­τες, ἐκ­δό­σεις Βε­νε­τί­ας: Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἔτ. 1518, ἔκδ. Ἄλ­δου Μα­νου­τί­ου˙ Ἀ­πό­στο­λος, ἔτ. 1525 (ἔκδ. Στεφ. Σα­βί­ου) καί 1534 (ἔκδ. Ἀν­δρέ­α Κου­νά­δη)˙ Μη­ναῖ­α, τῶν ἐ­τῶν 1526-1551˙ Πα­ρα­κλη­τι­κή, ἔτ. 1528˙ Ἀν­θο­λό­γιο, ἔτ. 1555, μέ προ­λε­γό­με­να «Νι­κο­λά­ου ἱ­ε­ρέ­ως Μα­λα­ξοῦ πρω­το­πα­πᾶ Ναυ­πλί­ου»˙ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἔτ. 1588, «δι­όρ­θω­σις Ἐμ­μα­νου­ήλ Γλυ­ζου­νεί­ου». Δέν λεί­πουν, φυ­σι­κά, οὔ­τε οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: «Βα­σι­λεί­ου τοῦ Με­γά­λου συγ­γράμ­μα­τά τι­να», Βε­νε­τί­α 1535, ἔκδ. Στεφ. Σα­βί­ου.

Ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης καί ἀρ­κε­τά ἀρ­χέ­τυ­πα, ἐκ­δό­σεις Βε­νε­τί­ας τοῦ πε­ρί­φη­μου λό­γιου οὐ­μα­νι­στῆ Ἄλ­δου Μα­νου­τί­ου, οἱ λε­γό­με­νες editionesaldinae, κλα­σι­κῶν Ἑλ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων κα­θώς καί γραμ­μα­τι­κῶν καί χρη­στι­κῶν ἔρ­γων: Θε­ο­κρί­του Εἰ­δύλ­λια, Θε­ό­γνι­δος γνῶ­μαι, Ἡ­σι­ό­δου Θε­ο­γο­νί­α - Ἔρ­γα καί Ἡ­μέ­ραι - Ἀ­σπίς Ἡ­ρα­κλέ­ους κ.ἄ., ἔτ. 1495˙ Θε­ο­δώ­ρου Λα­σκά­ρε­ως Γραμ­μα­τι­κή, Ἀ­πολ­λω­νί­ου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας τοῦ Γραμ­μα­τι­κοῦ Πε­ρί συν­τά­ξε­ως, ἔτ. 1495˙ Θη­σαυ­ρός – Κέ­ρας Ἀ­μαλ­θεί­ας καί κῆ­ποι Ἀ­δώ­νι­δος. ἔτ. 1496˙ Ἀ­ρι­στο­φά­νης, ἔτ. 1498, μέ προ­λε­γό­με­να τοῦ λαμ­προῦ ἑλ­λη­νι­στῆ Μάρ­κου Μου­σού­ρου˙ Λου­κια­νοῦ Δι­ά­λο­γοι, ἔτ. 1503˙ Λό­γοι Ρη­τό­ρων, ἔτ. 1513˙ Ἰ­σο­κρά­της, ἔτ. 1534, κ.ἄ. Ἐξ ἴ­σου σπου­δαῖ­ες ὅ­μως εἶ­ναι καί ἄλ­λες ἐκ­δό­σεις κλα­σι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων: Πλά­τω­νος Ἅ­παν­τα, Βα­σι­λεί­α 1534, μέ τήν πε­ρί­φη­μη ὠ­δή τοῦ Μάρ­κου Μου­σού­ρου˙ Δι­ο­δώ­ρου τοῦ Σι­κε­λι­ώ­του Ἱ­στο­ρι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη, «annoMDLIX [=1559] excudebatHenricusStephanus». Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων καί ἡ σπά­νια ἔκ­δο­ση τοῦ Λε­ξι­κοῦ τοῦ Σου­ΐ­δα (Σού­δας) ἀ­πό τόν Δη­μή­τριο Χαλ­κο­κον­δύ­λη στίς 15 Νο­εμ. τοῦ 1499 στό Μι­λά­νο, κα­θώς καί τοῦ Λε­ξι­κοῦ τοῦ Βα­ρί­νου Φα­βω­ρί­νου τό 1523 στή Ρώ­μη «πό­νῳ τε καί ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σει Ζα­χα­ρί­ου Καλ­λι­ερ­γί­ου τοῦ Κρη­τός».

Ἀ­ξι­ό­λο­γη τέ­λος καί ἡ μνη­μει­ώ­δης δί­το­μη πα­ρι­σι­νή ἔκ­δο­ση («LutetiaeParisiorumMDCXXX» = 1630), τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Νι­κη­φό­ρου Καλ­λί­στου Ξαν­θο­πού­λου, κα­θώς καί ἡ σει­ρά τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν Ἱ­στο­ρι­κῶν (ἔκδ. β΄, Βε­νε­τί­α 1729, τόμ. Ι – ΧΙΙ).


Δ΄ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΑ – ΑΡΓΥΡΑ

1. Ξυ­λό­γλυ­πτα.- Τό ξύ­λι­νο τέμ­πλο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ καί τά ἕ­ξι προ­σκυ­νη­τά­ρια (τέσ­σε­ρα στόν κυ­ρί­ως να­ό καί δύ­ο στή λι­τή) ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς μέ τόν ἀ­φάν­τα­στο πλοῦ­το καί τήν ποι­κι­λί­α τῆς δι­α­κό­σμη­σης, τῶν σχη­μά­των καί θε­μά­των ,τούς ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νους συν­δυα­σμούς καί τή λε­πτό­τη­τα­α καί τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἐ­κτέ­λε­σης. Βλα­στοί μέ φύλ­λα καί ἄν­θη, κλη­μα­τί­δες μέ στα­φύ­λια, ρό­δα­κες, ἄγ­γε­λοι, πτη­νά, λέ­ον­τες, δρά­κον­τες κ.ἄ. συμ­πλη­ρώ­νουν ἕ­να θαυ­μα­στό δι­α­κο­σμη­τι­κό σύ­νο­λο. Ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­να κα­θώς εἶ­ναι ὅ­λα αὐ­τά, λάμ­πουν καί ἐν­τυ­πω­σιά­ζουν μέ τήν ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τα καί με­γα­λο­πρέ­πειά τους.

Τό πά­νω ἀ­πό τήν ὡ­ραί­α πύ­λη τμῆ­μα τοῦ τέμ­πλου εἶ­α­νι τό πα­λαι­ό­τε­ρο, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ σέ σχῆ­μα Π ξυ­λό­γλυ­πτη ἐ­πι­γρα­φή του τοῦ ἔ­τους 1634-35. Ἔ­χει κα­τα­σκευα­σθεῖ «διά χει­ρός κυ­ροῦ Ἰ­ω­άν­νη». Τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 1791, σύμ­φω­να μέ τή γρα­πτή ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν ὡ­ραί­α πύ­λη καί μέ ἄλ­λη ἐ­πί­σης γρα­πτή ἐ­πι­γρα­φή στή δε­ξιά ἄ­κρη τοῦ τέμ­πλου καί πρός τά ἐ­πά­νω, μέ πρω­το­βου­λί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Κλει­νο­βί­τη (1784, 12 Μα­ΐ­ου – 1808) καί τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς, τοῦ γνω­στοῦ «μου­σι­κω­τά­του» καί «ψάλ­του» Παρ­θε­νί­ου Ὀρ­φί­δη, ἀ­να­και­νί­στη­κε τό τέμ­πλο καί ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του, πού προ­φα­νώς εἶ­χε φθα­ρεῖ. Τό νέ­ο τέμ­πλο ἐ­τε­χνούρ­γη­σαν οἱ Ἠ­πει­ρῶ­τες μα­στό­ροι Κων­σταν­τί­νος ἀ­πό τό Λι­νο­τό­πι καί Κώ­στας ἀ­πό τό Μέ­τσο­βο.

Πο­λύ κα­λῆς τέ­χνης ξυ­λό­γλυ­πτα τέμ­πλα, χω­ρίς ἐ­πι­χρύ­σω­μα ὅ­μως, εἶ­ναι καί ἐ­κεῖ­να τῶν πα­ρεκ­κλη­σί­ων, τῶν Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης καί τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Ἔ­χουν κι αὐ­τά πλού­σια δι­α­κό­σμη­ση (ἄν­θη, φύλ­λα, κλη­μα­τί­δες μέ στα­φύ­λια, ἄγ­γε­λοι καί ἄλ­λες μορ­φές ἁ­γί­ων, πτη­νά, δι­κέ­φα­λοι ἀ­ε­τοί, δρά­κον­τες) πού δι­α­κρί­νε­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἐ­κτέ­λε­σης καί τήν ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κή ἀ­πό­δο­ση τῆς λε­πτο­μέ­ρειας. Φαί­νε­ται ὅ­τι καί τά δύ­ο κα­τα­σκευ­ά­στη­καν κα­τά τά τέ­λη τοῦ ΙΗ΄ αἰ­ώ­να, ἐ­πί τῆς ἡ­γου­με­νεί­ας τοῦ δρα­στή­ριου Παρ­θε­νί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα ἀ­να­γρά­φε­ται σέ εἰ­κό­νες καί τῶν δύ­ο τέμ­πλων.

Πα­λιό ξύ­λι­νο προ­σκυ­νη­τά­ρι τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, πλού­σια καί καλ­λι­τε­χνι­κά δι­α­κο­σμη­μέ­νο μέ ἔν­θε­τες πα­ρα­στά­σεις ἀ­πό φίλ­ντι­σι (γε­ω­με­τρι­κά ρομ­βο­ει­δή σχή­μα­τα, ἄν­θη μέ τούς μί­σχους καί τά φύλ­λα τους μέ­σα σέ ἀν­θο­δο­χεῖ­α, κυ­πα­ρισ­σά­κια κ.ἄ.) κα­τα­σκευ­ά­στη­κε, σύμ­φω­να μέ ἔν­θε­τη ἐ­πί­σης ἀ­πό φίλ­ντι­σι ἐ­πι­γρα­φή του, «ἐ­πί προ­έ­δρου Παρ­θε­νί­ου Ὀρ­φί­δου ἡ­γου­μέ­νου τε τῆς μο­νῆς Με­τε­ώ­ρου». Τῆς ἴ­διας ἀ­κρι­βῶς τε­χνο­τρο­πί­ας καί ἀ­πό τά ἴ­δια ὑ­λι­κά εἶ­ναι καί τρί­α ξύ­λι­να ἀ­να­λό­για (δύ­ο στόν κυ­ρί­ως να­ό καί ἕ­να στό πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης). Ὅ­λα μα­ζί πρέ­πει νά πα­ραγ­γέλ­θη­καν ἀ­πό τόν ἡ­γού­με­νο Παρ­θέ­νιο στό ἴ­διο ἐρ­γα­στή­ρι καί νά κα­τα­σκευ­ά­στη­καν ἀ­πό τούς ἴ­διους τε­χνί­τες.

Σπου­δαῖ­ο ἔρ­γο ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς καί ἔν­θε­της δι­α­κό­σμη­σης ἀ­πό φίλ­ντι­σι εἶ­ναι καί ὁ ἡ­γου­με­νι­κός θρό­νος τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ. Σύμ­φω­να μέ τήν ἔν­θε­τη ἐ­πί­σης ἀ­πό φίλ­ντι­σι ἐ­πι­γρα­φή του, ἀ­πο­τε­λεῖ κτῆ­μα «τῆς ἁ­γί­ας καί σε­βα­σμί­ας καί βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου καί πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τρός Γε­ρα­σί­μου», τοῦ τό­τε ἡ­γου­μέ­νου˙ κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τό ἔ­τος 1617 μέ ἔ­ξο­δα («κό­που πλη­ρω­τής») τοῦ Χρυ­σάν­θου, κά­ποι­ου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου ἤ μο­να­χοῦ τῆς μο­νῆς προ­φα­νῶς. Φέ­ρει πλού­σια καί λε­πτή καλ­λι­τε­χνι­κή ἔν­θε­τη ἀ­πό φίλ­ντι­σι δι­α­κό­σμη­ση˙ μι­κρά πτη­νά καί ζῶ­α, βλα­στοί μέ ἄν­θη καί φύλ­λα. Στά θω­ρά­κια τῶν δύ­ο πλα­γί­ων πλευ­ρῶν κλη­μα­τί­δα μέ στα­φύ­λια, δύ­ο ἀν­τω­ποί λέ­ον­τες κά­τω καί δύ­ο ἀν­τω­πά που­λιά ἐ­πά­νω. Στήν πλά­τη τοῦ θρό­νου κα­λῆς τέ­χνης μι­κρο­σκο­πι­κή εἰ­κό­να (δια­στ. 0,16 Χ 0,17), σάν μι­κρο­γρα­φί­α, τοῦ Χρι­στοῦ ἔν­θρο­νου, μέ­σα σέ ὀρ­θο­γώ­νιο πλαί­σιο. Ἡ ὀ­ρο­φή τοῦ θρό­νου ἀ­πο­μι­μεῖ­ται τόν οὐ­ρα­νό καί εἶ­ναι κα­τά­στι­κτη ἀ­πό ἔν­θε­τους φιλ­ντι­σέ­νιους ἀ­στέ­ρες.

Ἄ­ξιοι ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς οἱ ξυ­λό­γλυ­πτοι σταυ­ροί πού ἐ­κτί­θεν­ται στίς προ­θῆ­κες τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς. Ὁ πα­λι­ό­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τούς, τοῦ ἔ­τους 1594/95, «ἐ­τε­λει­ώ­θη… διά χει­ρός κύρ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Φράγ­γε, ἐκ χώ­ρας Δο­με­νί­κου… διά συν­δρο­μῆς καί κό­που Ἰ­σα­άκ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου τῆς βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου». Φέ­ρει με­ταλ­λι­κή ἐ­πέν­δυ­ση μέ ἡ­μι­πο­λύ­τι­μους λί­θους καί ἔ­χει δια­στ. 0,34 (καί 0,23 χω­ρίς τή λα­βή) Χ 0,11 μ. Στή μί­α ὄ­ψη εἶ­ναι σκα­λι­σμέ­νες ὀ­κτώ συν­θέ­σεις μέ τή Σταύ­ρω­ση στό κέν­τρο καί ἰ­σά­ριθ­μες στήν ἄλ­λη ὄ­ψη μέ κεν­τρι­κή πα­ρά­στα­ση τή Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ.

Θαῦ­μα ὅ­μως ὑ­πο­μο­νῆς καί ἐιπ­δε­ξι­ό­τη­τας εἶ­ναι οἱ τρεῖς ξυ­λό­γλυ­πτοι σταυ­ροί τοῦ ἱ­ε­ρο­δι­α­κό­νου Δα­νι­ήλ, «ἐκ τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης», ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι ἀ­πό τόν ἴ­διο στή Μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου «νά ’­ναι ὀ­λόρ­θοι εἰς τήν ἁ­γί­αν τρά­πε­ζαν τοῦ βή­μα­τος». Ὁ ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς ἔ­χει καί τή χρο­νο­λο­γί­α κα­τα­σκευ­ῆς του: 1609/10. Οἱ δύ­ο φέ­ρουν ἀ­φι­ε­ρω­τι­κές ἐ­πι­γρα­φές μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ Δα­νι­ήλ. Ὁ τρί­τος, χω­ρίς ἐ­πι­γρα­φή, ἀ­πο­δί­δε­ται μέ βε­βαι­ό­τη­τα, λό­γω τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας του, στόν ἴ­διο κα­τα­σκευα­στή. Καί οἱ τρεῖς ἔ­χουν τήν ἴ­δια λε­πτή κα­τερ­γα­σί­α, τίς ἴ­δι­ες πε­ρί­που πα­ρα­στά­σεις καί ἀ­πο­τε­λοῦν πραγ­μα­τι­κά ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς καί μι­κρο­τε­χνί­ας.

Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τούς ἔ­χει δια­στ. 0,91 (καί 0,64 χω­ρίς τή λα­βή) Χ 0,40 μ. Στή μί­α ὄ­ψη ἔ­χει ἕν­δε­κα συν­θέ­σεις μέ κυ­ρί­αρ­χη τή Σταύ­ρω­ση˙ οἱ ὑ­πό­λοι­πες εἶ­ναι: ἡ Βα­ϊ­ο­φό­ρος, ἡ Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Πεν­τη­κο­στή, ἡ Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ Ἁ­γί­α Τριά­δα μέ τή γνω­στή πα­ρά­στα­ση τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας, ἡ Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ψη­λά­φη­ση τοῦ Θω­μᾶ, οἱ Μυ­ρο­φό­ρες, ὁ Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­όν­των. Στήν ἄλ­λη ὄ­ψη πά­λι ἕν­δε­κα συν­θέ­σεις μέ κεν­τρι­κή τή Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ˙ οἱ ὑ­πό­λοι­πες εἶ­ναι: ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος, τό θαῦ­μα τοῦ Τυ­φλοῦ, ἡ ἔ­γερ­ση τοῦ Λα­ζά­ρου, οἱ Τρεῖς Παῖ­δες στήν κά­μι­νο, ἡ Εἴ­σο­δος τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ Ὑ­πα­παν­τή, ἡ Βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Με­σο­πεν­τη­κο­στή, ἡ Κλῖ­μαξ. Στό δι­α­κο­σμη­τι­κό πλαί­σιο τοῦ κά­τω μέ­ρους τῆς κα­τα­κό­ρυ­φης κε­ραί­ας τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά, πο­λυ­πρό­σω­πη σύν­θε­ση: «Ἐκ τῆς Ρί­ζης τοῦ Ἰ­εσ­σαί». Ὁ μι­κρό­τε­ρος ἀ­πό τούς τρεῖς σταυ­ρούς (0,47 Χ 0,165) ἔ­χει καί με­ταλ­λι­κό δέ­σι­μο μέ 23 ἡ­μι­πο­λύ­τι­μους ἔν­θε­τους λί­θους. Στήν ἐ­πι­γρα­φή ἀ­να­φέ­ρε­ται καί ὁ με­ταλ­λο­τε­χνί­της: «Ἐκ χει­ρός Θω­μᾶ τοῦ Πα­πα­στα­μά­τη ἐκ Τρίκ­κης».

Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα, τέ­λος, ξυ­λό­γλυ­πτη καί πο­λύ­χρω­μη δι­α­κό­σμη­ση, ἡ ὁ­ποί­α θυ­μί­ζει πα­ρό­μοι­α θέ­μα­τα τῶν ἀρ­χον­τι­κῶν τῆς Σι­ά­τι­στας καί τῶν Ἀμ­πε­λα­κί­ων, ἔ­χει μι­κρή κα­σέ­λα πού φυ­λάσ­σε­ται σή­με­ρα στό μου­σεῖ­ο.

2. Χρυ­σο­κέν­τη­τα.- Πλού­σια καί πο­λύ ἀ­ξι­ό­λο­γη εἶ­ναι καί ἡ συλ­λο­γή χρυ­σο­κέν­τη­των ὑ­φα­σμά­των, πού φυ­λάσ­σον­ται στό μου­σεῖ­ο. Ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τά: χρυ­σο­κέν­τη­τη πο­διά – κά­λυμ­μα ἁ­γί­ας τρα­πέ­ζης, ΙΔ΄ αἰ., ἀ­φι­έ­ρω­μα, κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση, τῆς Μα­ρί­ας Ἀγ­γε­λί­νας, ἀ­δελ­φῆς τοῦ δεύ­τε­ρου κτί­το­ρα τῆς μο­νῆς ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ˙ χρυ­σο­κέν­τη­τοι ἀ­έ­ρες σέ πορ­φυ­ρό ὕ­φα­σμα, χρυ­σο­κέν­τη­τοι σταυ­ροί ἀ­πό ὠ­μο­φό­ριο ΙΔ΄ (;) αἰ., μέ τήν πα­ρά­στα­ση τῆς Σταύ­ρω­σης ὁ ἕ­νας, τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης ὁ ἄλ­λος˙ ἐ­πι­μά­νι­κα (τρί­α ζεύ­γη), ΙΣΤ΄-ΙΗ΄ αἰ., μέ χρυ­σο­κέν­τη­τες πα­ρα­στά­σεις ἀγ­γέ­λων˙ χρυ­σο­κέν­τη­τα ἐ­πι­τρα­χή­λια ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ., μέ πα­ρα­στά­σεις ἀγ­γέ­λων, τῆς Πα­να­γί­ας, τοῦ Προ­δρό­μου καί ἱ­ε­ραρ­χῶν (Μεγ. Βα­σι­λεί­ου, ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, ἁγ. Ἰ­ω. Χρυ­σο­στό­μου, ἁγ. Νι­κο­λά­ου)˙ κεν­τη­τή καί ἐ­νε­πί­γρα­φη ζώ­νη, μέ χρο­νο­λο­γί­α 1794, τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Κλει­νο­βί­τη. Ξε­χω­ρι­στή ση­μα­σί­α γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς ἔ­χει ἡ χρυ­σο­ποί­κιλ­τη καί χρυ­σο­κέν­τη­τη, πά­νω σέ βε­λοῦ­δο, μί­τρα τοῦ ἡ­γου­μέ­νου Συ­με­ών (μέ­σα ΙΣΤ΄ αἰ.), πού θε­ω­ρεῖ­ται ὡς τρί­τος κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς.

Ἰ­δι­αί­τε­ρος λό­γος ἀ­ξί­ζει νά γί­νει γιά τούς δύ­ο χρυ­σο­κέν­τη­τους ἐ­πι­τα­φί­ους. Ὁ ἕ­νας, τῶν πα­λαι­ο­λό­γει­ων χρό­νων (ΙΔ΄ αἰ.), κεν­τη­μέ­νος σέ ὁ­λο­ση­ρι­κό πορ­φυ­ρό ὕ­φα­σμα, ἔ­χει δι­α­στά­σεις 1,70 Χ 1,16 μ. Στό κέν­τρο δε­σπό­ζει, σέ με­γά­λο μέ­γε­θος, ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ νε­κροῦ Χρι­στοῦ ξα­πλω­μέ­νου, πού κα­τα­λαμ­βά­νει ὅ­λο σχε­δόν τό μῆ­κος τοῦ ὑ­φά­σμα­τος. Τόν πλαι­σι­ώ­νουν ἄγ­γε­λοι μέ ρι­πί­δια, ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα χε­ρου­βίμ καί πο­λυ­όμ­μα­τα σε­ρα­φίμ. Στίς γω­νί­ες τά σύμ­βο­λα τῶν τεσ­σά­ρων εὐ­αγ­γε­λι­στῶν: ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Ματ­θαί­ου, ὁ λέ­ων τοῦ Μάρ­κου, ὁ ἀ­ε­τός τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ὁ βοῦς τοῦ Λου­κᾶ. Ὁ κε­νός χῶ­ρος τοῦ ὑ­φά­σμα­τος γε­μί­ζει μέ μι­κρούς καί κα­νο­νι­κούς ἑ­ξά­κτι­νους ρό­δα­κες, κεν­τη­μέ­νους μέ χρυ­σή κλω­στή. Ἡ βε­λο­νιά, λε­πτή καί ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κή παν­τοῦ, καί τά δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα τῆς κλω­στῆς (χρυ­σή, ἀ­ση­μέ­νια, μπλέ, κί­τρι­νη, κα­φε­τιά), σχη­μα­τί­ζουν ζω­γρα­φι­κές πα­ρα­στά­σεις καί ἀ­πο­δί­δουν ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες καί ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ σύν­θε­ση, ὀ­λι­γο­πρό­σω­πη καί λι­τή, το­νί­ζει καί ἐ­ξαί­ρει μέ συγ­κλο­νι­στι­κές λε­πτο­μέ­ρει­ες τό ἄ­ψυ­χο, ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νο καί ἄ­καμ­πτο σῶ­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που μέ τήν οὐ­ρά­νια γλυ­κύ­τη­τα στό πρό­σω­πό του. Τά πρό­σω­πα τῶν ἀγ­γέ­λων, μα­ζί μέ τή συγ­κρα­τη­μέ­νη θλί­ψη, ἀ­πο­πνέ­ουν καί αὐ­τά γλυ­κύ­τη­τα, εὐ­γέ­νεια καί ἠ­ρε­μί­α. Ὁ ἐ­πι­τά­φιος πλαι­σι­ώ­νε­ται στίς τέσ­σε­ρις πλευ­ρές του μέ χρυ­σο­κέν­τη­τη τή γνω­στή λει­τουρ­γι­κή ἐ­πι­γρα­φή, σέ ἕ­ξι δε­ξα­πεν­τα­σύλ­λα­βους στί­χους: «Τήν φο­βε­ράν σου, βα­σι­λεῦ, Δευ­τέ­ραν Πα­ρου­σί­αν/ πί­στει καί πό­θῳ προσ­δο­κῶ…».

Ὁ δεύ­τε­ρος ἐ­πι­τά­φιος, τοῦ ἔ­τους 1620/21, εἶ­ναι κεν­τη­μέ­νος σέ πρά­σι­νο ὁ­λο­ση­ρι­κό ὕ­φα­σμα καί ἔ­χει δι­α­στά­σεις 0,98 (0,81) Χ 0,75 (0,58). Στό κέν­τρο κυ­ρια­ρχεῖ ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ νε­κροῦ Χρι­στοῦ ξα­πλω­μέ­νου. Μέ πλα­στι­κό­τη­τα ἀ­πο­δί­δον­ται οἱ ἐ­πι­φά­νει­ες τοῦ ἄ­ψυ­χου σώ­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Δε­ξιά, ἡ Πα­να­γί­α ἀ­κουμ­πᾶ μέ θλί­ψη καί στορ­γή τό κε­φά­λι της πά­νω στό νε­κρό παι­δί της. Πά­νω ἀ­πό τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θρη­νοῦν ἡ Μάρ­θα, ἡ Μα­ρί­α καί ἡ Μα­γδα­λη­νή. Ἡ θλί­ψη καί ἡ ψυ­χι­κή ὀ­δύ­νη, πού ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά στά πρό­σω­πα τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν ἄλ­λων τρι­ῶν γυ­ναι­κῶν, εἶ­ναι συγ­κρα­τη­μέ­νες καί το­νί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ἐ­σω­τε­ρι­κό πά­θος.

Τήν ὅ­λη σύν­θε­ση συμ­πλη­ρώ­νουν κεν­τη­τές πα­ρα­στά­σεις ἀγ­γέ­λων καί τῶν ἀρ­χαγ­γέ­λων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ, τῶν τεσ­σά­ρων προ­φη­τῶν Δα­βίδ, Ἱ­ε­ρε­μί­α, Ἠ­σα­ΐ­α καί Μω­υ­σῆ, καί τῶν συμ­βό­λων τῶν τεσ­σά­ρων εὐ­αγ­γε­λι­στῶν στίς γω­νί­ες. Στήν κά­τω πλευ­ρά, κεν­τη­τή ἐ­πι­γρα­φή μέ χρυ­σή καί κόκ­κι­νη κλω­στή ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ ἐ­πι­τά­φιος κεν­τή­θη­κε τό 1620/21 μέ ἔ­ξο­δα τῶν μο­να­χῶν Τα­τια­νῆς, Μα­κα­ρί­ας, Μα­να­σί­ας καί Συγ­κλη­τι­κῆς. Οἱ τέσ­σε­ρις πλευ­ρές τοῦ ἐ­πι­τα­φί­ου πλαι­σι­ώ­νον­ται μέ χρυ­σο­κέν­τη­τη τή γνω­στή λει­τουρ­γι­κή ἔμ­με­τρη ἐ­πι­γρα­φή «Τήν φο­βε­ράν σου, βα­σι­λεῦ, ὅ­μως ἐ­δῶ καί πο­λύ ἀ­νορ­θό­γρα­φη. Με­τα­ξω­τή, τέ­λος, ται­νί­α πορ­φυ­ροῦ χρώ­μα­τος, μέ ὡ­ραῖ­α χρυ­σο­κέν­τη­τα συμ­με­τρι­κά ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να κο­σμή­μα­τα, πε­ρι­βάλ­λει τόν ὅ­λο ἐ­πι­τά­φιο.

3. Ἀρ­γυ­ρά.- Πλού­σια εἶ­ναι καί ἡ συλ­λο­γή τῶν ἔρ­γων ἀρ­γυ­ρο­χο­ΐ­ας, πού χρο­νο­λο­γοῦν­ται σέ δι­ά­φο­ρες ἐ­πο­χές (ΙΣΤ΄ - ΙΘ΄ αἰ.) καί φέ­ρουν δι­ά­φο­ρες πα­ρα­στά­σεις ἁ­γί­ων καί ἄλ­λα δι­α­κο­σμη­τι­κά θέ­μα­τα. Εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κά σχε­δόν λει­ψα­νο­θῆ­κες, ἀ­φοῦ ἡ Μο­νή τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ἔ­χει ἀ­πο­θη­σαυ­ρί­σει καί φυ­λάσ­σει ὡς ἱ­ε­ρά σε­βά­σμα­τα τά τί­μια λεί­ψα­να πολ­λῶν καί σπου­δαί­ων ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ὅ­μως ση­μα­σί­α γιά τή μο­νή ἔ­χουν οἱ κά­ρες τῶν ὁ­σί­ων κτι­τό­ρων της, πού φυ­λάσ­σον­ται μέ­σα σέ ἀρ­γυ­ρές καί πλού­σια δι­α­κο­σμη­μέ­νες λει­ψα­νο­θῆ­κες. Καί οἱ δύ­ο λει­ψα­νο­θῆ­κες δι­α­κο­σμοῦν­ται γύ­ρω-γύ­ρω, κα­τά δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ἡ κά­θε μί­α, μέ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να συμ­με­τρι­κά θέ­μα­τα καί ἀγ­γέ­λους. Ἡ λει­ψα­νο­θή­κη τῆς κά­ρας τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου κα­τα­σκευ­ά­στη­κε, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή της, στίς 15 Μαρ­τί­ου τοῦ 1805˙ στό κυ­κλι­κό ἐ­πά­νω κά­λυμ­μα ἔ­κτυ­πη ἡ προ­το­μή τοῦ ὁ­σί­ου. Ἡ λει­ψα­νο­θή­κη τοῦ ἄλ­λου κτί­το­ρα, τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ, κα­τα­σκευ­ά­στη­κε, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ ἐ­πι­γρα­φή της, τό 1789˙ καί ἐ­δῶ τό κυ­κλι­κό κά­λυμ­μα φέ­ρει ἔ­κτυ­πη τήν προ­το­μή τοῦ ὁ­σί­ου. Φυ­λάσ­σον­ται στή λι­τή τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς, σέ προ­θή­κη πά­νω ἀ­πό τόν τά­φο τῶν δύ­ο κτι­τό­ρων.

Ἀ­πό τίς πολ­λές ἄλ­λες ἀρ­γυ­ρές καί πε­ρί­τε­χνα δι­α­κο­σμη­μέ­νες λει­χα­νο­θῆ­κες ἀ­να­φέ­ρο­με τή λει­ψα­νο­θή­κη τῆς κάρς τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος, ἔτ. 1614˙ τῆς κά­ρας τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τῆς Κλί­μα­κος, ἔτ. 1617˙ ἐ­πί­σης ἀρ­γυ­ρή θή­κη λει­ψά­νου τοῦ Ἁγ. Ἀν­δρέ­α Κρή­της μέ χρο­νο­λο­γί­α 1760 καί τό ὄ­νο­μα «τοῦ εὐ­τε­λοῦς χρυ­σο­χό­ου»: «Μί­σιος Κα­λα­ρί­της» (= ἀ­πό τούς Κα­λαρ­ρύ­τες τῆς Ἠ­πεί­ρου). Μνη­μο­νεύ­ο­με, τέ­λος, καί ἄλ­λη ἀρ­γυ­ρή θή­κη λει­ψά­νου τῆς χει­ρός τοῦ Μεγ. Βα­σι­λεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τό 1794 «ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παρ­θε­νί­ου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου».

Ἐ­κτός ἀ­πό τίς λει­ψα­νο­θῆ­κες, ἀ­ξι­ό­λο­γοι εἶ­ναι καί οἱ τρεῖς μι­κροί ξύ­λι­νοι σταυ­ροί ἁ­για­σμοῦ μέ πε­ρί­τε­χνη με­ταλ­λι­κή ἀρ­γυ­ρή ἐ­πέν­δυ­ση.

footer


Δημιουργία ιστοτόπου ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ